Οι διαστρεβλώσεις της Αριστεράς για την Επανάσταση του 1821… Tου Αντώνη Κρούστη

442

Tου Αντώνη Κρούστη*

1. Η επανάσταση ήταν ταξική και όχι εθνική

Η συζήτηση για τις κοινωνικές προεκτάσεις της ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Οθωμανών κρατεί πάνω από 100 χρόνια. Αυτό θα μπορούσε και να μην συμβεί αν η μαρξιστική αριστερά μέσω των κονδυλοφόρων της δεν προσπαθούσε να οικειοποιηθεί έναν εθνικό αγώνα, όπως επανέλαβε πολλές φορές στο  μέλλον.

Σπουδαίοι κονδυλοφόροι  υποστηρίζουν την ταξικότητα του αγώνα με σημαντικότερο όλων τον ιστορικό μαρξιστή Γ. Κορδάτο. Ακολουθούν ο λογοτέχνης μαρξιστής Γ. Σκαρίμπας, ο φιλόλογος μαρξιστής Μάριος Πλωρίτης και ο δημοσιογράφος Γ. Καρανικόλας που υποστηρίζουν την άποψη αυτή , χωρίς όμως να είναι ιστορικοί. Οι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα και από άλλους λιγότερο σημαντικούς και άσχετους με την ιστορική έρευνα.

Οι θέσεις του Κορδάτου έχουν διατυπωθεί περίπου πριν έναν αιώνα και νεότεροι μαρξιστές ιστορικοί έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική του μέθοδο, χαρακτηρίζοντας τους υποστηρικτές της άποψης του , σαν “παλαιομοδίτες”.

Παράδειγμα ο Πέτρος Ρούσος (Έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και διευθυντής του «Ριζοσπάστη») δέχεται την Επανάσταση του ’21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: «Σε σύγκριση με το εθνικό, το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα» . Την ίδια άποψη έχουν και ο καθηγητής. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά.

Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είναι, ότι η Επανάσταση του ’21 , ήταν εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο,  στην οποία έλαβαν μέρος οι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που δυσκολεύει και παραμορφώνει την αντικειμενική προσέγγιση της ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.

Η άποψη περί ταξικοτητας της επανάστασης δυσκολεύεται να απαντήσει σε δεδομένα όπως , γιατί επαναστάτησαν νησιά με μεγάλο πλούτο, όπως η Ύδρα και η Σπέτσες ; Γιατί επαναστάτησαν η Χίος , η Σάμος και η Σύμη , νησιά που ήταν ιδιαίτερα ευνοημένα του Οθωμανικού κράτους; Γιατί άραγε  οι βαθύπλουτοι Έλληνες πλοιοκτήτες με συγκεντρωμένο ολόκληρο το θαλάσσιο εμπόριο στα χέρια τους, διέθεσαν πρόθυμα τα καράβια τους στον Αγώνα; Γιατί διακινδύνευσαν τα πλούτη τους και  οι ίδιοι ηγήθηκαν της Επαναστάσεως σαν Ναύαρχοι; Πως εξηγείται ότι μετά τη νικηφόρα έκβαση της επανάστασης βρεθήκαν  πάμπτωχοι και ολοκληρωτικά κατεστραμμένοι;

Άραγε μεγαλύτερη σημασία  έχουν  οι μεταναλυσεις των μαρξιστών ή οι παραδοχές των πρωτεργατών της επανάστασης, όπως του Θόδωρου Κολοκοτρώνη που διατύπωνε με ξεκάθαρο τρόπο  «Πλησίον εις τον Ιερέα  ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι» (Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29).

Αν ήταν διαφορετικά τα κίνητρα , εσείς τι πιστεύετε, ότι ο Γέρος του Μωριά θα μάσαγε το λόγια του και δεν θα καλούσε το έθνος σε ξεσηκωμό εναντίον των ταξικών κατακτητών;

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο ιστορικός του 19ου αιώνα , Χρήστος Βυζάντιος σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας». (Χρ.Βυζαντίου, Ιστορία τακτικού στρατού, σ. 265. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, Oι Αρχιερείς και το Είκοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189).

Αν όμως θέλουμε να βάλουμε στη δημόσια συζήτηση τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της επανάστασης πρέπει να αποδεχτούμε μερικά αντικειμενικά χαρακτηριστικά.

Η επανάσταση ξέσπασε σε μια περίοδο φιλελεύθερων επαναστάσεων όπως της Αμερικανικής 1783 και της Γαλλικής 1799, οι οποίες επηρέασαν και την ελληνική ως προς τον ιδεολογικό προσανατολισμό της.

