Από το 2013 έως το 2019 ο τουρισμός στην Ελλάδα διένυσε τη χρυσή περίοδό του, στήριξε την οικονομία και την κοινωνία στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης και εμείς, ως τουριστικός τομέας, προσπαθούσαμε να αναλύσουμε και να προβλέψουμε τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διακόψουν την ανοδική πορεία του, πέρα από ένα ή δύο χρόνια αναμενόμενης διόρθωσης. Η απάντηση ήρθε αιφνιδιαστικά. Μία πανδημία.
Το 2020 αποτελεί μία χρονιά-σταθμό για τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμιο τουρισμό. Οι κραδασμοί δοκίμασαν τις αντοχές όλων των κρίκων του τουριστικού προϊόντος, αλλά –κατά περίπτωση– και των τοπικών κοινωνιών. Επιχειρηματίες, κράτος και τοπικές κοινωνίες διαχειρίστηκαν την ακραία κρίση με περισσότερο και λιγότερο επιτυχημένους τρόπους. Σήμερα, καθώς έχει κλείσει η ιδιότυπη αυτή τουριστική περίοδος, μετρώντας τις πληγές, ας αναρωτηθούμε για όσα μπορούμε να κάνουμε για να επανέλθουμε, αλλά και εκείνα που μπορούν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.
Το “κάθε κρίση είναι και ευκαιρία” μπορεί να ακούγεται γραφικό και ίσως άδικο σε όσους έχουν υποστεί τις συνέπειές της, αποτελεί όμως τη σκληρή πραγματικότητα και έναν δρόμο που οφείλουμε να ακολουθήσουμε. Άλλωστε, η αισιοδοξία είναι καθήκον.
Πού βρισκόμασταν στις αρχές του 2020
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, κρατώντας κάποια μεγέθη για τον ελληνικό τουρισμό που θα μας φανούν χρήσιμα για να καταλάβουμε την επίπτωση της πανδημίας.
Το 2020 μπήκε θεαματικά για τον ελληνικό τουρισμό, με τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο να καταγράφουν άνοδο σε αφίξεις και έσοδα άνω του 20% σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019 (Εξελίξεις στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο πληρωμών: Φεβρουάριος 2020, Τράπεζα της Ελλάδας), σε συνέχεια 7 συνεχών ανοδικών ετών, με τις τουριστικές αφίξεις να φτάνουν τα 31,3 εκατ. (χωρίς την κρουαζιέρα).
Η παρατηρούμενη σταδιακή μείωση (από το 2013 έως το 2019) στην κατά κεφαλήν δαπάνη δεν οφείλεται, βεβαίως, στο μύθο ότι “ο τουρισμός μας είναι κακός και χειροτερεύει”, αλλά συνδέεται κυρίως με τη μείωση της διάρκειας παραμονής και δευτερευόντως με την αλλαγή του μίγματος αγορών του εισερχόμενου τουρισμού, λόγω της αύξησης αφίξεων αγορών από τα Βαλκάνια. Εξάλλου, η συσχέτιση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης της Ελλάδας με άλλες ανταγωνίστριες χώρες (π.χ. Ισπανία) δεν είναι πάντα εφικτή, λόγω του διαφορετικού υπολογισμού τους. (“Η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη (ΜΚΔ) των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα, 2005 – 2018, εξέλιξη και σύγκριση με Ισπανία”, INSETE Intelligence).
Στις τουριστικές αφίξεις κυριαρχούν οι αεροπορικές, με τις μεγαλύτερες ροές να σημειώνονται στα αεροδρόμια της Αθήνας, του Ηρακλείου, της Ρόδου, της Θεσσαλονίκης και της Κέρκυρας. Από τα 24 εκατ. επιβάτες των αεροδρομίων το 2019, οι μισοί προέρχονται από 5 αγορές: τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία (“Διεθνείς Αεροπορικές Αφίξεις: 2018 & 2019, Α’ Μέρος”, ΙΝSETE Intelligence), ενώ οι 5 σημαντικότερες αγορές σε έσοδα είναι η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ιταλία. Σημειώνουμε εδώ πως 4 από τις 5 βασικότερες αγορές μας επλήγησαν βαριά από την πανδημία.
