Η ανοδική κίνηση του χρηματιστηρίου δεν αποτελεί άλλοθι απόκρυψης προβλημάτων … Του Ηρακλή Ρούπα

261

Του Ηρακλή Ρούπα

Παρακολουθούμε την χρηματιστηριακή έξαρση του Νοεμβρίου. Μία εξέλιξη που ξεκίνησε ως αναφορά το ΧΑΑ από τις μηχανές «προγραμματισμένων συναλλαγών» ορισμένων διεθνών επενδυτικών οίκων.

Ποιοι συμμετείχαν όμως εκτός από τις μηχανές; Δυστυχώς μόνο λίγοι επαγγελματίες του μικρού αριθμού πλέον χρηματιστηριακών εταιριών, ΑΕΠΕΥ και ΑΕΕΔ καθώς και οι διαχειριστές των αμοιβαίων κεφαλαίων. Οι περισσότεροι ξένοι.  Λίγοι παίκτες και ακόμα λιγότεροι επενδυτές. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν πολλοί νέοι πραγματικοί εγχώριοι επενδυτές. Λίγοι νέοι, αλλά κυρίως όσοι έχουν παραμείνει πιστοί και ανεκτικοί της προβληματικής πορείας από το 1999.

Κατά πολλούς αναμενόμενη η αναπήδηση του «ελατηρίου». Δεν ήταν δυνατόν οι ξένες αγορές να πετυχαίνουν το ένα «ψηλό» μετά το άλλο και το ΧΑΑ να παραπαίει. Ειδικά μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Δεν ήταν δυνατόν η στρεβλότητα της αναζήτησης διεθνών επενδυτικών διεξόδων να έχει διαμορφώσει τα επιτόκια των ομολόγων σε επίπεδα ανεξήγητα χαμηλά και να μην υπάρξει διάχυση επενδυτικού ενδιαφέροντος προς το χρηματιστήριο. Η έλευση του εμβολίου απλά έδωσε το έναυσμα για την εκκίνηση μία ανοδικής πορείας που ίσως μας πάει μέχρι το τέλος του 2021.

Η τεράστια ρευστότητα που θα διοχετευθεί στις οικονομίες της Ευρώπης είναι «υποχρεωμένη» να αναζητήσει διεξόδους κάθε μορφής. Αρκεί να υπάρξει ένα αφήγημα που να υποστηρίξει την εκάστοτε επενδυτική επιλογή. Καθίσταται εμφανές πως η Ελλάδα αναδεικνύει ένα τέτοιο αφήγημα, καθώς η οικονομία σε όποια κατάσταση και να βρίσκεται θα επανεκκινήσει. Το ζητούμενο όμως σε αυτή την περίπτωση είναι η διοχέτευση της ρευστότητας σε μία νέα παραγωγική οικονομία με στόχο να αποφευχθούν οι μακροπρόθεσμες στρεβλότητες και η τυχοδιωκτική κερδοσκοπία του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Δυστυχώς, η σημερινή δομή και φιλοσοφία λειτουργίας του χρηματιστηρίου δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τον ουσιαστικό ρόλο που αυτό μπορεί άμεσα να διαδραματίσει.

Tο τελευταίο κύμα ανόδου του χρηματιστηρίου ξεκίνησε από τα προγράμματα υπολογιστών των διεθνών επενδυτικών οίκων. Οι «μηχανές» διαπραγμάτευσης – όχι κάποια άλλα δεδομένα – ξύπνησαν το χρηματιστήριο και οι λίγοι επενδυτές έτρεξαν και θα τρέξουν να μην χάσουν την ευκαιρία αγοράς ή «απεγκλωβισμού».  Κερδισμένοι οι ξένοι θεσμικοί, οι ιδιοκτήτες των εισηγμένων και οι τράπεζες που έχουν δανείσει με ενέχυρο τις μετοχές εισηγμένων.

