Αρχίζει το νέο “πανηγύρι” με τα λεγόμενα κοινωνικά επιδόματα!

252

Διαπίστωση μελέτης του ΟΟΣΑ: Εάν η επιλογή των δικαιούχων γινόταν µε βάση το πραγµατικό και όχι το δηλωθέν εισόδηµα των αιτούντων, ώστε να αποκλείονται όσοι ψευδώς εµφανίζονται να πληρούν τα εισοδηµατικά κριτήρια λόγω απόκρυψης του πραγµατικού εισοδήµατος, ο αριθµός των δικαιούχων εκτιµάται ότι θα µειωνόταν σε 754.269 άτοµα (ή 7% του πληθυσµού) και το κόστος σε 681 εκατ. ευρώ (ή 0,4% του ΑΕΠ).
Μερικές άλλες διαπιστώσεις: Με βάση τον τίτλο σπουδών: δεν πήγε σχολείο το 13,9%, πήγε στο Δημοτικό το 23,4%, στο Γυμνάσιο 18,5%, στο Λύκειο το 35,3%, στο Πανεπιστήμιο το 8,2%, μεταπτυχιακό 0,6%, διδακτορικό 0,1%

  • Με βάση την οικογενειακή κατάσταση: Άγαμοι 57,5%, έγγαμοι 27,6%, διαζευγμένοι 10,8%, σε διάσταση 0,1%
  • Με βάση την κατάσταση απασχόλησης: Άνεργος 58%, μισθωτός 4,4%, εποχικά εργαζόμενος 5,7%, περιστασιακά εργαζόμενος 4,3%
  • Με βάση την υπηκοότητα: Έλληνες 86%, Πολίτες ΕΕ 7,1%, Τρίτες χώρες 6,9%
  • Με βάση την οικονομική κατάσταση: Το 81% δήλωσε εισόδημα έως ένα ευρώ, το 58% δήλωσε μηδενικό πραγματικό εισόδημα και το το 74% μηδενική αξίαα ακίντης περιουσίας!

Κι άλλες διαπιστώσεις: Ενισχύθηκαν κυρίως όσοι εργάζονται σε αδήλωτες εργασίες, είναι αυτοαπασχολούμενοι ή αγρότες, η μέλη οικογενειών των παραπάνω επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε βάρος των μισθωτών και των ανέργων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία το οικογενειακό εισόδημα των αγροτών σε ποσοστό 85% ήταν κάτω των 4.000 ευρώ και συνεπώς είναι επιλέξιμη μονάδα!

Του Δημήτρη Στεργίου

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ανακοίνωσε ότι θα αυξηθούν κατά 300 εκατ. ευρώ οι πόροι του Οργανισμού Προνομιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) για την καταβολή επιδομάτων, όπως είναι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το επίδομα τέκνων και το επίδομα στέγασης. Πρόκειται για τα κοινωνικά επιδόματα και τα τάχα “Κοινωνικά Παντοπωλεία”, για τα οποία είχαν υποσχεθεί ή είχαν δεσμευτεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση όλες οι κυβερνήσεις από το 1992 για την καταπολέμηση της φτώχειας, αλλά με το ζόρι τα επέβαλαν οι “άπονοι” δανειστές, η τρόικα, το 201Ο, αλλά με καθυστερήσεις και με δειλά πιλοτικά προγράμματα και για ορισμένες περιοχές χορηγήθηκαν το … 2014 και, τελικά, το 2017 και το 2019!
Αλλά, το πρόβλημα με τα κοινωνικά προγράμματα δεν είναι οι καθυστερήσεις στη χορήγησή τους και οι δημαγωγικές κάθε φορά ανακοινώσεις για το “θεαθήναι” τω ελληνικώ λαώ, αλλά η απογοητευτική αναποτελεσματικότητά τους στη μείωση της φτώχειας, δηλαδή η διάθεση τεράστιων ποσών από τα φορολογικά έσοδα χωρίς να πιάνουν τόπο, αφού, όπως πιστεύει το 78% των Ελλήνων κατευθύνονται σε άτομα που δεν τα δικαιούνται.

