Η επόμενη ημέρα της Ελληνικής Οικονομία

248

Η άλλη όψη του Ιανού:
Η οικονομική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ο αναπτυξιακός της ρόλος

Γεώργιος Μέργος
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

1. Εισαγωγή

Ο Ιανός, ο αρχαίος θεός των Ρωμαίων με τις δύο όψεις, ο θεός της έναρξης και της μετάβασης, συμβολίζει τη μετάβαση από το παρελθόν στο μέλλον. Κατά τον ίδιο τρόπο, η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί για μια κοινότητα, για μια κοινωνία, τη σύνδεση και τη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον.

Αναμφίβολα, κάθε στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει ιστορική, αρχαιολογική, εθνολογική, αισθητική, καλλιτεχνική και επιστημονική αξία. Μας συνδέει με το παρελθόν, προσδιορίζει την ταυτότητά μας και αναδεικνύει τις ικανότητες της κοινότητας. Αυτή είναι η πρώτη και κύρια όψη της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Όμως, ταυτόχρονα, η πολιτιστική κληρονομιά έχει και μια δεύτερη όψη, οικονομική και αναπτυξιακή. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η πολιτιστική κληρονομιά μιας κοινότητας ή μιας κοινωνίας συνδέεται με τη δυνατότητα να συμβάλλει στην οικοδόμηση ευημερίας για το κοινωνικό σύνολο στο παρόν και στο μέλλον, δυνατότητα που εξαρτάται από την ικανότητα να γίνει αντιληπτή και κατανοητή η οικονομική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ο αναπτυξιακός της ρόλος.

Η πολιτιστική κληρονομιά (cultural heritage), ή άλλως “εθνική κληρονομιά” ή απλώς “κληρονομιά”, είναι όλα τα πολιτιστικά αντικείμενα και μνημεία, καθώς και τα άυλα πολιτιστικά χαρακτηριστικά ενός έθνους ή μιας κοινωνίας τα οποία έχει κληρονομήσει από προηγούμενες γενιές, τα οποία υπάρχουν στο παρόν και τα οποία οφείλει να διατηρήσει στο μέλλον προς όφελος των μελλοντικών γενεών. Η υλική ή ενσώματη πολιτιστική κληρονομιά (built cultural heritage) περιλαμβάνει κτίρια, ιστορικούς τόπους, μνημεία, έργα τέχνης κ.λπ. που θεωρούνται άξια διατήρησης για το μέλλον. Σε αυτά περιλαμβάνονται αντικείμενα
σημαντικά για την αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική, την επιστήμη ή την τεχνολογία ενός συγκεκριμένου πολιτισμού.

Αναμφίβολα, κάθε στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει ιστορική, αρχαιολογική, εθνολογική, αισθητική, καλλιτεχνική και επιστημονική αξία. Η Σύμβαση της UNESCO του 1972 σχετικά με την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς προωθεί την καταγραφή, προστασία και συντήρηση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς που θεωρείται σημαντικής αξίας για την ανθρωπότητα ως απάντηση στις αυξανόμενες απειλές σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία της φύσης από τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

1 Επομένως, υπάρχει μια σειρά από κριτήρια με τα οποία ορίζεται από την UNESCO η αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς για την ανθρωπότητα. Για να συμπεριληφθεί στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς, ένα πολιτιστικό μνημείο ή μια περιοχή υψηλού φυσικού κάλλους πρέπει να έχει εξαιρετική παγκόσμια αξία και να πληροί τουλάχιστον ένα από δέκα κριτήρια επιλογής. Τα κριτήρια αυτά εξηγούνται στις κατευθυντήριες γραμμές για την
εφαρμογή της σύμβασης και αποτελούν το κύριο εργαλείο εργασίας της UNESCO.

