Του Κωνσταντίνου Πάντζιου
Το έχει η πρόσφατη ροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τις τυχαίνει παρέμβαση κορωνοϊού, σαν σήμα –δυστυχώς επικίνδυνο– για να αλλάξει η πανίσχυρη γραφειοκρατία της ρυθμούς και να δει την ουσία των προβλημάτων καθαρό-τερα. Κύριο παράδειγμα, η καθιέρωση του Ευρωομολόγου, το οποίο η ίδια σκληρή γραφειοκρατία το αποκαλεί «Ταμείο Ανάκαμψης». Σε ένα δεύτερο πλάνο, η ηγεσία της Γερμανίας γοητεύεται να ροκανίζει το χρόνο, ώστε τα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν άμεσα, να αναβάλλεται η λύση τους.
Ευχόμαστε στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Ζαν Μισέλ ταχεία ανάρρωση από τον κορωνοϊό, αλλά δεν αντέχουμε στο πειρασμό να μην αναφέρουμε ότι η αναβολή της Συνόδου Κορυφής βολεύει πολλούς, εκτός από τον κ. Ερντογάν, ο οπίος σίγουρα πλέον θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος της χώρας του.
Και μια που αναφερόμαστε στο χρόνο, πρέπει να συγχαρούμε τον καθηγητή και τέως Υπουργό κ. Κ. Αρβανιτόπουλο, ο οποίος στο «Βήμα της Κυριακής» μας θύμισε με άρθρο του το περίφημο «Ανατολικό Ζήτημα», που αφορούσε στην ραγδαία παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά το 1650 και την μη δυνατότητα συμφωνίας των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης, για το ποια Δύναμη και πότε θα πάρει τα περισσότερα εδάφη της εν λόγω Αυτο-κρατορίας. Με αποτέλεσμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εξασφαλίσει επιπλέον 200 χρόνια ζωής, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που άρχισε και ολοκληρώθηκε ο διαμελισμός του αρκετά μεγάλου κομματιού που είχε απομείνει, με κατάληξη το εθνικό τουρκικό κράτος, που σήμερα γνωρίζουμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η σημερινή Τουρκία του κ. Ερντογάν, είναι πρόβλημα, στην ουσία είναι σίγουρα ένα μίνι «Ανατολικό Ζήτημα», αλλά πιστεύουμε ότι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αμηχανία της Δύσης για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Και επίσης, αλήθεια είναι ότι το πολιτικό και το διπλωματικό κατεστημένο στην Τουρκία τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καθόλου δεν βοηθά στο να υπάρξει μια βιώσιμη συνεννόηση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Και έτσι, το πράγμα δυσκολεύει πιο πολύ. Διάλογος π.χ. με την Τουρκία, ασφαλώς πρέπει να αρχίσει, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και με τον Δυτικό Κόσμο, στη βάση αν θέλει η Τουρκία να έχει καθαρές θέσεις και σχέσεις με τον Δυτικό Κόσμο. Δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πολιτικός και οικονομικός Οργανισμός, θα πρέπει –πιστεύουμε– να πραγματοποιήσει όσες Συναντήσεις Κορυφής χρειαστούν, για την καθιέρωση μιας πάγιας θέσης και σχέσης με την Τουρκία και όχι να κάνει Συναντήσεις Κορυφής για το αν θα αρχίσουν για άλλη μια φορά συνομιλίες σε στρατιωτικό–γραφειοκρατικό επίπεδο του ΝΑΤΟ, κάτι που έγινε και στο παρελθόν και δεν ωφέλησε σε τίποτα. Και αφού γίνει το πρώτο, τότε να αρχίσουν συνομιλίες με την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του κ. Ερντογάν. Εξυπακούεται ότι σ’ αυτές τις υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις θα μπορούν να συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ, εφ’ όσον τον Νοέμβριο εκλεγεί Πρόεδρος, ο οποίος θα θέλει να μην είναι η Αμερική απούσα από αυτά που γίνονται στον κόσμο και πιο ειδικά στον Δυτικό Ελεύθερο Κόσμο.
Η περίπτωση της Τουρκίας δεν αντιμετωπίζεται με «μπαλώματα», με πρόσκαιρα μέτρα, χωρίς στοιχεία βιώσιμης προοπτικής, ούτε με απίθανους στρουθοκαμηλισμούς. Και βέβαια, ούτε με στερεότυπα του τύπου «η Δύση δεν πρέπει επ’ ουδενί να χαρίσει την Τουρκία στη Ρωσία», προεξοφλώντας ότι κάτι τέτοιο θα επιθυμούσε η γειτονική χώρα ή σαν κάτι τέτοιο, ντε και καλά, θα το ήθελε η Ρωσία.
Όλα αυτά που προαναφέραμε, περί Ανατολικού Ζητήματος, περί Μεγάλου Ασθενούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φυσικά τελούν υπό την ανάγκη της τήρησης χρονικών, ποσοτικών και ποιοτικών αναλογιών, όπως και τώρα. Μεγάλες Δυνάμεις υπάρχουν, ουτοπικοί σχεδιασμοί υπάρχουν, αμείλικτοι ανταγωνισμοί υπάρχουν και μικρομεσαίες δυνατότητες υπάρχουν. Και οι ουτοπίες μέσα στην ανθρώπινη συμπεριφορά υπάρχουν. Αλλά πρέπει να υπάρχει και ο Κοινός Νους, καθώς και η επαφή με την πραγματικότητα.