Η ελληνική επανάσταση ιδεολογικοποιηθηκε  από φιλελεύθερους πολιτικούς όπως Ι Πολυζωιδης, Ι. Μαγιερ, Π. & Α. Σουτσοι κ.α και προσανατολίστηκε κυρίως στα πρότυπα της Αμερικανικής Επανάστασης καθώς και αντέγραψε και το ιδεολογικό σκελετό του Αμερικανικού Συντάγματος. Στον <<αντίποδα>> αυτών βρίσκονταν ο θαυμαστής του φιλελεύθερου βρετανικού συντάγματος Αδαμάντιος Κοραής, του οποίου οι επιρροές είναι ζωντανές ακόμα.

Ποιοι ήταν όμως αυτοί που οργάνωσαν και χρηματοδότησαν την επανάσταση; Κυρίως έλληνες που ζούσαν εκτός του ελληνικού χώρου , έμποροι, επιχειρηματίες, πλοιοκτήτες, ελεύθεροι επαγγελματίες, επιστήμονες, διανοούμενοι, ιερείς, φαναριωτες ,προεστοί, και λιγότερο κλέφτες και αρματολοί από όσο πιστεύουν κάποιοι. (Αριστείδης Χατζής, Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρία Θεσμών στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο των Αθηνών).

2. Στα πλοία του Μιαούλη, το πλήρωμα δεν ήξερε καθόλου την ελληνική γλώσσα και μιλούσε Αρβανίτικα

Το ιστορικό αυτό δεδομένο το προβάλουν οι έλληνες κομμουνιστές, πιστοί στη διεθνιστική αντίληψη της εργατικής τάξης, ως επιχείρημα ότι να! δεν ήταν εθνική η επανάσταση , γιατί συμμετείχαν και άλλοι λαοί. Εδώ φαίνεται δυστυχώς ξεκάθαρα πως υπάρχουν έλληνες εκπαιδευτικοί  άσχετοι με την ελληνική ιστορία.

H Αρβανίτικη γλώσσα όμως δεν είναι γλώσσα των Αλβανών, αλλά των μακρινών προγόνων μας των Πελασγών που πήρε το όνομά της από την αρχαία πόλη ΑΡΒΩΝ.

( Έλληνες Αρβανίτες και Αλβανοί. Δύο λαοί διαφορετικοί. Γράφει ο Νίκος Αθ. Μπάτσος, Ιστορικός Ερευνητής. http://www.martino.gr/efhmerida/issue26/457-arvanites-alvanoi ).

Την Αρβανίτικη γλώσσα  την ομιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες της Ηπείρου, και της Ιλλυρίας, χιλιάδες χρόνια πριν έρθουν οι Αλβανοί στην Ευρώπη, από την εποχή των Πελασγών.

Οι Αρβανίτες είναι  Έλληνες  και ήρθαν από την Β. Ηπείρο μετά από την εκδίωξη τους από τους αλλόθρησκους Τουρκαλβανούς και παρέμεναν κυρίως στην Στερεά και Πελοπόννησο .  (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Κ. Μπίρης: «Αρβανίτες οι Δωριείς του Νεότερου Ελληνισμού», ο Περικλής Περάκης: «Η Διαμόρφωση του Ελληνικού Έθνους». κ.ά.)

Άρα οι Αρβανίτες ήταν και  Έλληνες και  χριστιανοί με εθνική συνείδηση που πολέμησαν τους Τούρκους κάτω από την ίδια σημαία των κοινών ιδανικών του έθνους μας και της θρησκείας μας.

Πολύ θα ήθελα να ακούσω έναν αριστερό σύντροφο να λέει στους αρβανίτες κάτοικους της Ελλάδας ότι δεν είναι έλληνες.

3. Αμφισβητούν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ως πρωτεργάτη της κήρυξης της επανάστασης και την 25η Μαρτίου ως ημερομηνία κηρύξεως της Εθνεγερσίας. 13 χρόνια μετά ορίσθηκε ως εθνική εορτή για να ντύσουν την επανάσταση με θρησκευτικό μανδύα.

Οι έλληνες κομμουνιστές αναδεικνύουν μια αλήθεια για να στηρίξουν ένα ψέμα.