Τα κριτήρια αναθεωρούνται τακτικά από επιτροπή για να ανταποκρίνονται στην εξέλιξη της ίδιας της ιδέας της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Αργότερα, το 2005, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση-Πλαίσιο για την Αξία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Κοινωνία (Σύμβαση του Φάρο 2005) θεωρεί ότι η πολιτιστική κληρονομιά μεταβάλλεται και επαναπροσδιορίζεται συνεχώς από την ανθρώπινη δραστηριότητα και δεν μένει στάσιμη.2 Αυτή είναι μια ρηξικέλευθη προσέγγιση, που θεωρεί ως αφετηρία της αξίας ενός στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς όχι το ίδιο το αντικείμενο που πρόκειται να προστατευθεί, αλλά τους ανθρώπους που ωφελούνται από αυτό, δηλαδή όλους τους πολίτες είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό αποτελεί μια τεράστια μετακίνηση στον
τρόπο που προσεγγίζεται η αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς, με αφετηρία πλέον όχι το παρελθόν, αλλά το παρόν και το μέλλον.

Συγκεκριμένα, στη σύγχρονη προσέγγιση για την αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς παρατηρείται μια μετακίνηση σε τρεις κατευθύνσεις: α) από τα μνημεία προς τους ανθρώπους (from monuments to people), β) από τα αντικείμενα προς τις λειτουργίες (from objects to functions) και γ) από τη συντήρηση των μνημείων προς τη διατηρήσιμη χρήση (from preservation to sustainable use). Η κληρονομιά δεν είναι πλέον στενά ένα σύνολο από αντικείμενα, με μόνο σκοπό τη συντήρησή τους για ιστορικούς, ηθικούς και αρχαιολογικούς λόγους, αλλά ευρύτερα ένα αναπόσπαστο λειτουργικό τμήμα της κοινωνίας και της οικονομίας ενός τόπου, που συμπεριλαμβάνει πολιτικά πρότυπα, οικονομική ευημερία, κοινωνική συνοχή και πολιτισμική διαφορετικότητα.3 Όμως, στην Ελλάδα, η οικονομική σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ο ρόλος της στην ανάπτυξη της οικονομίας έχουν επισημανθεί αρκετά νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1990. Στο ετήσιο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικών Επιστημών τον Οκτώβριο του 1994 με γενικό θέμα “Πηγές δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας” ο Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δρακάτος κατέθεσε την πρόταση “Η πολιτιστική κληρονομιά ως αυτοτελής αναπτυξιακός
παράγων της ελληνικής οικονομίας”. Στη συνέχεια, σε συνέδριο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (1997), είχε ανακοίνωση με θέμα “Στρατηγική και πολιτική αναπτύξεως στον τομέα του πολιτισμού”.4

Με αφετηρία την παραδοχή ότι ο τομέας του πολιτισμού έχει οικονομική σημασία και αναπτυξιακό ρόλο, το επόμενο ερώτημα είναι μεθοδολογικό: πώς μπορεί να μετρηθεί η οικονομική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς και πώς μπορεί να αξιολογηθεί ο αναπτυξιακός της ρόλος; Μεθοδολογικά, τα οικονομικά της ευημερίας (Welfare Economics) αποτελούν πλέον την γενικά αποδεκτή μεθοδολογία για την αξιολόγηση της ευημερίας του ατόμου ή του κοινωνικού συνόλου και ταυτόχρονα το θεωρητικό πλαίσιο αξιολόγησης της οικονομικής αξίας και της κοινωνικής ωφέλειας εναλλακτικών μέτρων δημόσιας πολιτικής.5 Εύλογα επομένως γεννάται το ερώτημα: έχει ένα στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς οικονομική αξία και αναπτυξιακό ρόλο για το κοινωνικό σύνολο; Αν όχι, πώς μπορούμε να απαντήσουμε στα αμείλικτα οικονομικά ερωτήματα για κατανομή δαπανών, επενδύσεων, προτεραιοτήτων και μέτρων πολιτικής που ανακύπτουν από τους περιορισμένους προϋπολογισμούς και ανθρώπινους πόρους (επιστημονικούς και άλλους) σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο για τη διάσωση, προστασία, αποκατάσταση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς;6
Αν ναι, πώς μετράμε την οικονομική του αξία και πώς χρησιμοποιούμε το αποτέλεσμα της μέτρησης στην ενίσχυση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και του εισοδήματος; Οι σαφείς και μετρήσιμες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι προϋπόθεση για ορθολογική επιλογή των μέτρων δημόσιας πολιτικής.7
Το παρόν άρθρο επιδιώκει μια σύντομη συζήτηση σχετικά με τα ερωτήματα αυτά. Αφετηρία είναι η σύγχρονη προσέγγιση στην αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως προκύπτει από τη Σύμβαση του Φάρο, δηλαδή η οικονομική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς, που αποτελεί την άλλη όψη του Ιανού, με κριτήριο την ωφέλεια που προκύπτει για τον πολίτη από την προστασία, συντήρηση αποκατάσταση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και τη δημιουργία χρηματικών πόρων για την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη της
κληρονομιάς. Εξετάζει δηλαδή μόνο την οικονομική και αναπτυξιακή αξία, χωρίς να αγνοεί τη μεγάλη σημασία των υπόλοιπων διαστάσεων της αξίας. Το άρθρο αυτό βασίζεται στις εργασίες ενός διεθνούς συνεδρίου με τίτλο “Η πολιτιστική κληρονομιά ως οικονομική αξία: οικονομικά οφέλη, κοινωνικές ευκαιρίες και προκλήσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς για βιώσιμη ανάπτυξη”.8