Υπενθυμίζεται ότι το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δίνεται σε πάνω από 270.000 νοικοκυριά με ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα και πολύ μικρή κινητή και ακίνητη περιουσία. Κάθε μήνα καταβάλλονται 200 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, 100 ευρώ για κάθε επιπλέον ενήλικο μέλος και 50 ευρώ για κάθε ανήλικο μέλος. Επίσης, το επίδομα τέκνων που μετονομάστηκε σε επίδομα παιδιού το 2018, χορηγείται σε πάνω από 900.000 οικογένειες και αφορά πάνω από 1,5 εκατομμύρια παιδιά. Το ύψος του εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας και τον αριθμό των παιδιών. Το ποσό του επιδόματος, καταβάλλεται σε 6 διμηνιαίες δόσεις και ανέρχεται σε 70, 42 ή 28 ευρώ για κάθε παιδί (για το πρώτο και το δεύτερο), ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, και σε 140, 84 ή 56 ευρώ από το τρίτο και για κάθε επόμενο παιδί, ανά μήνα. Ακόμα, το επίδομα στέγασης καταβάλλεται από 2019 σε πάνω από 260.000 οικογένειες με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και το ύψος του ανέρχεται σε 70 ευρώ το μήνα για το δικαιούχο και επιπλέον 35 ευρώ το μήνα για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού. Σε αυτά τα προνοιακά μέτρα περιλαμβάνεται και η χορήγηση του κοινωνικού μερίσματος επί τρία συναπτά έτη (2017-19), το οποίο στηρίζει τους οικονομικά ασθενέστερους, αλλά, όπως εέχει επισημανθεί από μελέτες και από την Τράπεζα της Ελλάδος, δεν συντελεί στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κοινωνικού κράτους, καθώς αποτελεί οικονομική ενίσχυση που ανακοινώνεται εκτάκτως στην εκπνοή του έτους και εφόσον επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα. Εκτιμάται ότι οι συναφείς πόροι θα είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρυσμα και αναπτυξιακό αποτέλεσμα εάν κατευθύνονταν προς τη συστηματική κάλυψη των κενών προστασίας, όπως την ευρύτερη κάλυψη των ανέργων, την ενίσχυση της απασχόλησης και των κοινωνικών επενδύσεων στους τομείς της παιδείας και της υγείας.

Το κόστος

Ο Οργανισμός Προνοιακών Επιδομάτων Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) έχει αρμοδιότητες που αφορούν την απονομή όλων των προνοιακών επιδομάτων και οικονομικών ενισχύσεων και υπηρεσιών σε ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Στο πλαίσιο αυτό καταβάλλει, μεταξύ άλλων, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), το επίδομα παιδιού, το επίδομα στέγασης και επιδόματα αναπηρίας. Από επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης καταβάλλονται πάνω από 330 εκατ. Ευρώ , με μέση μηνιαία καταβολή ανά νοικοκυριό περίπου 210 ευρώ για πάνω από 267 νοικοκυριά (πάνω από 490.000 άτομα).που εντάσσονται στο πρόγραμμα.

Ο συνολικός μηνιαίος προϋπολογισμός για τις εγκεκριμένες αιτήσεις ανέρχεται σε πάνω από 55 εκατ. Ευρώ, ενώ από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των νοικοκυριών που έχουν ενταχθεί στο ΚΕΑ, προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:

  • το 23,2% έχουν και ανήλικα μέλη (κατά μέσο όρο περίπου 1,6 ανήλικα μέλη).
  • το 12,1% έχουν και μέλη άνω των 65 ετών
  • το 56,2% των αιτήσεων που έχουν γίνει δεκτές αφορούν μονομελή νοικοκυριά.
  • το 53,0% έχει μηδενικό εισόδημα, ενώ περίπου 70,0% έχει εισόδημα μέχρι 500 ευρώ.
  • το 27,8% των νοικοκυριών δηλώνουν εισόδημα μόνο από κοινωνικές παροχές, ενώ
  • 35,9% των δικαιούχων νοικοκυριών δηλώνουν εισόδημα από τόκους καταθέσεων.
  • Το 52,5% είναι άνεργοι από τους οποίους το 49,5% είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ, το 18,7% είναι εργαζόμενοι, το 1,3% είναι συνταξιούχοι και το 20,3% είναι παιδιά.