Όντως ο εορτασμός της συγκεκριμένης ημερομηνίας, είναι αποτέλεσμα συμβολισμού και όχι αυστηρά ιστορικής πραγματικότητας. Όπως και η Θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού συμβολίζει την αναγέννηση του φωτός, τον εορτασμό της Εαρινής Ισημερίας, της νίκης του φωτός επί του σκότους, έτσι και η κήρυξη της επανάστασης της ημέρας αυτής σημαίνει τη γέννηση της ελπίδας από μια μακροχρόνια κυοφορούσα εξέγερση. Προφανώς η εκκλησία όταν θεσμοθετούσε συμβολικά την ημέρα αυτή ως την ημέρα της επανάστασης δεν είχε στο νου της ότι μετά από έναν αιώνα θα έβγαιναν κάποιοι απάτριδες άθεοι  έλληνες να αμφισβητήσουν τα κίνητρα της , αφού η πράξη αυτή  δεν αποτελεί δόλο ή ντροπή, αλλά πράξη που αναδεικνύει την συναλληλία και την συμπόρευση του έθνους μας με την εν Χριστώ ζωή. Ίσως αυτό να ενοχλεί.

Περιγράφοντας την αλήθεια:

Στη σύσκεψη του Αιγίου (Βοστίτσας) στα τέλη Ιανουαρίου 1821, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο κληρικός Αμβρόσιος Φραντζής και όσοι άλλοι  παρέστησαν, βεβαιώνουν ότι ήταν ομόφωνη απόφαση της Φιλικής Εταιρίας να αρχίσει η εξέγερση στον Μωριά την ημέρα του Ευαγγελισμού. Ο λόγος ήταν ότι οι πρωτεργάτες της επανάστασης ήθελαν να τονίσουν τη σύνδεση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας και να επικαλεσθούν την ευλογία της Παναγίας. Όμως μετά από 400 χρόνια δουλείας το καζάνι έβραζε και η έκρηξη έγινε λίγες ημέρες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία.

-Από τις 14-16 Μαρτίου γύρω από τα Καλάβρυτα συνάπτονται συγκρούσεις Ελλήνων με φοροεισπράκτορες των Τούρκων, ενώ στην Αγία Λαύρα ήταν κλεισμένοι οι πρόκριτοι με τον Αρχιεπίσκοπο της Πάτρας Γερμανό και τον Επίσκοπο Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιο.

-Στις  16 του Μάρτη ο Νίκος Σολιώτης χτύπησε πρώτος τους Τούρκους στην Ελλάδα, στο Αγρίδι, κοντά στην Ακράτα και στις 17 Μαρτίου η Μονή πανηγυρίζει, διότι εκεί φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Αλεξίου. Την πανηγυρική εκείνη ημέρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός λειτουργεί και κηρύσσει την Επανάσταση.

-Την ίδια ημέρα και οι Μανιάτες κηρύσσουν την Επανάσταση στην Αρεόπολη.

-Στις 21 αρχίζει η εξέγερση στα Καλάβρυτα και στις 21 του Μάρτη πετυχαίνει η επανάσταση στην Πάτρα.

Στις 22 του Μάρτη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γράφει στους Γαλαξειδιώτες ένα περίφημο γράμμα παρακίνησης σε εξέγερση.

-Στις 23 του Μάρτη εδραιώνεται η επανάσταση στην Καλαμάτα.

Όλα αυτά πριν την 25η Μαρτίου. Είναι πασίγνωστο ότι η Επανάσταση στα διάφορα μέρη της υπόδουλης πατρίδας κηρύχθηκε σε ποικίλες ημερομηνίες, πριν και μετά την 25η Μαρτίου. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Για λόγους σημειολογίας και προφανούς συμβολισμού προτάθηκε από τους οπλαρχηγούς η 25η Μαρτίου ως κοινή ημερομηνία του κοινού αγώνα.

Ο Γερμανός είχε κατέβει  με το άλογο προς την Πάτρα και ανήμερα του Ευαγγελισμού ευλογεί ξανά το λάβαρο στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Την επόμενη ημέρα ο ίδιος μαζί με τον Προκόπιο και τους προκρίτους αποστέλλουν τη διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.

Για τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας μαρτυρίες έχουμε από τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ, τον Κανέλλο Δεληγιάννη, από δημοσιεύματα γαλλικών και αγγλικών εφημερίδων ( LΕ CONSTITUTIONNNEL, LONDON TIMES) του Ιουνίου 1821 κ.α. Για τα γεγονότα της Πάτρας γράφουν πάλι ο Πουκεβίλ, ο Σπυρίδων Τρικούπης κ.α. Το 1872 η Επιτροπή Εκδουλεύσεων της Βουλής των Ελλήνων ανακήρυξε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ως τον πρώτο που κήρυξε την Επανάσταση και ουδείς διαμαρτυρήθηκε, δεδομένου ότι ζούσαν αρκετοί από τους αγωνιστές του 1821.

4. Τη σημαία της επανάστασης στην Πάτρα την ύψωσε ο λαϊκός ηγέτης Παναγιώτης Καρατζάς, τον οποίο δολοφόνησαν οι πρόκριτοι της Πάτρας».