2. Η πρόκληση: ισορροπία μεταξύ προστασίας και χρήσης

Η έννοια της οικονομικής αξίας της πολιτιστικής κληρονομιάς γεννά έντονες αντιπαραθέσεις. Ακόμη και η απλή αναφορά στην οικονομική αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς αντιμετωπίζεται από ορισμένους με σκεπτικισμό ή και απόλυτη άρνηση, για λόγους ηθικούς, αρχαιολογικούς, αλλά και ιστορικούς. Θεωρούν βεβήλωση ακόμη και τη σκέψη ότι ένα στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει οικονομική αξία ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί οικονομικά. Ένα μνημείο, θεωρούν, μπορούμε να το προσεγγίσουμε μόνο καλλιτεχνικά και ιστορικά, είναι ανεκτίμητης αξίας και δεν μπορούμε να το δούμε οικονομικά, ούτε
μπορούμε να του αποδώσουμε οικονομική αξία.

Ο αντίλογος είναι ότι, όταν ένα μνημείο προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ένα υψηλό κόστος ταξιδιού αλλά συχνά και υψηλό κόστος διαμονής για να το επισκεφθούν, δημιουργώντας ταυτόχρονα αντίστοιχες οικονομικές ροές, απασχόληση, εισόδημα και οικονομική ανάπτυξη, η οικονομική και κοινωνική αξία του μνημείου είναι αυταπόδεικτη. Αντίθετα, ένα μνημείο ή πολιτιστικός χώρος που δεν προσελκύει επισκέπτες, για οποιοδήποτε λόγο, έχει αναμφίβολα οικονομική και κοινωνική αξία μάλλον χαμηλή. Με αυτή τη βάση, δεν έχουν όλα τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς την ίδια αξία, ούτε είναι όλα τα μνημεία ανεκτίμητης αξίας. Το πλήθος και η
προέλευση των επισκεπτών προσδιορίζει το μέγεθος της συνολικής κοινωνικής ωφέλειας που προκύπτει από ένα στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς.9
Η κρατούσα στο παρελθόν προσέγγιση θεωρούσε τη χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως απειλή, που τελικά οδηγεί στην εμπορευματοποίηση, την απαξίωση και την καταστροφή. Όμως, η σύγχρονη προσέγγιση θεωρεί ότι η μεγαλύτερη επιτυχία στη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι η επιτυχής ένταξή της στην κοινωνική και οικονομική ζωή και επομένως η συμβολή της στη δημιουργία εισοδήματος το οποίο θα μπορεί να χρηματοδοτήσει τη συντήρησή της.

Κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε όλο το κείμενο.

1 UNESCO (1972), Convention Concerning the Protection of the World Cultural and Natural Heritage, 16.11.1972, Paris.

2 Council of Europe (2005), Framework Convention on the Value of Cultural Heritage for Society, Treaty No. 199, Faro, Portugal.
3 Lοulanski, T. (2006), “Revising the Concept for Cultural Heritage: The Argument for a Functional Approach”, International Journal of Cultural Property, 13(2), 207-233.