Επίσης, για το επίδομα στέγασης, το οποίο άρχισε να υλοποιείται από σε εθνικό επίπεδο από τον Μάρτιο του 2019 και καταβάλλεται σε περίπου 730.000 οικογένειες, υπάρχει η εκτίμηση ότι ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός ανέρχεται σε περίπου 300 εκατ. Ευρώ.

Με την ευκαιρία αναφέρω ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ που κατέγραψε τις αντιλήψεις των πολιτών σε 21 χώρες για την κοινωνική πολιτική (βλ. OECD (2019), “Risks that Matter: Main Findings from the 2018 OECD Risks that Matter Survey,” www.oecd.org/social/risks-that-matter.htm), το 73-79% των Ελλήνων θεωρούσε το 2018 ότι η εισοδηματική ενίσχυση που δύναται να εισπράξει από το κράτος σε διάφορες περιπτώσεις απώλειας εισοδήματος (π.χ. ανεργία, αναπηρία κ.λπ.) δεν είναι επαρκής, ενώ κατά μέσο όρο στις 21 συμμετέχουσες χώρες το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 44% και 61% κατά περίπτωση εισοδηματικής απώλειας. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, έντονο είναι και το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας, καθώς το 78% των Ελλήνων πιστεύει ότι υπηρεσίες και επιδόματα απολαμβάνουν πολίτες οι οποίοι δεν τα δικαιούνται στην πραγματικότητα.

Αναποτελεσματικές οι, έστω και περιορισμένες, κοινωνικές δαπάνες

Από τη σύντομη αυτή περιήγηση στα στοιχεία της κοινωνικής πολιτικής επιβεβαιώνεται η διαπίστωση μελετών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΓΣΒΕΕ ότι δεν έχει γίνει η αναγκαία αξιολόγηση της αποτελεσµατικότητας των µέτρων για την αντιµετώπιση της φτώχειας και της ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα μας,. Δηλαδή, δεν έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα ώστε οι περιορισµένες κοινωνικές δαπάνες να γίνουν πιο αποτελεσµατικές, δίνοντας προτεραιότητα στην εξάλειψη ακραίων φαινοµένων φτώχειας σε οικογένειες µε παιδιά και χωρίς κανέναν εργαζόµενο, χωρίς επίδοµα ανεργίας ή άλλη εισοδηµατική ενίσχυση και συχνά χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση. Προς αυτή την κατεύθυνση στηρίζονταν πολλές ελπίδες στην καθολική εφαρµογή του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος, αλλά δυστυχώς από την πρώτη ακόμα πιολοτική εφαρμογή του διαπιστώθηκε ότι ένα μεγάλος μέρος της δαπάνης πηγαίνει σε αλλότριες κατευθύνσεις. Συγκεκριμένα, σύµφωνα µε µελέτη της Παγκόσµιας Τράπεζας, η καθολική εφαρµογή του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος το 2013 στην Ελλάδα θα µπορούσε να αυξήσει το εισόδηµα περίπου 1.200.000 ατόµων (ή 11% του πληθυσµού) µειώνοντας το χάσµα της φτώχειας κατά το 1/3. Το δηµοσιονοµικό κόστος εκτιµήθηκε σε 980 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,5% του ΑΕΠ ή περίπου 2,5% των κοινωνικών δαπανών.Tο κόστος αυτό θα µπορούσε να µειωθεί µε την αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση της φοροδιαφυγής και να χρηµατοδοτηθεί µέσω επανασχεδιασµού των υφιστάµενων κοινωνικών µεταβιβάσεων. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις αποκλίσεις που παρατηρούνται µεταξύ πραγµατικών εισοδηµάτων και δηλωθέντων στην εφορία. Όπως επισημαίνει η μελέτη του ΟΟΣΑ, εάν η επιλογή των δικαιούχων γινόταν µε βάση το πραγµατικό και όχι το δηλωθέν εισόδηµα των αιτούντων, ώστε να αποκλείονται όσοι ψευδώς εµφανίζονται να πληρούν τα εισοδηµατικά κριτήρια λόγω απόκρυψης του πραγµατικού εισοδήµατος, ο αριθµός των δικαιούχων εκτιµάται ότι θα µειωνόταν σε 754.269 άτοµα (ή 7% του πληθυσµού) και το κόστος σε 681 εκατ. ευρώ (ή 0,4% του ΑΕΠ).