Πράγματι ο Παναγιώτης Καρατζάς ήταν ένας λαϊκός αγωνιστής εναντίον των Τούρκων.  Από τα νεανικά του χρόνια άρχισε να δημιουργεί επεισόδια με τους κατακτητές και ουδέποτε έμενε αδιάφορος για την κακομεταχείριση των χριστιανών από τους Τούρκους.  Προφανώς οι φίλοι μας οι αριστεροί εν Ελλάδι  αγνοούν την αφοσίωση  του στη χριστιανική πίστη. Όπως επίσης αγνοούν την συμμετοχή του στην Ελληνική Λεγεώνα στην Ζάκυνθο, κάτω από την εποπτεία των Άγγλων. Στοιχείο που αποδεικνύει τη συνεργασία και την αποδοχή του για τη βοήθεια των «μεγάλων δυνάμεων»

Στις 21 Μαρτίου 1821 οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πάτρα και άρχισαν τους φόνους και τις λεηλασίες, μεταξύ πολλών πυρπόλησαν και την οικία του κοτζαμπάση Παπαδιαμαντόπουλου. Ο Καρατζάς άνηκε στο περιβάλλον του Παπαδιαμαντόπουλου υπερασπίζοντας τον  οργάνωσε αντεπίθεση και έκλεισε τους τούρκους στο φρούριο της Πάτρας.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν ένας από τους αγνοημένους και αφανείς ήρωες της επανάστασης. Προφανώς γιατί ήταν μεγαλέμπορος. Σε πείσμα των ισχυρισμών της αριστερής διανόησης περί ταξικότητας της επανάστασης.  Ο Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, πληροφορώ τους ανενημέρωτους μαρξιστές εκπαιδευτικούς, ήταν ο οικονομικός στυλοβάτης της επανάστασης και διετέλεσε Διοικητής των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου. Παράλληλα δε, στήριξε με όλα τα μέσα τον Καρατζά και είχε αναλάβει  τη διατροφή της οικογένειας του πρωτοκαπετάνιου κατά τη διάρκεια της τριετούς αναγκαστικής εξορίας του στη Ζάκυνθο.( «ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ Ο ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ» , Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας 2004, Αντιστράτηγου Ε. Α. Ανδρέα Κ. Καρατζά.

Στις 24 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εισέρχεται στην Πάτρα μαζί με τους τοπικούς προύχοντες και σχηματίζουν το «Αχαϊκό Διευθυντήριο». Η μη συμμετοχή του Καρατζά στο εγχείρημα αυτό δε σημαίνει απαραιτήτως και διαμάχη μεταξύ τους, αφού ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον εκτιμούσε και αναγνώριζε τον αγώνα του και έγραφε :

«Ο Καρατζάς τους επροξένει φρίκην, επειδή όχι μόνον εις το πεδίον του πολέμου εδείκνυε την ανδρείαν του και την στρατηγική του επιδεξιότητα, αλλά δια νυκτός εισήρχετο συνεχώς εις την πόλιν με ολίγους στρατιώτας, ήρπαζεν αιχμαλώτους και εφόνευεν εξ αυτών, εχαλούσε τους μύλους και ενί λόγω τους έβλαπτε καιρίως.»

Απόδειξη τούτου είναι ότι λίγες ημέρες αργότερα, το στρατόπεδο των επαναστατών αναδιοργανώθηκε και στον Καρατζά ανατέθηκε η φύλαξη της στρατηγικής θέσης Ζωνιτάδα.

Άρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Καρατζάς συνεργάστηκαν και ουδόλως βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Καρατζάς κήρυξε την επανάσταση και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός την υπονόμευσε.

Αυτά είναι αυθαιρεσίες των σημερινών κομμουνιστών που θέλουν να καπηλευτούν μια εθνική προσπάθεια, παρόλες τις αντιπαραθέσεις και τα μελανά σημεία που διακρίνουμε  στη συνεργασία μεταξύ των ελλήνων.

Η δολοφονία του Καρατζά έγινε μετά από την κήρυξη της επανάστασης στις 4 Σεπτεμβρίου 1821.

Ο λόγος ήταν , όταν στη μάχη της Πάτρας( 24/3/1921) κατηγορήθηκε από μια άλλη ομάδα οπλαρχηγών (Κουμανιωταίοι), ότι ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του αδελφού τους Σταμάτη, που τον άφησε ακάλυπτο. Οι Κουμανιωταίοι κατηγορούσαν, εδώ είναι η ειρωνεία , ότι ο Καρατζάς ήταν άνθρωπος των κοτζαμπάσηδων. (Διονύσιος Κόκκινος ιστορικός στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».)