Εξάλλου, ο οδικός τουρισμός αντιστοιχεί στο 30% του συνόλου των αφίξεων (περίπου 10% των εσόδων) και τροφοδοτεί κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα (“Ο Οδικός Τουρισμός στην Ελλάδα 2012-2019”, INSETE Intelligence).
Ο εσωτερικός τουρισμός, μετά από μία σημαντική καμπή την τελευταία δεκαετία, το 2018 έδειξε να παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης, αντιστοιχώντας στο 10% των εσόδων από τον εισερχόμενο τουρισμό -αν και αυτά τα μεγέθη δεν είναι ευθέως συγκρίσιμα. (Έρευνα διακοπών, ΕΛΣΤΑΤ).
Το 87% των συνολικών ταξιδιωτικών εισπράξεων κατανέμονται σε 5 περιφέρειες: το Νότιο Αιγαίο (αθροιστικά: Κυκλάδες και Δωδεκάνησα), την Κρήτη, την Αττική, την Κεντρική Μακεδονία και τα Ιόνια Νησιά.
Όμως, οφείλουμε να πούμε, πως η πολυσυζητημένη εποχικότητα, για την οποία συχνά δέχεται κριτική ο ελληνικός τουρισμός, είναι αποτέλεσμα και της ζήτησης. Με άλλα λόγια: τότε ταξιδεύει κυρίως ο κόσμος! Χαρακτηριστικό το διάγραμμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (UNWTO).
Φυσικά, η επέκταση της σεζόν εξακολουθεί να είναι ένα ζητούμενο, ταυτόχρονα με τον εμπλουτισμό του προϊόντος, αλλά όπως είναι εμφανές από το διάγραμμα, η διακύμανση του αριθμού των ταξιδιών που πραγματοποιούνται στην Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου είναι τέτοια που ο “τουρισμός όλο τον χρόνο”, με τον τρόπο που αναφέρεται στη δημόσια συζήτηση, αποτελεί σε κάποιο βαθμό μια ανέφικτη προοπτική, που όμως ηχεί ωραία στα αυτιά.
Για το 2019, ο τουρισμός συνέβαλε (άμεσα και έμμεσα) στο 25% του ΑΕΠ (“H συμβολή του Τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2019”, ΙNSETE Intelligence), ενώ αποτελεί σημαντικό πυλώνα για την απασχόληση, με μισό εκατομμύριο εργαζόμενους από καταλύματα και εστίαση το τρίτο τρίμηνο (“Έρευνα Εργατικού Δυναμικού”, ΕΛΣΤΑΤ) και συνολική συνεισφορά 850 χιλιάδες εργαζόμενους (“Greece Country Report” WTTC).
Τέλος, ας θυμόμαστε πως οι κύριοι ανταγωνιστές της Ελλάδας στην τουριστική αγορά είναι η Ισπανία και η Ιταλία, και δευτερευόντως (εμμέσως) η Τουρκία (“Using Big Data to analyse loyalty to & competing destinations”, INSETE Intelligence).
Η πανδημία και οι επιπτώσεις της
Από το τέλος του 2019 παρακολουθούσαμε, καταρχήν, στενά την πορεία της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, εκτιμώντας αρχικά πως θα είχαμε μία εξέλιξη παρόμοια με των προηγούμενων 5 επιδημιών/πανδημιών των τελευταίων 20 χρόνων, που είχαν γεωγραφικά εντοπισμένες επιπτώσεις, ανασχέθηκαν σχετικά εύκολα ή ατόνησαν. Σήμερα σχεδόν δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε το όνομα του SARS (2003), της γρίπης των πτηνών (2005), της γρίπης των χοίρων (πανδημία – 2009), του MERS (2012) ή του Έμπολα (2014).
