Σε αναζήτηση πραγματικών “τραπεζιτών” και εθνικών “bad banks”… Του Ηρακλή Ρούπα

233

Του Ηρακλή Ρούπα*

 

Για άλλη μία χρονιά το τέλος της βρίσκει τους επικεφαλής του εγχώριου τραπεζικού συστήματος να δηλώνουν πως στόχος τους για το 2021 είναι η “στήριξη” των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η αξιοποίηση των 13 δισ. του Ταμείου Ανάπτυξης και η “απαλλαγή” από τα κόκκινα δάνεια. Αναζητούνται projects. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά των τραπεζιτών. Όμως δεν γίνεται καμία αναφορά σε πλάνο ουσιαστικής στήριξης καινοτόμου ανάπτυξης ή στήριξης των μικρομεσαίων που διαμαρτύρονται –μάλλον σωστά– πως είναι αποκλεισμένοι από το τραπεζικό σύστημα.

Δυστυχώς εν μέσω πανδημίας –δέκα χρόνια από την έναρξη της κρίσης των μνημονίων– οι τράπεζες εξακολουθούν να επιλέγουν την εύκολο διέξοδο. Άλλωστε, έχουν εκλείψει οι “τραπεζίτες” και έχουν επικρατήσει τα “στελέχη” που δρουν στη βάση προσχεδιασμένων εγκριτικών προγραμμάτων, χωρίς ουσιαστική ανάληψη ρίσκου και με μικρή αίσθηση των προβλημάτων της πραγματικής μικροοικονομίας. Η εποχή που ο διευθυντής υποκαταστήματος κάθε τράπεζας –δρώντας ως τραπεζίτης– γνώριζε ακόμα και πώς διασκέδαζε ο επιχειρηματίας που χρηματοδοτούσε, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Οι δανειοδοτήσεις των μικρών και μικρομεσαίων μέσω προγραμμάτων μοριοδοτήσεων αφαιρεί πλέον τη χρηματοδοτική διαδικασία να αξιολογήσει με κριτήρια ουσιαστικά, που όμως δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθούν σε μία προγραμματική διαδικασία. Εμφανίζεται κατά συνέπεια ως ο εύκολος – αλλά αντιαναπτυξιακός– δρόμος της εύκολης χρηματοδότησης. Αιτία που οδηγεί ακόμα και σήμερα κυβερνητικούς παράγοντες να νουθετούν τις διοικήσεις των τραπεζών να συμπεριφερθούν σαν τράπεζες.

Τα κόκκινα δάνεια όμως παραμένουν, ενώ νέα θα δημιουργηθούν εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας. Κατά συνέπεια, η παρατεινόμενη κρίση του τραπεζικού συστήματος αναδείχθηκε εκ νέου σε  συνολικό ευρωπαϊκό φαινόμενο.  Μέσα από την κρίση αυτή παρατηρείται μία σταδιακή αναδιάταξη του επιχειρηματικού χάρτη, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφονται “συμπεριφορές” καθολικής συγκέντρωσης. Το παρατηρητήριο Ευρωκρίσης παρουσιάζει αυξανόμενες ανισορροπίες παρά το γεγονός ότι γίνονται κάποιες προσπάθειες συντονισμού των ελεγκτικών διαδικασιών λειτουργίας των τραπεζών.

Παραλληλίζοντας κατά συνέπεια τα δεδομένα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με τις εξελίξεις στις χώρες της Ευρώπης, αναδεικνύεται μία μέχρι πρότινος “κρυφή” παράμετρος. Μόνον σήμερα αρχίζει να αποκαλύπτει το μέγεθος ενός συνολικά κυοφορούμενου προβλήματος. Με δεδομένη την ανάγκη μετακύλισης του συνολικού προβλήματος των κόκκινων δανείων από τις εγχώριες οικονομίες στο Ευρωσύστημα, θεωρείται από μερίδα αναλυτών, πως η μείωση των “κόκκινων” δανείων μπορεί να είναι πλασματική.

Με την έμφαση των ευρωπαϊκών χωρών να δίδεται στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων και με στόχευση μεταφοράς του προβλήματος εκτός εγχώριων οικονομιών, διαπιστώνεται συνολικά πλέον για τις χώρες της Ευρωζώνης πως η ανεπάρκεια ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος δρα αντιαναπτυξιακά, στερώντας τη δυνατότητα χρηματοδότησης είτε νέων επιχειρήσεων, είτε των μικρών εκείνων που την χρειάζονται για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.

Οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας αναδεικνύουν την ανάγκη η Ευρώπη να παρατάξει μία κεντροποιημένη ελεγκτική διαδικασία, τόσο των αγορών και των τραπεζών, όσο και των οικονομιών. Μία ενοποίηση όμως, που έπρεπε να είχε προηγηθεί της δημιουργίας του ενιαίου νομίσματος. Σήμερα απλά οι εξελίξεις καταδεικνύουν ότι η μη ύπαρξη ενιαίας προσέγγισης του προβλήματος οφείλεται στη διαχρονική εμφάνιση διαφορών, τόσο στην πολιτική φιλοσοφία, όσο και στην πρακτική υλοποίησης των όποιων μέτρων λαμβάνονται.

Εξακολουθούν να επικρατούν λογικές “εθνικιστικής” οικονομικής πολιτικής επικράτησης από αρκετές χώρες του Βορρά χωρίς την παραμικρή ένδειξη ευαισθητοποίησης ως προς μία κοινή πολιτική αντιμετώπιση. Ας αναλογισθούμε το πώς οι επιθέσεις προς την πολιτική Ντράγκι και Λαγκαρντ στην αρχή της κρίσης, έχουν μετατραπεί σε ανάγκη επίσπευσης των διαδικασιών που υποστηρίζονται από αυτές ακριβώς τις πολιτικές που μέχρι πρότινος βρισκόντουσαν στο στόχαστρο.

Ξαφνικά, η Κομισιόν ζητά επίσπευση των διαδικασιών δημιουργίας εθνικών “bad banks” ως άμυνα στα νέα κόκκινα δάνεια λόγω covid. Μία πρόταση που έχει υπάρξει για τη χώρα μας από την αρχή της κρίσης. Για λόγους ανεξήγητους όμως, οι διοικήσεις των τραπεζών που μετά από μία δεκαετία ακόμα να ρυθμίσουν το πρόβλημα των “κόκκινων δανείων” την απέρριπταν, εμμένοντας σε μία χρονοβόρο, αντικοινωνική, αντιαναπτυξιακή διαδικασία τιτλοποίησης δανείων και πώλησης σε funds που αφήνει πολλά ερωτηματικά ως προς τους λόγους των σημαντικών καθυστερήσεων εξυγίανσης.

Έμμεσα φαίνεται να την απορρίπτουν και σήμερα ως να “φοβούνται” να χάσουν τον έλεγχο περίπου 20 δισ. εν δυνάμει νέων προβληματικών δανείων ή να αναζητούν κάποιο “κρυμμένο” κέρδος αυτής της διαδικασίας. Το αξιοπερίεργο βέβαια είναι, πως την ίδια στιγμή που ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υποστήριζε την επιλογή αυτή, πριν χρόνια, αυτή φαινομενικά τουλάχιστον δεν τύγχανε της αποδοχής των “θεσμών”. Από τα πολλά “περίεργα” της εποχής εκείνης.

Πολλά έχουν αλλάξει από τότε καθώς η ενεργοποίηση του Ευρωκοινοβουλίου με πρόταση διαγραφής των χρεών που δημιουργήθηκαν την περίοδο της πανδημίας, αναδεικνύει την ανάγκη ενιαίας πολιτικής ως προς τη λειτουργία των τραπεζών. Πέραν όμως του  ουσιαστικού πλέον διχασμού της ευρωζώνης σε επίπεδο πολιτικής φιλοσοφίας –παρά την αποδοχή του Αναπτυξιακού Ταμείου– φαίνεται πως ενώ υπάρχει συμφωνία ως προς το πλαίσιο στήριξης του τραπεζικού συστήματος, υπάρχει αδυναμία σύγκλησης στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος που η κρίση δημιουργεί. Γεγονός που εύλογα θέτει σε αμφιβολία την αποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων για τις τράπεζες εφόσον δεν ακολουθούνται από αντίστοιχη σύγκλιση δημοσιονομικής πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος.

Τυχόν λύση του ενός προβλήματος χωρίς την αντιμετώπιση του άλλου απλά θα διαιωνίσει της διαφορές και θα εντείνει τις στρεβλότητες με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον. Κοινή πολιτική πλατφόρμα θα προσέδιδε μία σταθερότητα, κερδίζοντας χρόνο για την Ευρώπη, προκειμένου να γεφυρώσει τις διαφορές της. Άλλωστε, χωρίς την οριστική επίλυση του προβλήματος κατεύθυνσης της ευρωζώνης, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί βιώσιμη λύση στην δημοσιονομική κρίση των χωρών του Νότου.  Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος το Brexit  να αποτελέσει στο άμεσο μέλλον το μοναδικό πετυχημένο παράδειγμα αποτελεσματικότητας της Ευρώπης.

*Οικονομολόγος

Πηγή: capital.gr