Τώρα πως οι κομμουνιστές βγάζουν το συμπέρασμα ότι ο Παναγιώτης Καρατζάς , επειδή ήταν λαϊκός ηγέτης, χωρίς κάποιο θεσμικό ρόλο, ήταν και ταξικός επαναστάτης εναντίον της άρχουσας τάξης των κοτζαμπάσηδων που συνεργάζονταν με την Οθωμανική κατοχή, μόνο στο δικό τους φαντασιακό ιδεοληπτικό παραλήρημα μπορεί κάνεις να το διακρίνει.

5. Ο Ρήγας Φεραίος καλούσε τους έλληνες και Τούρκους σε κοινό αγώνα κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας και δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

 Ως φοιτητής πάντοτε αναρωτιόμουν γιατί η νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού ονομάστηκε  ως ΕΚΟΝ ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ. Προφανώς γιατί ο Ρήγας Φεραίος  επεδίωκε το ξεσήκωμα όλων των Βαλκανικών λαών, ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία , χωρίς να τον εμποδίζει η διαφορά γλώσσας και κουλτούρας. Άρα, προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε, κατά το μαρξιστικό απόφθεγμα. Συμπερασματικά η επανάσταση δεν ήταν ούτε εθνική, ούτε θρησκευτική, αλλά ταξική.

Ο Ρήγας Φεραίος όντως επεδίωκε το ξεσήκωμα όλων των Βαλκανικών λαών, χωρίς να τον εμποδίζει η διαφορά γλώσσας και κουλτούρας. Αλλά με μια διευκρίνιση. Καλούσε τους πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και όχι τους Τούρκους. “Τούρκους” εννοούσε τους γηγενείς με  αλλοιωμένη Εθνική συνείδηση. Εάν κάνατε τον κόπο να μελετήσετε κύριοι της Μαρξιστικής σκέψης, θα βλέπατε ότι όλος ο αγώνας του Ρήγα ήταν για τους Γηγενείς, ενάντια στους Εισβολείς. Όσο για την “αγάπη” του, ας μιλήσει ο ίδιος:

«Οι ΄Ελληνες…δεν κάνουν ποτέ ειρήνην με ένα εχθρόν, οπού κατακρατεί τον ελληνικόν τόπον». «Σταυρός, η πίστις και καρδιά, δουφέκια και καλά σπαθιά, γκρεμίζουν Τυραννίαν τιμούν Ελευθερίαν».  «Παρασταίνει όλον το ΄Εθνος το πλήθος του λαού, το οποίον είναι ως θεμέλιον της εθνικής παραστήσεως και όχι μόνον οι πλούσιοι και οι προεστοί».

Το ακριβώς αντίθετο δηλ. από τον αρχικό μαρξιστικό ισχυρισμό.
Υπήρχε όμως μια βασική ενωτική παράμετρος: η κοινή θρησκεία του Χριστιανισμού εναντίον των μουσουλμάνων κατακτητών. Απορίας άξιον που το παραβλέπετε κύριοι της επιλεκτικής ανάγνωσης της ιστορίας.. Και ανέντιμο που αμέσως μετά το όνομα του Ρήγα γράφετε με έντονα γράμματα ότι «η επανάσταση του 1821 δεν ήταν θρησκευτικός πόλεμος, ξεσηκωμός των Χριστιανών κατά των Μωαμεθανών».

 

Στα κείμενα τους (στην επίσημη ιστοσελίδα του ΚΚΕ, του εξωτερικού αυτή τη φορά) παρουσιάζουν σ’ έναν πίνακα έναν αγωνιστή να κρατάει ένα γυμνό σπαθί με το ένα χέρι. Στο πλάι του αναγράφεται η πασίγνωστη φράση από το Θούριο του Ρήγα: «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Με το άλλο χέρι, ο δύσμοιρος κρατάει μια μεγάλη λευκή σημαία με ένα μπλε σταυρό. Άκουσον, άκουσον…. Σταυρό; Τι να συμβολίζει άραγε; Πώς και δεν σκέφτηκαν τη λύση του photoshop;

6. Αναφέρουν μια φράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού ότι είχε πει «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου» και μια φράση ενός Έλληνα άρχοντα της εποχής εκείνης (κοτζαμπάση) ότι είχε πει κάτι παρόμοιο «κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγάς υπόδουλος , παρά λεύτερο το έθνος με το λαό να’χει δικαιώματα» .