Η έκρηξη των κρουσμάτων στην Ιταλία το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Φεβρουαρίου, που μαρτυρούσε πως πλησίαζε η στιγμή που και στην Ελλάδα θα είχαμε κρούσματα, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πως αυτή η επιδημία (δεν είχε χαρακτηριστεί ακόμη πανδημία) θα ήταν διαφορετική. Το ίδιο αντιλήφθηκαν και οι ταξιδιώτες, που αντέδρασαν άμεσα, ξεκινώντας τις ακυρώσεις των κρατήσεών τους. Ο τουριστικός τομέας αντέδρασε άμεσα, τροποποιώντας τις ακυρωτικές πολιτικές, προσπαθώντας να συγκρατήσει τις κρατήσεις στα συστήματα, αλλά αυτό που συνέβαινε απεδείχθη πολύ μεγαλύτερο. H κρίση βάθυνε και μας έδειξε τι θα ακολουθούσε όταν στις 12 Μαρτίου ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε πως οι ΗΠΑ αναστέλλουν όλα τα ταξίδια από τις χώρες της Ευρώπης (πλην Ηνωμένου Βασιλείου) προς την αμερικανική επικράτεια.
Σταδιακά, με μία σειρά κυβερνητικών αποφάσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος που απαγόρευσαν την λειτουργία καταλυμάτων, καθώς και αποφάσεις που αφορούσαν στην αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, αναστολή των συμβάσεων των εργαζομένων και αντιμετώπιση θεμάτων άμεσης ρευστότητας, ο τουριστικός τομέας μπήκε σε “hibernate”. Το σταδιακό άνοιγμα της χώρας, από τις 15 Ιουνίου για Αθήνα και Θεσσαλονίκη και 1η Ιουλίου για την υπόλοιπη Ελλάδα, με την αναπνοή κομμένη τόσο για λόγους υγειονομικής διαχείρισης, όσο και οικονομικούς, υποστηρίχθηκε από την επέκταση της δυνατότητας αναστολής των συμβάσεων εργασίας, την εισαγωγή του προγράμματος “συν-εργασία”, τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων με εγγυήσεις του δημοσίου, καθώς και τον μηδενισμό της προκαταβολής φόρου επιχειρήσεων. Τα υγειονομικά πρωτόκολλα που εκδόθηκαν στόχευαν τόσο στην προστασία της υγείας των εμπλεκομένων, όσο και στην εμπέδωση αίσθησης ασφάλειας που όλοι (επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, ταξιδιώτες, τοπικές κοινωνίες) χρειάζονταν.
Ήταν αρκετά τα μέτρα; Ήταν σωστά τα μέτρα; Σε γενικές γραμμές, τα οικονομικά και εργασιακά μέτρα ήταν και σωστά και –κυρίως- έγκαιρα, ποτέ όμως δεν θα μπορούσαν να είναι αρκετά για έναν τομέα με τόσο μεγάλο εύρος δραστηριότητας και τόσο μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δραστηριοτήτων και των ζητούμενων για την κάθε μία, και ο οποίος υφίσταται τόσο μεγάλη απώλεια εσόδων, αγγίζοντας σε μερικές περιπτώσεις το 100%.