Είναι αλήθεια πως κάτι αλλάζει ως προς την ψυχολογία. Άλλαξε όμως κάτι ουσιαστικά, ή η ανοδική κίνηση αυτή επί της ουσίας «σπρώχνει» τα προβλήματα κάτω από το χαλί; Μα ποια προβλήματα θα αναρωτηθούν αναγνώστες που παρατηρούν μία κίνηση ρεκόρ του δείκτη; Ερώτημα που παραμένει διαχρονικά αλλά δεν έχει απαντηθεί εδώ και πολλά χρόνια καθώς τόσο η κρίση χρέους, όσο και η πανδημία προσφέρουν ένα εξαιρετικό άλλοθι σε όσους επιθυμούν ή ίσως «βολεύονται» από ένα μικρό και ρηχό χρηματιστήριο.

Προβλήματα που έπρεπε να είχαν εντοπισθεί από την επιτροπή Πισσαρίδη ή το οικονομικό επιτελείο του Πρωθυπουργού καθώς η προώθηση των σωστών θεσμικών αλλαγών στο περιβάλλον της Κεφαλαιαγοράς που συζυτούνται κινδυνεύουν να χαρακτηρισθούν ως ασκήσεις επί χάρτου. Είναι ανάγκη να γίνει αντιληπτό πως η ένδεια ουσιαστικού ενδιαφέροντος για την ανάδειξη ή χρήση του χρηματιστηρίου ως αναπτυξιακού και χρηματοδοτικού εργαλείου δεν προέρχεται από την μέχρι σήμερα θεσμική ρηχότητα ή ανυπαρξία κινήτρων που έχουν επεξεργασθεί οι φορείς και συζητείται η θέσπισή τους.

Προφανώς ένα μη ελκυστικό για τις επιχειρήσεις χρηματιστήριο χωρίς κίνητρα και με υψηλά κόστη εισαγωγής δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Ειδικά ως προς τις επισημάνσεις της επιτροπής Πισσαρίδη. Απλά φαίνεται μετά από πολλά χρόνια να επικρατεί το αυτονόητο ως προς την λειτουργία του. Αυτό που έλειπε παντελώς τα τελευταία χρόνια. Το ζητούμενο όμως είναι η αδυναμία ανάδειξης μίας αναπτυξιακής φιλοσοφίας από την εδώ και χρόνια διοίκηση του Χρηματιστηρίου. Νόμοι και κίνητρα θα υπάρξουν. Για ποιους όμως;

Για τα ξένα κεφάλαια που επενδύουν – όπως η περίπτωση της CVC– με στόχο την δημιουργία υπεραξίας και όχι την ενίσχυση των θέσεων εργασίας; Τέτοιου είδους κεφάλαια αποκτούν ομίλους εταιριών, τους αναδιοργανώνουν και μετά αναζητούν αγοραστές. Μπορεί ως διεργασία των κεφαλαιαγορών αυτό να μην είναι κατακριτέο. Όμως, σε σχέση με το ΧΑΑ δεν προσφέρει στην συνολική ανάταξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς.

Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για τις οποίες προβλέπονται φορολογικές ελαφρύνσεις ως κίνητρο για την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο; Μα και να εισαχθούν ποια η επενδυτική βάση που θα απορροφήσει τις νέες μετοχές; Τα “listed funds” ίσως αποτελέσουν μία διέξοδο για την συμμετοχή ξένων επενδυτών. Το πρόβλημα όμως θα παραμείνει πως σε μία ρηχή αγορά κανένας επιχειρηματίας μικρός ή μεσαίος δεν θα θελήσει να καταστήσει τις μετοχές του «ενέχυρο» κερδοσκοπικών κινήσεων.

Προσπάθεια ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου του περιβάλλοντος της Κεφαλαιαγοράς γίνονται. Αν η κυβέρνηση σταθεί μόνον σε αυτά και εφησυχάσει εξαιτίας των βελτιωτικών κινήσεων  κινδυνεύει να «διυλίζει τον κώνωπα καταπίνοντας την κάμηλο». Αν δε παρασυρθεί από το ανοδικό momentum της αγοράς χωρίς να προχωρήσει σε ουσιαστικές τομές διοίκησης και φιλοσοφίας, θα είναι σαν να σπρώχνει τα προβλήματα κάτω από το χαλί.

Πηγή: mononews.gr