Ο ισχυρισμός αυτός <<μπάζει>> νερά εξ ορισμού, αφού δεν αναφέρονται οι πηγές για να αναλύσουμε ποιος το είπε, σε ποιους,  κάτω από ποιες συνθήκες και γιατί.   Αλλά ας επιχειρήσουμε δια στόματος του μακαριστού συγγραφέα και  καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών, π. Γεώργιο Μεταλληνό, να δοθεί μια απάντηση στο ιστορικό πλαίσιο που μπορεί να ειπώθηκαν αυτές οι φράσεις.

«Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμός με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στη μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατό μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν οι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη οι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προϋπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι οι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). ‘Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 – φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στους φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι και πολιτικοί. Οι πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στις θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας (“Βυζαντίου”), ή σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στο θεωρητικό επίπεδο, αλλ’ επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής».

«Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι την Ορθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (πού για το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ’ ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θα έχει πάντοτε στην ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ’ αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: “Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…”( Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ. 269-70)».

«O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες – ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα. Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ’όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς να γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τον γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ’αυτούς “διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαού”.( Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360)».

«Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ’ ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θα έπαιρνε αυτή η “συνεργασία”. Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό Παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: “Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστι εξουσία, ειμή από Θεού…”), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: “πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις” (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στους τυράννους, έχει όρια (“εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται”, κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως “ταύτιση”, αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) επιλογή».

Οι φίλοι μας  κομμουνιστές κρίνουν τα ιστορικά δεδομένα με την σημερινή δική τους οπτική. Θα προτιμούσαν φαίνεται από την εκκλησία τη διοργάνωση διαμαρτυριών και πορείες με αποκλεισμών δρόμων και λιμανιών που κάνουν σήμερα; Ή να εισβάλουν στα υπουργεία των Τούρκων κατακτητών;  Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, έχει την αποστολή της Μάνας. Να προφυλάσσει και να σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θα οδηγούσε σε αποτυχία και καταστροφή, θα καταλογιζόταν πάντα εναντίον της. (βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104).

Το αποτέλεσμα κρίνει ότι η εκκλησία διέσωσε και την πίστη και την γλώσσα και την εθνική συνοχή και τους πιστούς της έλληνες, για 400 χρόνια. Εσείς, θα με συγχωρήσετε που θα το πω, μέσα σε 40 χρόνια μεταπολίτευσης διαβρώσατε, εν καιρώ ειρήνης, οτι ελληνορθόδοξο στοιχείο διεσώθη επί 400 χρόνια. Καλύτερα να κάνετε αυτοκριτική στα έργα σας και να αφήσετε ήσυχη τη «κιβωτό του έθνους» να διασώζει το πλήρωμα της.

7. Αμφισβητούν την προσφορά του κλήρου και τον κατηγορούν ότι συνεργάστηκε με τον Τούρκο κατακτητή.

Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Ο εθνικός ιστορικός μας Κ. Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: “…Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν”

Τα εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ήταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Οι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη της Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.

Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους και τη δημιουργία ενός “Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους”. Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/”Βυζαντίου”) θα ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης “συνεργασίας” μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.

Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι. Συκουτρής, ο Κ. Βοβολίνης, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Απ. Βακαλόπουλος κ.α

8. Η εκκλησία αποθάρρυνε κάθε επαναστατική πράξη.

Ο εκκλησιαστικός χώρος, σε όλο του το φάσμα, δεν έχει να επιδείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και  της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο “Γραικός” (l6ος αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.

Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είναι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στην οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί και Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (και πολύτιμη) “Ιστορία του Νέου ‘Ελληνισμού” του καθηγητού Απόστολου Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τα επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους. Περισσότερες από 70 είναι, οι εξεγέρσεις και τα επαναστατικά κινήματα σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ’ όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί.

Αναφέρουμε μερικές εξ αυτών.

Τὸ 1575 κήρυξε επανάσταση στὴ Μάνη ὁ Αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισίδης, και το 1770 στὸ Αἴγιο ὁ Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος και στην Κόρινθο ὁ Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς.

Το 1600 και το 1609 έκανε επαναστατικό κίνημα ὁ Διονύσιος ὁ Φιλόσοφος (ὁ αποκαλούμενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους Σκυλόσοφος), Μητροπολίτης Λαρίσης και Τρίκκης, ο οποίος τελικά βρήκε μαρτυρικό θάνατο στὰ Γιάννενα το 1611.

Το 1684 ὁ Μητροπολίτης Άμφισσας Φιλόθεος πολέμησε κοντά στην Κόρινθο με δικό του σώμα εναντίον τῶν Τούρκων, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα. Τον ίδιο χρόνο ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επαναστατικό σώμα με 150 κληρικούς κι έλαβε μέρος σε ἀπελευθερωτικὲς προσπάθειες.