Η σεζόν προχώρησε με διαφοροποιήσεις ανά την Ελλάδα, με μια γενική μείωση εσόδων 80% και γενικά καλή υγειονομική επίδοση του εισερχόμενου τουρισμού. Ήταν λίγο; Θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα; Πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να πει τεκμηριωμένα πως θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα. Ο τουρισμός, αντίθετα με την κρατούσα άποψη, είναι μία πάρα πολύ σύνθετη και πολυπαραμετρική δραστηριότητα και οι συνθήκες που βιώνουμε είναι ιστορικής δυσκολίας. Και η επίδοση μίας χώρας ή ενός προορισμού, σχετίζεται εν προκειμένω και με την υγειονομική κατάσταση των βασικών αγορών προέλευσης των τουριστών. Και ποιο θα ήταν το όριο του “πήγαμε καλά” όταν αυτό έπρεπε να ισορροπήσει με το υγειονομικό στοιχείο, που ήταν προτεραιότητα και για το κράτος φυσικά, αλλά και για τον ιδιωτικό τομέα; Ο πήχης, άλλωστε, από πολύ νωρίς μπήκε χαμηλά. Για την ακρίβεια, με την έναρξη της ιδιότυπης αυτής σεζόν, την 1η Ιουλίου, ξεκινήσαμε κυριολεκτικά από το μηδέν. Οι αρχικές προβλέψεις του ΣΕΤΕ ήταν για 20-25% των περσινών εισπράξεων, το οποίο τελικά επιβεβαιώνεται προς το χαμηλό όριο, δεδομένων των επιδημιολογικών χαρακτηριστικών που επιδεινώθηκαν νωρίτερα από την αρχική εκτίμηση των ειδικών.
Η σεζόν προχώρησε με διαφοροποιήσεις ανά την Ελλάδα, με μια γενική μείωση εσόδων 80% και γενικά καλή υγειονομική επίδοση του εισερχόμενου τουρισμού. Ήταν λίγο; Θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα; Πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να πει τεκμηριωμένα πως θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα.
Άλλοι προορισμοί δούλεψαν περισσότερο και άλλοι λιγότερο, άλλες αγορές ταξίδεψαν και άλλες όχι. Οι Έλληνες προτίμησαν προορισμούς με οδική πρόσβαση και τα γνώριμά τους μέρη καταγωγής ή με εξοχικά σπίτια. Για τις δωδεκάμηνες επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας, η αιμορραγία συνεχίζεται χωρίς να υπάρχει βάσιμη ελπίδα για στοιχειώδη οικονομική δραστηριότητα πριν από την έναρξη της επόμενης σεζόν.
Η πανδημία όμως, εκτός από τις συγκλονιστικές επιπτώσεις σε υγεία και οικονομία, συντάραξε και την κεντρική αξία της Ευρώπης για ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων. Τον Μάιο υπήρξε διχογνωμία για το κατά πόσο θα πρέπει να παραμείνουν ανοικτά τα εντός Σένγκεν σύνορα και ευτυχώς για την Ελλάδα αυτό επικράτησε, δίνοντας sτα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις σύμφωνα με τα επιδημιολογικά, αποτρέποντάς τα όμως να κάνουν διμερείς συμφωνίες.
Ως προς τα άμεσα έσοδα, ο τουρισμός φέτος θα κινηθεί στα 3,4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με 18,2 δισ. ευρώ το 2019. Και αυτό έχει επίπτωση τόσο στην εθνική οικονομία, όσο και τις τοπικές κοινωνίες. Ο πολλαπλασιαστής του τουρισμού υπολογίζεται πάνω από 2 σε εθνικό επίπεδο, ενώ σε κάποιες περιοχές είναι σημαντικά μεγαλύτερος. Ενδεικτικά στο Νότιο Αιγαίο, τα συνολικά έσοδα από τον τουρισμό, άμεσα και έμμεσα, ξεπερνούν το 90% του ΑΕΠ.
Εδώ επικεντρώνεται ένας σημαντικός προβληματισμός που διατυπώνεται συχνά στο δημόσιο διάλογο. Είναι επιθυμητό η Ελλάδα να εξαρτάται τόσο πολύ από τον τουρισμό; Ξεκάθαρα, όχι. Να μειώσουμε τη συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ; Ξεκάθαρα, ναι -αλλά αυξάνοντας το ΑΕΠ, όχι μειώνοντας τον τουρισμό. Να βοηθήσουμε δηλαδή και άλλους τομείς να αναπτυχθούν εξίσου. Ο τουρισμός στην Ελλάδα αναπτύχθηκε τόσο διότι συνέτρεξαν μία σειρά από προϋποθέσεις, κυριότερα όμως επειδή ο τουρισμός ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μας. Αυτό δεν είναι μία αυθαίρετη προσωπική άποψη, είναι η απάντηση στις έρευνες όσων έρχονται στην Eλλάδα, που αξιολογούν ως συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον ανταγωνισμό, τον άνθρωπο (“Αξιολόγηση του brand “Ελλάδα” και σύγκριση με τον ανταγωνισμό στη Ν. Ευρώπη βάσει της εμπειρίας των τουριστών”, INSETE Intelligence).