Αποκαλυπτικό και συνάμα καταγγελτικό είναι, μεταξύ άλλων, το άρθρο του επίκουρου καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κωνσταντίνου Δημουλά με τίτλο “Η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης στην Ελλάδα”, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Κοινωνική Πολιτική” (Επιστημονική Εταιρεία Κοινωνικής Πολιτικής -2017), όπου πέρα από το ιστορικό με τις τρεις αποτυχημένες προσπάθειες εισαγωγής στη χώρα μας, παρουσιάζει πολλά στοιχεία και διαπιστώσεις από την εφαρμογή του ως αναπόσπαστου μέροςς των υποχρεώσεων της χώρας απέναντι στους Δανειστές της. Ειδικότερα, παρουσιάζοντας ο κ. Δημουλάς τις βασικές προϋποθέσεις για την επιλογή των δικαιούχων του προγράμματος και τις παρενέργειές τους στην αποτυελεσματικότητα του προγράμματος, αναφέρει τα εξής:

“Ω βασικές προϋποθέσεις καθορίστηκαν η νόμιμη και σταθερή διαμονή του δικαιούχου, τα όρια του δήμου εφαρμογής του προγράμματος, το ύψος της κινητής και ακίνητης περιουσίας, το ετήσιο πραγματικό εισόδημα και η θετική συμπεριφορά του αιτούντος απέναντι στη δηλωμένη απασχόληση. Ειδικότερα, το ύψος του ετήσιου εισοδήματος δεν έπρεπε να ξεπερνά το διπλάσιο του «κατωφλιού εισοδήματος» που αντιστοιχεί στην κάθε μονάδα http://epublishing.ekt.gr | e-Publisher: EKT | Downloaded at 09/10/2020 21:45:29 | 14 εξαιρουμένου το 20% αυτού που προέρχεται από μισθωτή εργασία ή «με μπλοκάκι», εργόσημο ή αποζημίωση αναδοχής αστέγου. Η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας δεν έπρεπε να ξεπερνά τις 90.000 ευρώ για κάθε άτομο και τις 200.000 ευρώ για κάθε μονάδα, τα τεκμήρια δαπανών διαβίωσης (αυτοκίνητα, δίκυκλα κλπ) τις 6.000 ευρώ και οι καταθέσεις το προηγούμενο δωδεκάμηνο το διπλάσιο του κατωφλίου εισοδήματος”

Στη συνέχεια, σχολιάζοντας τα κριτήρια αυτά, επισημαίνει τα ακόλουθα:

“Με αυτά τα κριτήρια ενισχύθηκαν κυρίως όσοι εργάζονται σε αδήλωτες εργασίες, είναι αυτοαπασχολούμενοι ή αγρότες, η μέλη οικογενειών των παραπάνω επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε βάρος των μισθωτών και των ανέργων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία το οικογενειακό εισόδημα των αγροτών σε ποσοστό 85% ήταν κάτω των 4.000 ευρώ και συνεπώς είναι επιλέξιμη μονάδα. Αντίθετα, ένα ζευγάρι ανέργων που τον προηγούμενο χρόνο επιδοτήθηκε για 12 μήνες( ανώτατο όριο) με το βασικό επίδομα ανεργίας και για τα δύο άτομα έχει, στην καλύτερη περίπτωση, συνολικό εισόδημα πάνω του κατωφλιού φτώχειας και δεν λαμβάνει την εισοδηματική ενίσχυση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Επίσης, όσοι πριν από την κρίση εργαζόταν συνεχώς για αρκετά χρόνια και έλαβαν αποζημίωση απόλυσης είναι ενδεχόμενο να εμφανίζουν επίπεδο καταθέσεων πάνω από το επιλέξιμο όριο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους εποχιακά απασχολούμενους, τους περιστασιακά εργαζόμενους μισθωτούς και τους μερικά απασχολούμενους. Για τον περιορισμό των φαινομένων μεγάλης διάστασης μεταξύ δηλουμένων και πραγματικών συνθηκών διαβίωσης, στην υπουργική απόφαση προβλέφθηκε η διενέργεια κοινωνικής έρευνας και η πραγματοποίηση επιτόπιων επισκέψεων από αρμόδιους κοινωνικούς λειτουργούς των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων και η κατάρτιση σχεδίων δράσης για την ένταξη των δικαιούχων κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, δυνατότητα που είχε πολύ περιορισμένη πρακτική αξία εξαιτίας των μεγάλων ελλείψεων των δημοτικών υπηρεσιών σε στελέχη κοινωνικής πολιτικής και σε κοινωνικούς λειτουργούς. Επιπλέον, οι αιτούντες και τα λοιπά μέλη της ωφελούμενης μονάδας θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι άνεργοι ως αναζητούντες εργασία και δεσμεύονται στην αποδοχή θέσης εργασίας που αντιστοιχεί στις δεξιότητές και τις ικανότητές τους, την ένταξή τους σε προγράμματα κατάρτισης και δράσεις επιχειρηματικότητας που θα τους προταθούν από τους αρμόδιους φορείς. Παράλληλα, απεντάσσονται από το πρόγραμμα εφόσον επιλεχθούν για συμμετοχή σε επιδοτούμενες θέσεις εργασίας ή σε προγράμματα κοινωφελούς εργασίας στα όρια του δήμου τους. Εάν ο δικαιούχος είναι ικανός για εργασία και δεν έχει άλλα σοβαρά κωλύματα(π.χ. φροντίδα υπερήλικα ή ανήλικου παιδιού που δεν φοιτά σε βρεφικό ή παιδικό σταθμό) και δεν αποδεχτεί την προσφερόμενη θέση απασχόλησης διακόπτεται η εισοδηματική του ενίσχυση. Τέλος, για την επίβλεψη και παρακολούθηση της εφαρμογής του μέτρου συστάθηκε ειδική Διαρκής Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτικής και Αλληλεγγύης και Ομάδα Διοίκησης Έργου που υπάχθηκαν απευθείας στον υφυπουργό Εργασίας, ενώ η πληροφόρηση των ενδιαφερόμενων και η διαδικασία υποβολής αιτήσεων έγινε με τη συνδρομή των δημοτικών υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής . Κατά την πιλοτική εφαρμογή του Εγγυημένου Κοινωνικού Εισοδήματος καταδείχθηκαν άλλη μία φορά οι ανεπάρκειες και οι διοικητική αδυναμία της κοινωνικής διοίκησης τόσο στο εθνικό όσο και το τοπικό επίπεδο. Οι περισσότερες από τις 32.048 αιτήσεις (εκ των οποίων το 37,7% έγιναν από γυναίκες και το 62,3% από άντρες) υποβλήθηκαν από τους ίδιους τους αιτούντες με τη συνδρομή φίλων ή λογιστών, με συνέπεια να παρουσιαστεί σωρεία λαθών, ενώ το κεντρικά ελεγχόμενο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής «έπεφτε, πολύ συχνά, εκτός λειτουργίας» με αποτέλεσμα να εντείνονται τα λάθη και να εμφανίζονται πολλά κενά ή λανθασμένα στοιχεία στα στοιχεία που δηλώνονταν στις αιτήσεις. Συνολικά από τα ΚΕΠ συμπληρώθηκε μόλις το 2% των αιτήσεων και από τους δήμους το 13,4%(Καμινιώτη, 2015) ενώ παρατηρήθηκαν πολύ μεγάλες αποκλίσεις στα χαρακτηριστικά των αιτούντων από δήμο σε δήμο, όπως είναι η διαφοροποίηση σε Έλληνες και υπηκόους . Στην πράξη, βέβαια, οι περισσότερες αιτήσεις έγιναν από τους λογιστές των αιτούντων ή με την υποστήριξη δημοτικών υπαλλήλων και αιρετών εκπροσώπων στην τοπική αυτοδιοίκηση και η ακρίβεια των στοιχείων, εκτός αυτών που είναι καταγεγραμμένα στις φορολογικές αρχές και την ΗΔΙΚΑ, είναι αμφιλεγόμενη. Τελικά, μετά τη διεξαγωγή των ηλεκτρονικών διασταυρώσεων και των επιτόπιων ερευνών εγκρίθηκαν οι αιτήσεις 19.574 (64%) δικαιούχων, από τις οποίες αυτές των μεταναστών(κυρίως από Αλβανία) κάλυψαν μόλις το 48,7% των αντίστοιχων αρχικών αιτήσεων εξαιτίας της αδυναμίας τους να προσκομίσουν τα αναγκαία τυπικά έγγραφα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους Έλληνες ανήλθε το 86% (Γαβρόγλου, 2015 Χαρίσης, 2015). Πολύ περιορισμένη είναι, επίσης, η συμμετοχή αναπήρων και ατόμων που ανήκουν σε άλλες ευάλωτες ομάδες(π.χ. άστεγοι), όπως και η συμμετοχή τους στο δεύτερο πυλώνα του προγράμματος(ένταξη σε άλλα προγράμματα κοινωνικής στήριξης). Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην απασχόληση μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας εντάχθηκαν συνολικά μόλις 30 άτομα, καταδεικνύοντας την πλήρη αδυναμία εφαρμογής των προβλεπόμενων δράσεων, πέρα από αυτή της εισοδηματικής ενίσχυσης(Χαρίσης, 2015). Επιπλέον, η καταβολή της εισοδηματική ενίσχυσης δεν ήταν, ούτε τακτική ούτε περιοδική, όπως προέβλεπε η νομοθεσία με συνέπεια τη γενικευμένη δυσανασχέτηση των δικαιούχων αλλά και την απογοήτευση αρκετών στελεχών υποστήριξής τους. Οι περισσότεροι δικαιούχοι του Εγγυημένου Κοινωνικού Εισοδήματος ήταν μεσαίου ή χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, άγαμοι και άνεργοι. Επίσης, όσοι εργάζονται, είτε περιστασιακά και εποχιακά είτε ως μισθωτοί αντιστοιχούν σε περιορισμένο ποσοστό των δικαιούχων”.