Οι Μητροπολίτες Σαλώνων Τιμόθεος, Θηβών Ιερόθεος, Λαρίσης Μακάριος, Εὔβοιας Αμβρόσιος, διετέλεσαν οπλαρχηγοί.

Ὁ Παπαβλαχάχας ήταν αρχηγός τῶν αρματολών τῶν Χασίων. Βρήκε τραγικό θάνατο ἀπὸ τον Ἀλὴ Πασά στα Γιάννενα. (1808)

Ἡ μαρτυρική θυσία τοῦ Πατριάρχη Κῶν/πόλεως Αγίου Γρηγορίου Ε’ και τοῦ Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού ἔδωσαν ώθηση στον Αγώνα. Ὁ διάκος τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε’, Νικηφόρος Ρωμανίδης, ἀφοῦ χειροτονήθηκε ιερέας και χειροθετήθηκε και Αρχιμανδρίτης, ὑπηρέτησε και διακρίθηκε ὡς ναυμάχος κάτω ἀπὸ τις διαταγὲς τοῦ Ανδρέα Μιαούλη.

Ὁ Ησαΐας Σαλώνων κήρυξε την επανάσταση στις 27.3.1821 στην περιφέρειά του, μέσα στο γνωστό μοναστήρι τοῦ Οσίου Λουκά Βοιωτίας.

Ἡ Μονή τοῦ Ὁσίου Λουκά, μετά τη σύσκεψη τοῦ Δεσπότη Σαλώνων, στα μέσα του Μάρτη του 1821 με τοὺς οπλαρχηγούς της Περιφέρειας Αθανάσιο Διάκο, κ.α., ἔγινε κέντρο επαναστατικό και κατασκευής φυσεκιών.

Ὁ Δημήτριος Υψηλάντης εἶχε το αρχηγείο του στο μοναστήρι τοῦ Αγίου Νικολάου Πέτρας.

Ὁ Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης εἶχε τ’ ορμητήριο του στην Ἱερὰ Μονή Παναγίας Προυσιώτισσας της Ευρυτανίας.

Ὁ Ιερομόναχος Σεραφείμ απο το Φανάρι Θεσσαλίας ηγήθηκε της επανάστασης των Αγραφιωτών.

Το μοναστήρι τοῦ Ὀμπλου Πατρών ήταν στρατηγείο τῶν επαναστατών της περιοχής.

Ἡ πρώτη γαλανόλευκη σημαία ευλογήθηκε στο μοναστήρι τοῦ Ευαγγελισμού στη Σκιάθο τὸ 1807.

Ὁ Άνθιμος Αργυρόπουλος, ιερομόναχος, δέχτηκε στο μοναστήρι του την οικογένεια Μπότσαρη και την περιέθαλψε, μετά την άλωση τοῦ Σουλίου. Ὁ ἴδιος στη Ζάκυνθο, κατά τον ιστοριογράφο Π. Χιώτη, όρκισε μέλη της Φιλικής Εταιρίας το Θ. Κολοκοτρώνη, τοὺς Β. και Κ. Πετιμεζᾶ και τον Νικηταρά.

Ὁ Χρύσανθος Πηγᾶς, Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας, το 1819 μπήκε στη Φιλική Εταιρία κι εργάστηκε εντατικά για την προετοιμασία της Επανάστασης. Αὐτὸ εἶχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψή του από τοὺς Τούρκους, το κλείσιμό του στις φυλακὲς της Τρίπολης, όπου μαζὶ με άλλους φυλακισμένους Μητροπολίτες πέθανε κι αυτός από τις κακουχίες της φυλακής.

Στη Φιλική Εταιρία είχαν μυηθεί όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες και πολλοί διακεκριμένοι ἱερεῖς και μοναχοὶ και ιδιαίτερα οι αγιορείτες.

Την Επανάσταση τοῦ ’21, όπως είναι γνωστό, την κήρυξε Μητροπολίτης, ὁ Παλαιών Πατρών Γερμανός, μέσα στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Ἔστω κι αν ἡ ηρωική Καλαμάτα, ποὺ κήρυξε την επανάσταση στις 23 τοῦ Μάρτη και που την ευλόγησαν 24 κληρικοί, διεκδικεί τα πρωτεῖα, γεγονός είναι ότι τα παλληκάρια της περιοχής ορκίστηκαν μέσα στην ιστορική μονή.

Ὁ  Αθανάσιος Διάκος, ὁ Παπαφλέσσας κι ὁ Σαμουήλ είναι ανεπανάληπτες κληρικές μορφὲς του ‘21.

