2022: Ομιχλώδης χρονιά υπολογισμένων ρίσκων… Του Γιώργου Σεφερτζή

257

Του Γιώργου Σεφερτζή

Επί δυόμισι χρόνια η κυβέρνηση πορεύτηκε με τη σιγουριά του σταθερά μεγάλου δημοσκοπικού προβαδίσματος έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της σαφούς υπεροχής του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι των λιγότερο κατάλληλων για την πρωθυπουργία αντιπάλων του και της κυριαρχίας που τα δύο αυτά πλεονεκτήματα της εξασφάλιζαν στον μεσαίο χώρο.

Τα κεφαλαιοποίησε μάλιστα διαχειριζόμενη επιτυχώς τις πρώτες κρίσεις που αντιμετώπισε με την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την εμφάνιση της πανδημίας, με αποτέλεσμα να σταθεροποιηθεί η Κεντροδεξιά ως ο ισχυρός πόλος ενός κατά τα άλλα ατελούς και ασταθούς δικομματικοφανούς πολιτικού συστήματος.

Σήμερα, ωστόσο, η αστάθεια του συστήματος τείνει να γενικευτεί. Ο «φόβος» και η δίδυμη με αυτόν «οργή» επιστρέφουν ως τα εντονότερα συναισθήματα που εκφράζει μια οιωνεί πλειοψηφική μερίδα εκλογέων. (βλ. «Τάσεις Δεκεμβρίου» της MRB). Η αβεβαιότητα της υγειονομικής κρίσης που τα φορτίζει παρατείνεται επ’ αόριστον. Η ακρίβεια που τα τρομάζει επελαύνει ματαιώνοντας, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, τις προσδοκίες τους από την ανάκαμψη της οικονομίας.

Όπερ σημαίνει ότι εφεξής η κυβέρνηση θα κινείται ψηλαφιστά διανύοντας τα μίλια που της απομένουν μέχρι την εξάντληση των συνταγματικών προθεσμιών της μέσα σε ένα ομιχλώδες τοπίο εξελίξεων μειωμένης ορατότητας και σε ένα έδαφος αυξανόμενης ολισθηρότητας, όπως είναι αυτό της προβληματικής αλλά κρισιμότατης για τη διαμόρφωση των εκλογικών συσχετισμών καθημερινότητας.

Αν ανακόψει τους μεταρρυθμιστικούς ρυθμούς της προκειμένου να αποφύγει το πολιτικό τους κόστος, θα διακινδυνεύσει, εκτός από τους πόρους του Ταμείου Σταθερότητας και την επενδυτική αναβάθμιση της χώρας, τις σχέσεις της με τις παραγωγικές δυνάμεις.

Αν δεν επιδείξει ταυτόχρονα υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη στον χειρισμό του ευμετάβλητου ψυχισμού των αποσταθεροποιημένων και ανασφαλών μεσοστρωμάτων, θα διακινδυνεύσει να κάνει ολισθηρότερο το έδαφος της τελικής ευθείας προς τις εκλογές.

Το δυσκολότερο θα είναι να διακρίνει έγκαιρα που σταματά η αναπόφευκτη φθορά της εξουσίας και πού αρχίζει η επιταχυνόμενη φθορά της τριβής με το κοινό αίσθημα της πλειοψηφίας. Όσο πάντως και αν η κυβέρνηση εμφανίζεται σήμερα αποφασισμένη να εξαντλήσει την τετραετία, δύσκολα θα αντέξει τον πειρασμό να πάρει την πρωτοβουλία, που εξάλλου της ανήκει, να προκηρύξει εκλογές μόλις βρεθεί στο πρώτο ξέφωτο, αποφεύγοντας να της φέρει η κακιά ώρα όσα δεν περιμένει από τον καλό χρόνο.

Πολύ δε περισσότερο που ο χρόνος θα παραμένει καλός όσο η μεν αξιωματική αντιπολίτευση θα χρειάζεται πολλαπλάσιο για να πάψει να μετεωρίζεται μεταξύ της λογικής ενός μειοψηφικού κόμμα τος διαμαρτυρίας και ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας, ώστε να ξανακερδίσει τουλάχιστον την ανοχή της μεσαίας τάξης με την οποία συγκρούστηκε η «πρώτη φορά Αριστερά», η δε ελάσσων αντιπολίτευση θα χρειάζεται τον δικό της κάμποσο χρόνο για να αποκτήσει το στρατηγικό βάθος που προϋποθέτει η κατάκτηση της θέσης του δεύτερου κόμματος στην οποία με τα σημερινά δεδομένα ευλόγως προσβλέπει.

Η πρώτη είναι μάλλον υποχρεωμένη να πάρει το ρίσκο της πολωτικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση, ώστε να περιορίσει τον ζωτικό χώρο της ελάσσονος αντιπολίτευσης, έστω και αν έτσι διακινδυνεύσει την απομείωση της κυβερνησιμότητάς της.

Η δεύτερη έχει σίγουρα πολύ περισσότερη δουλειά να κάνει. Πρώτον για να ξαναγίνει παράταξη με καθαρό προγραμματικό στίγμα. Δεύτερον για να προλάβει ο νέος αρχηγός της να αναδείξει τα ανταγωνιστικά χαρίσματα που απαιτούνται για να λειτουργήσει ως πρόσωπο-μήνυμα πολιτικής ενοποίησης και επαναπατρισμού των διάσπαρτων μεσοστρωμάτων. Για να επιστρέψουν τα τελευταία στη γενέθλια γη της επαγγελίας, που υπήρξε κάποτε για αυτά το ΠΑΣΟΚ, χρειάζονται κάτι πλέον της νοσταλγίας της πατρογονικής εστίας.