Ως προς τα άμεσα έσοδα, ο τουρισμός φέτος θα κινηθεί στα 3,4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με 18,2 δισ. ευρώ το 2019. Και αυτό έχει επίπτωση τόσο στην εθνική οικονομία, όσο και τις τοπικές κοινωνίες.
Επιπλέον, το τρίτο τρίμηνο του 2019, οι εργαζόμενοι που εξαρτώνται από τον τουρισμό (κατά WTTC) έφτασαν τους 850.000, ανάγοντας τον τουρισμό τον μεγαλύτερο εργοδότη της Ελλάδας, μεγαλύτερο από το (στενό) δημόσιο. Η στήριξη των εργαζομένων, εκτός από τις προφανείς κοινωνικές προεκτάσεις, ήταν επιβεβλημένη και για τις επιχειρήσεις, που αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικός είναι ο εργαζόμενος στον τουρισμό και επενδύουν σε αυτόν.
Το σύνολο των τουριστικών επιχειρήσεων βρέθηκε σε πίεση -και ειδικότερα όσες είχαν/έχουν υποχρεώσεις. Οι επιχειρήσεις που βρέθηκαν σε στιγμή επένδυσης (κάτι πολύ λογικό στο προ-Covid-19 περιβάλλον) ήταν εκείνες που δυσκολεύτηκαν και δυσκολεύονται περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση όμως, καμία επιχείρηση δεν είχε κάνει σενάριο με μηδέν έσοδα για μικρότερη ή μεγαλύτερη περίοδο. Ένα τέτοιο, απίστευτο σενάριο χρειάστηκε να το τρέξουν στην πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας φυσικά τα εργαλεία που έδωσε το κράτος, ταυτόχρονα όμως βάζοντας συχνά και το χέρι στην τσέπη ή αναλαμβάνοντας ρίσκο, προκειμένου να προστατέψουν τη φήμη που η κάθε επιχείρηση έχει καταφέρει να δημιουργήσει, αλλά ταυτόχρονα, πράγμα πολύ σημαντικό, για να μην υποβαθμίσουν το ίδιο το προϊόν τους. Ας θυμόμαστε πως το 80% πτώση τζίρου στο σύνολο, για κάποιες επιχειρήσεις μεταφράζεται στο απόλυτο 100%, διότι πολύ απλά ήταν κλειστές οι αγορές με τις οποίες δούλευαν.
Η αερομεταφορά δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα σε καιρό ειρήνης, με βασικό ερώτημα αν την επόμενη μέρα της εξομάλυνσης οι παίκτες θα είναι οι ίδιοι. Αυτό είναι το βασικότερο σημείο που πρέπει κάποιος να λάβει υπόψη του. Το “δίκτυο διανομής” του τουρισμού για χώρες όπως η Ελλάδα, που βασίζονται πολύ στο αεροπορικό ταξίδι, έχει σπάσει. Καθώς τα αεροπλάνα έμειναν στο έδαφος για πολύ καιρό, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι συνδέσεις δεν θα μπορέσουν να αποκατασταθούν με “το πάτημα ενός κουμπιού”. Αντίθετα, όχι μόνο η διάθεση για ταξίδι δε θα αποκατασταθεί άμεσα (ενδεικτικά, πήρε 3 χρόνια στην περίπτωση της πτώσης των πύργων στη ΝΥ), αλλά κυριότερα μία σειρά από παίκτες (αεροπορικές εταιρείες και tour operators) δε θα είναι σε θέση να επιστρέψουν άμεσα στην προηγούμενη κατάσταση. Ορισμένοι δε θα επιστρέψουν ποτέ, ενώ ταυτόχρονα θα γεννηθούν και κάποιοι νέοι. Χαρακτηριστικά, αυτό που δείχνουν τα σενάρια σήμερα, είναι πως το 2021 οι εταιρείες θα τρέξουν με capacity 60%, βάζοντας στο 50% το “ταβάνι” για την επόμενη χρονιά.