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία δύο πινάκων που παραθέτει ο Δημουλάς από τα οποία προκύπτουν οι ακόλουθες μελαγχολικές διαπιστώσεις:

    • Κατά την πιλοτική του εφαρμογή το Εγγυημένο Κοινωνικό Εισόδημα λειτούργησε ως μέσο αποτροπής του κοινωνικού αποκλεισμού των ανειδίκευτων νέων, κάτι που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
    • ‘Ηταν εμφανής η πλήρης απουσία ατομικών περιουσιακών στοιχείων, καταθέσεων και εισοδήματος.
    • Το κατώφλι εισοδήματος για τους περισσότερους (70,9%) δεν ξεπερνά τις 3600 ευρώ, δηλαδή δεν αγγίζουν το κατώφλι της ακραίας φτώχειας(4.452 ευρώ το άτομο το 2015) ακόμα και μετά την εισοδηματική ενίσχυση τους από το πρόγραμμα.
    • Με βάση τον τίτλο σπουδών: δεν πήγε σχολείο το 13,9%, πήγε στο Δημοτικό το 23,4%, στο Γυμνάσιο 18,5%, στο Λύκειο το 35,3%, στο Πανεπιστήμιο το 8,2%, μεταπτυχιακό 0,6%, διδακτορικό 0,1%
    • Με βάση την οικογενειακή καάσταση: Άγαμοι 57,5%, έγγαμοι 27,6%, διαζευγμένοι 10,8%, σε διάσταση 0,1%
    • Με βάση την κατάσταση απασχόλησης: Άνεργος 58%, μισθωτός 4,4%, εποχικά εργαζόμενος 5,7%, περιστασιακά εργαζόμενος 4,3%
    • Με βάση την υπηκοότητα: Έλληνες 86%, Πολίτες ΕΕ 7,1%, Τρίτες χώρες 6,9%
    • Με βάση την οικονομική κατάσταση: Το 81% δήλωσε εισόδημα έως ένα ευρώ, το 58% δήλωσε μηδενικό πραγματικό εισόδημα και το το 74% μηδενική αξία ακίνητης περιουσίας!

Και ο κ. Δημουλάς επισημαίνει, με βάση όλα αυτά, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Τα προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την αξιολόγηση της πιλοτικής εφαρμογής του Εγγυημένου Κοινωνικού Εισοδήματος το 2015 ανέδειξαν την ανάγκη τροποποίησης των όρων του προγράμματος κατά τη γενίκευσή του σε όλη την επικράτεια. Επιπρόσθετα, η αξιολόγηση της Παγκόσμιας Τράπεζας επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση της απάτης από μέρους των δικαιούχων, το βαθμό κάλυψης των ευάλωτων ομάδων από το πρόγραμμα και την εύρεση των πόρων χρηματοδότησής του.”