Πάντα καυτό και δυσεπίλυτο το πρόβλημα της μετανάστευσης
του Κώστα Μποτόπουλου*
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ζήτημα της μετανάστευσης παραπέμπει σε τετραγωνισμό του κύκλου: κάθε προσπάθεια «επίλυσης» είναι εξαρχής εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι άπελπις. Πόσω μάλλον μια προσπάθεια «οριζόντιας» λύσης- που να ισχύει για όλες τις χώρες της Ένωσης-, πάνω από την οποία πλανιόταν μια διπλή δαμόκλειος σπάθη. Πρώτον και βασικότερον, η ύπαρξη χωρών που όχι μόνο είναι χωρισμένες σε «στρατόπεδα» αλλά και αντιμετωπίζουν την κατάσταση, και τα συμφέροντά τους, από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες (χώρες «πρώτης γραμμής», χώρες υποδοχής, χώρες τις οποίες το πρόβλημα σχεδόν δεν τις αγγίζει). Και δεύτερον, μια πρόταση που, πριν ακόμα διατυπωθεί, «βαρυνόταν» από πολύ φιλόδοξες εξαγγελίες για «συνολική τολμηρή λύση» και για «ξεπέρασμα» της ως τώρα επικρατούσας συμφωνίας, και της λογικής του «Δουβλίνου». Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του φίλου Έλληνα επίτροπου και της σουηδής συναδέλφου του και να γνωρίζω όχι μόνο ότι αυτό που θα προτείνω θα δυσαρεστήσει τους περισσότερους, αλλά και ότι, οτιδήποτε και να προτείνω, η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί με ορατό τρόπο. Όμως η επίγνωση της δυσκολίας δεν αφαιρεί ούτε από εκείνους την υποχρέωση δράσης ούτε από εμάς το δικαίωμα έκφρασης άποψης για την πρόταση που παρουσίασαν πρόσφατα.
Το «νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο», όπως ονομάστηκε, συγκροτείται από 5 νομοθετικές προτάσεις- Κανονισμούς ή αλλαγές σε υπάρχοντες Κανονισμούς- και 4 πολιτικές παραινέσεις- κατευθυντήριες γραμμές. Όλο μαζί το «πακέτο» αγγίζει μια ευρεία γκάμα θεμάτων, από την αναδιαμόρφωση της διαδικασίας ασύλου ως τη χάραξη κοινής πολιτικής για τη μετανάστευση και από την αντιμετώπιση καταστάσεων «κανονικότητας» έως τη θέσπιση κανόνων για καταστάσεις «κρίσης». Ο «Κανονισμός του Δουβλίνου» τυπικώς καταργείται, όμως ο πυρήνας του, η υποχρέωση των «χωρών πρώτης γραμμής» να διαχειρίζονται τις αιτήσεις ασύλου και να είναι υπεύθυνες για τη μοίρα των ανθρώπων που φτάνουν σε αυτές, δεν αλλάζει, έστω και αν επέρχονται ορισμένες διαφοροποιήσεις. Εντελώς νέα στοιχεία αποτελούν η πρόβλεψη για δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας (Agency) Ασύλου και ενός «μηχανισμού αλληλεγγύης» μεταξύ των κρατών, τόσο σε περίοδο «κανονικότητας» όσο και σε περίοδο κρίσης. Στα θετικά της πρότασης ανήκουν η βελτίωση των διαδικασιών και των μηχανισμών για την απονομή ασύλου- κρίσιμη αλλά εν πολλοίς θεωρητική, αφού ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι, στην επόμενη «Μόρια», η διαδικασία «δεν θα ξεπεράσει τις 12 εβδομάδες» -, καθώς και διατάξεις προστατευτικές της οικογενειακής συνένωσης και γενικώς των δικαιωμάτων των μεταναστών. Το πιο προβληματικό τμήμα είναι, χωρίς έκπληξη, το σχετικό με την «αλληλεγγύη», που θα είναι πολλών ταχυτήτων, αμφίβολης δεσμευτικότητας και θα υλοποιείται βάσει αριθμών, οικονομικών ανταλλαγμάτων και διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για μια ατελή και τεχνητή «αλληλεγγύη», που κατέστη αναγκαστικά από τη στιγμή που πολλές χώρες απέρριπταν αναφανδόν την πραγματική αλληλεγγύη του μοιράσματος βάρους, ευθύνης και ανθρωπιάς.
Πέρα από τις τεχνικές διαρρυθμίσεις, τίθεται με ένταση ένα προαιώνιο δίλημμα της δημοκρατίας: τι κάνουν ο πολιτικός και ο νομοθέτης όταν έχουν να αντιμετωπίσουν εκ προοιμίου αντιμαχόμενα συμφέροντα και αντιδράσεις; Εγκαταλείπουν την προσπάθεια για λόγους αρχής; Προτείνουν, σε πείσμα του συσχετισμού δυνάμεων, αυτό που θεωρούν «σωστό»; Ή επιχειρούν μια «σύνθεση», με την οποία κανείς να μην μπορεί να συμφωνήσει πλήρως αλλά οι περισσότεροι να βρίσκουν σημεία επαφής; Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει μόνο την τελευταία επιλογή, αν θέλει η όποια πρότασή της να έχει ελπίδα υλοποίησης. Το γεγονός ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ένωση δεν «κλείνει σύνορα», όπως ζητούσαν οι γνωστές χώρες (0υγγαρία, Πολωνία, Τσεχία), δηλαδή αντιμετωπίζει τους μετανάστες με τον τρόπο του δικαίου και όχι του όχλου, αντισταθμίζει, σε κάποιο βαθμό, την «αμυντική», και μάλιστα με γραφειοκρατικό τρόπο, στάση της: βασικές έννοιες, και έγνοιες, παραμένουν η «αποτροπή» και η «επιστροφή», όχι η «αξιοποίηση» και η «ενσωμάτωση». Το εφικτό επικρατεί, για άλλη μια φορά, του ευγενούς- αλλά ποιος είπε ότι και το εφικτό δεν απαιτεί τόλμη;
*συνταγματολόγος