Οι επιπτώσεις στο επαγγελματικό ταξίδι, που λόγω της κατά κεφαλήν δαπάνης του και της διάχυσης του εισοδήματος είναι πολύ σημαντικό για τους προορισμούς, δείχνουν να έχουν και μόνιμα χαρακτηριστικά. Οι εταιρείες που ενσωματώνουν στην πολιτική τους την εξ αποστάσεως εκπαίδευση/κατάρτιση και συνεργασία δύσκολα θα την καταργήσουν εντελώς στο μέλλον, αν και η αναμφισβήτητη αξία της προσωπικής επαφής θα επαναφέρει ένα μέρος του ταξιδιού. Οι εταιρείες οργάνωσης συνεδρίων, συναντήσεων κλπ. άμεσα προσαρμόστηκαν και λάνσαραν virtual λύσεις, οι οποίες θα είναι παρούσες συμπληρωματικά και όταν επιστρέψει η “φυσική” συνάντηση. Είναι βέβαιο όμως, πως οι προορισμοί χάνουν έσοδα από αυτόν τον μετασχηματισμό.
Προφανώς, το εμβόλιο και η όποια “ανοσία της αγέλης” είναι κομβικά σημεία που θα μπορούμε να ελπίζουμε στην αλλαγή της διάθεσης για ταξίδι, που αποτελεί κύρια προϋπόθεση για τη συνέχεια. Ταυτόχρονα, πολύ σημαντική κρίνεται η ελεύθερη διακίνηση των ανθρώπων, έστω με συγκεκριμένα μέτρα (π.χ. μάσκα, τεστ). Το άνοιγμα και το κλείσιμο αγορών ή η επιβολή καραντίνας δεν επιτρέπουν την αποκατάσταση της ψυχολογίας. Η ζήτηση από το σημείο εκείνο και έπειτα, με την υποσημείωση πάντα των “σπασμένων” δικτύων της αερομεταφοράς, θα έχει περισσότερο “v shape” από “u shape”, δηλαδή θα είναι απότομη. Το ταξίδι είναι ενσωματωμένο στην κουλτούρα του δυτικού κόσμου (όπου βρίσκονται και οι βασικές μας αγορές) και θα επιστρέψουμε σ’ αυτό όταν νιώσουμε την ασφάλεια να το κάνουμε.
Επιπλέον, όμως, πέρα από αυτά τα πολύ δύσκολα, αρνητικά φαινόμενα, αυτό το χρονικό διάστημα συνέβησαν ή αναδείχθηκαν και κάποια θετικά:
Πρώτον και σπουδαιότερο, ενισχύθηκε το brand της χώρας από την καλή διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας. Η θετική δημοσιότητα που έλαβε η χώρα δημιούργησε ένα νέο άυλο κεφάλαιο, που θα ωφελήσει τουρισμό, επενδύσεις και διεθνείς σχέσεις στο μέλλον. Σε συνέχεια αυτής της επίδοσης, η χώρα επέλεξε να επικοινωνήσει με ένα διαφημιστικό σποτ που έχτιζε πάνω σε αυτή την επιτυχία και θα έδειχνε την απαραίτητη ενσυναίσθηση και τον σεβασμό στους 450.000 νεκρούς παγκοσμίως όταν βγήκε στον αέρα (σήμερα είναι πάνω από 1,2 εκατ.). Εκ των υστέρων η στρατηγική επιβεβαιώθηκε, όχι μόνο γιατί η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν εκείνη που είχε υποτεθεί στον σχεδιασμό (αγορές να ανοίγουν και να κλείνουν, υγειονομικά μέτρα να αναθεωρούνται στη χώρα προς το αυστηρότερο και οι αφίξεις να επιβεβαιώνονται στο 20% του 2019, που ήταν η πρόβλεψη), αλλά και γιατί και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά που είναι μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στην επικοινωνία του τουρισμού, είχαν ακριβώς την ίδια στάση. Άλλωστε η χώρα μας, ως μεγάλο τουριστικό brand (η 13η ισχυρότερη χώρα του κόσμου ανεξαρτήτως μεγέθους/πληθυσμού, UNWTO και 5ο ισχυρότερο τουριστικό brand στον κόσμο), πρέπει να επικοινωνεί ως τέτοιο.