4 Βλ. Δρακάτος, Κ. (1999), “Δυνατότητες χρησιμοποιήσεως της πολιτιστικής κληρονομιάς για την αναδιάρθρωση της οικονομίας”, Ανακοίνωση στην Ακαδημία Αθηνών, Έκτακτη Συνεδρία της 2ας Μαρτίου 1999. Βλ. επίσης Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) (1992), “Πολιτιστική Ανάπτυξη”, Εκθέσεις για το Πρόγραμμα 1988-1992, αρ. 26, Αθήνα.

5 Για μια πρωτοποριακή μελέτη που θεμελίωσε τα οικονομικά του πολιτισμού με την εφαρμογή των Οικονομικών της Ευημερίας στον πολιτισμό, βλ. Baumol, W.J. and W.G. Bowen (1966), Performing Arts: The Economic Dilemma. A Study of Problems Common to Theater, Opera, Music and Dance, New York: The Twentieth Century Fund. Μια σύγχρονη και συνολική παρουσίαση για τα οικονομικά του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς βλ. στο Rizzo, I. and A. Mignosa (eds.)
(2013), Handbook on the economics of cultural heritage, Edward Elgar Publishing.

6 Η Υπουργός Πολιτισμού κα Λίνα Μενδώνη σε συνέντευξή της (Καθημερινή, 15.9.2019) τονίζει τη σχέση πολιτισμού και οικονομίας και αναφέρει επί λέξει: “μπορούν να βρεθούν χρήματα από τον πολιτισμό, για τον πολιτισμό”, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την ανάγκη για ενίσχυση των δράσεων δημιουργίας εσόδων. Σε πρόσφατη μελέτη για το Υπουργείο Πολιτισμού αναφέρεται ότι τα έσοδα από τα εισιτήρια στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία στην Ελλάδα είναι περίπου 80% του συνόλου των εσόδων, ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι μόλις 15% περίπου.

7 Το βιβλίο Δελλής, Γ. (2018), Δήμος και Αγορά – Το Δημόσιο Δίκαιο «Αλλιώς», με το Βλέμμα της Οικονομικής Ανάλυσης, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα, παρουσιάζει τη θεωρητική θεμελίωση της αλληλεξάρτησης του δημόσιου δικαίου (επομένως και της δημόσιας πολιτικής) και των οικονομικών.
Βλ. επίσης, για μια περιεκτική παρουσίαση των επιλογών δημόσιας πολιτικής στο πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς, Rizzo, I. and D. Throsby (2006), “Cultural heritage: economic analysis and public policy”, in Victor Ginsburgh and David Throsby (eds), Handbook of the Economics of Art and Culture, Amsterdam: Elsevier/North-Holland, 983-1016.

8 Το συνέδριο διοργανώθηκε το Μάιο του 2016 στην Αθήνα, στο πλαίσιο του InHeriT, τριετούς προγράμματος ERASMUS+, του νέου προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη νεολαία και τον αθλητισμό, 2014-2020, από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών (βλ. Mergos, G. and N. Patsavos (eds) (2017), Cultural Heritage and Sustainable Development: Economic Benefits, Social Opportunities and Public Policy Challenges, Technical University of Crete, Chania.

9 Στην έκθεση Museums as Economic Engines: A National Report – An Economic Impact Study for the American Alliance of Museums (Δεκέμβριος 2017) από την Oxford Economics αναφέρεται ότι τα μουσεία στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν 372.000 εργαζομένους και 3 εκατ. εθελοντές και δίνουν τη δυνατότητα σε 850 εκατ. επισκέπτες να μάθουν για την πολιτιστική κληρονομιά, να ερμηνεύσουν το παρελθόν και να εξερευνήσουν το μέλλον (σελ. 21). Στην έκθεση αυτή είναι σαφής η αποδοχή της θέσης ότι ο αριθμός των επισκεπτών ή χρηστών ενός πολιτιστικού στοιχείου αποτελεί το κύριο στοιχείο προσδιορισμού της ωφέλειας για την κοινωνία.