Στην ίδια κατεύθυνση της ενίσχυσης του brand της χώρας λειτούργησε και η γενικά καλή προσαρμογή των ξενοδοχείων στα υγειονομικά πρωτόκολλα, που σε μερικές περιπτώσεις ήταν αυστηρότερη από αυτά που προέβλεπε η νομοθεσία. Σειρά σχολίων επισκεπτών και δημοσιογράφων στο ίντερνετ το επιβεβαιώνουν. Αυτό ισχύει παρά τις εξαιρέσεις που πήραν δημοσιότητα, κυρίως σε επίπεδο προορισμών. Όμως, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η πλειονότητα των τουριστικών επιχειρηματιών αναγνώριζε πλήρως τη σημασία της προστασίας της φήμης των επιχειρήσεων και των προορισμών, έναντι του πρόσκαιρου κέρδους.
Είναι κοινώς παραδεκτό πως, γενικά, δεδομένων των συνθηκών, πήγαμε καλά σε σχέση με τον ανταγωνισμό στον τρόπο που αντιμετωπίσαμε τα θέματα.
Δεύτερον και πολύ σημαντικό, νομοτελειακά λύθηκε, έστω προσωρινά, το δυσκολότερο πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας προορισμός, αυτό του υπερτουρισμού. Η διαχείριση των προορισμών είναι η αχίλλειος πτέρνα του τουρισμού γενικά, αλλά και ειδικά για την Ελλάδα μπαίναμε στο 2020 με αυτό ως φλέγον ζήτημα. Η φετινή εξέλιξη μας δίνει χρόνο να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα για το τουριστικό προϊόν και τους προορισμούς, που θα ήταν πολύ πιο επώδυνα με τεράστιες ροές τουριστών. Είναι μεγάλο στοίχημα για τους εμπλεκόμενους, και κυρίως την τοπική αυτοδιοίκηση, να εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως πρέπει να εφησυχάζουμε. Το ταξίδι έχει πάψει να είναι προνόμιο λίγων, έχει γίνει προσιτό για όλους, οι μεγάλες τουριστικές ροές θα επιστρέψουν.
Τρίτον, όπως συνέβη και στη δημόσια διοίκηση, και στις επιχειρήσεις (όλων των μεγεθών) υπήρξε μία καλή ανταπόκριση στην απότομη ψηφιοποίηση που απαιτήθηκε εκ των συνθηκών. Αυτή είναι μια καλή βάση ώστε να επενδύσουμε χρήματα και προσπάθεια στον ψηφιακό μετασχηματισμό που αποτελεί ευκαιρία και ανάγκη του τουρισμού, τόσο σε επίπεδο επιχειρήσεων, όσο και προορισμών.
Τέταρτον, μία θετική εξέλιξη για τον παγκόσμιο τουρισμό είναι πως, κόντρα σε όσα νομίζαμε στην αρχή της κρίσης, τελικώς η έννοια της βιωσιμότητας βγαίνει ενισχυμένη. Ο διεθνής ταξιδιώτης ενδιαφέρεται πολύ για όλες αυτές τις παραμέτρους βιώσιμης σχέσης του τουρισμού με το περιβάλλον και την τοπική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα δείχνει να αλλάζει τον τρόπο που ταξιδεύει. Έχουμε μια ευκαιρία να χτίσουμε αυτό το καλύτερο προϊόν, με αυθεντικότητα, μέτρο, αισθητική, που θα είναι προς όφελος τόσο των τουριστικών επιχειρήσεων, όσο και των τοπικών κοινωνιών. Ειδικότερα, για όλη αυτή τη μεταβατική φάση και μέχρι να εξομαλυνθεί η διεθνής ζήτηση για ταξίδι, αλλά εκμεταλλευόμενοι την έτσι κι αλλιώς υπαρκτή μεγάλη τάση στον τουρισμό, οι δραστηριότητες στην ύπαιθρο είναι ένα πολύ ενδιαφέρον προϊόν για την Ελλάδα.
Εδώ και χρόνια λέμε πως ο τουρισμός δεν έχει γυάλινα πόδια. Ήρθε η ώρα να το αποδείξουμε ως τομέας, παρά το ότι έχει μεσολαβήσει μία χρονιά χωρίς προηγούμενο. Και η ευθύνη βαραίνει όλους μας, ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση, γιατί η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του τουρισμού είναι η συνεργασία. Και αυτή δεν είναι μία θεωρητική ρομαντική τοποθέτηση. Ο τουρισμός, ως εμπειρία, είναι το σύνολο αυτού που κάποιος ζει στη χώρα, από την ώρα που θα ξεκινήσει να ψάχνει για τις διακοπές του, έως ότου να επιστρέψει στη χώρα προέλευσής του. Σε αυτό εμπλέκονται τόσο πολλοί διαφορετικοί πάροχοι υπηρεσιών, που είναι αδύνατο να υπάρξει καλή εμπειρία για τον ταξιδιώτη, με ταυτόχρονα οφέλη για τις επιχειρήσεις και τις τοπικές κοινωνίες, αν δεν υπάρχει στενή και ουσιαστική συνεργασία μεταξύ τους. Αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία του τουρισμού και, ταυτόχρονα, αυτή είναι η μεγάλη του γοητεία. Σε αυτή τη διαδικασία, όσοι έχουν δημόσιο λόγο, έχουν αυξημένη ευθύνη.
Εδώ και χρόνια λέμε πως ο τουρισμός δεν έχει γυάλινα πόδια. Ήρθε η ώρα να το αποδείξουμε ως τομέας, παρά το ότι έχει μεσολαβήσει μία χρονιά χωρίς προηγούμενο. Και η ευθύνη βαραίνει όλους μας, ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση.
Κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης αυτού του νέου τουριστικού προϊόντος, ας θυμόμαστε 6 διεθνείς τάσεις για το ταξίδι, που εν πολλοίς, συμπεριλαμβάνουν όλα όσα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας: “πράσινα” ταξίδια, αυθεντικότητα προϊόντος – επαφή με τους ντόπιους, έμφαση στην εμπειρία, ψηφιοποίηση και νέες τεχνολογίες, συνεργασίες και συμμετοχικότητα.
Ο τουρισμός (ή με τον πιο σύγχρονο όρο, η οικονομία των επισκεπτών) μπορεί να είναι σύνθετος, αλλά ταυτόχρονα ξεκινά από το εξής βασικό: Η Ελλάδα είναι μία πολύ ωραία χώρα για να ζει κανείς. Αλλά είναι και μια πολύ ωραία χώρα για να κάνει διακοπές, να περνάει μεγαλύτερα διαστήματα αν οι υποχρεώσεις το επιτρέπουν, να δουλεύει εξ αποστάσεως (και ενόψει 5G) ή και να σπουδάζει. Οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Το ζήτημα είναι να τις κάνουμε πραγματικότητα. Αλλιώς, ως χώρα, πρέπει να βρούμε κάτι άλλο να στηρίξει τα πολλά έξοδά μας.
Ιωάννα Δρέττα, CEO της Marketing Greece της μη-κερδοσκοπικής εταιρείας του ΣΕΤΕ για την προβολή της Ελλάδας
Πηγή: www.dianeosis.org