Και συνεχίζουμε επιγραμματικά…….
– Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση (15ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
– Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
– Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ήπειρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη (1595/98).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατών (17ος αι.). – Εξέγερση αγροτών Νάξου ( 1641 ). – Κρητικός πόλεμος (1645-1669). -Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικού χώρου ( 1716).
Μονή Αρκαδίου στην Κρήτη

-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).

Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις:

α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του.

β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της “‘Ιεράς Συμμαχίας” (από το 1815).

γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός και ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το ’21, όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του ’21, ο οποίος δεν είναι παρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.

Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στην οποία ανήκαν κατά κανόνα και οι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να επιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικότερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του εαυτού τους

Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση του μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα και τον εθνισμό τους. Σ’όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, πού αληθινά ή όχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν οι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγοριά και στήριγμα της συνειδήσεως των υποδούλων αδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίνονται όχι μόνο για ηρωισμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, που αποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον των κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό και τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.

Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τη συμμετοχή και του Ράσου στην αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Οι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.

Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους. Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει ξεκάθαρα τα Μοναστήρια “προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού”

Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας (“κρυφά” σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του”.( Βλ. το κεφάλαιο: “Η Εκκλησία και ο Ελληνικός Λαός” του Στ. Ράνσιμαν,  σ. 659 ε.) Ήσαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το ’21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την εθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι’ αυτήν.

Μονή Βαρνάκοβας στην Αιτωλοακαρνανία

Τα μοναστήρια τροφοδοτούσαν τους αρματολούς και παρείχαν καταφύγιο στους διωκόμενους. Συχνά γίνονταν εστίες αντίστασης (Μονή Σέκου, Μονή Αρκαδίου, Μονή Βαρνάκοβας κ.λπ.).

Μονή Σέκου στην Μολδαβία

Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: “Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού ‘τρωγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι […] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ‘περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα” (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα, Αθήνα 1983, σ. 163/4).

Προσφορά των μοναστηριών ήταν και είναι πάνω απ’ όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθινά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του ’21, φωτεινοί Ηγέτες και φλογεροί Επαναστάτες.

Όπως ,

Ο Αγιορείτης  πατριάρχης Αγαθάγγελος, όπως και ο Μαρωνείας Κωνστάντιος και ο Ηρακλείας Ιγνάτιος. Στη Μονή Φιλοσόφου Δημητσάνας “μαθήτευσαν” ο Αργολίδος Γρηγόριος, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος . Ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός στο Μ. Σπήλαιο, ο Χίου Δανιήλ στη Ν. Μονή Χίου, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος στη μονή Αγ. Θεοδώρων, ο Κύπρου Κυπριανός στη μονή Μαχαιρά Κύπρου, κ.λπ. Από Μονές ξεκίνησαν επίσης ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος.


9. Η εκκλησία δια του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου αφόρισε την επανάσταση του 1821.

Ο “αφορισμός” δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’, ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμιούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί- Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πύλη, και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές. Στους 49 λαϊκούς που ήταν παρόντες συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης, ο διερμηνέας του στόλου, όλοι οι έγκριτοι “πολιτικοί”, δηλαδή “επίτροποι του κοινού”, οι Έλληνες μεγαλέμποροι της Πόλεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι των συντεχνιών κλπ. Και στους 23 Κληρικούς συγκαταλέγονται 2 Πατριάρχες και 21 Αρχιερείς.

Η Πατριαρχική Σύνοδος ανέλαβε το χρέος να συντάξει ένα “αφοριστικό” κείμενο με τρόπο όμως που να μην προκαλέσει κακό στο Έθνος. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλούς τρόπους. Κατ’ αρχάς κωλυσιεργούσαν οι Πατριαρχικοί στην σύνταξη του “αφοριστικού” εγγράφου. Η κήρυξη της Επαναστάσεως έγινε από τον Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας την 24η Φεβρουαρίου 1821. Το πρώτο “αφοριστικό” έγγραφο έγινε μετά από ένα μήνα, ήτοι την 23 Μαρτίου 1821 και βέβαια έφθασε στον προορισμό του μετά από λίγες ημέρες, όταν η Επανάσταση άρχισε στην Πελοπόννησο. Έπειτα χρειάστηκε να γίνουν δύο “αφοριστικά” έγγραφα, και αυτό ήταν μέσα στον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον ενεργούσαν οι Πατριαρχικοί. Το πρώτο εστάλη σε όλους τους Αρχιερείς (23 Μαρτίου) και ήταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αφορισμός “εφ’ όσον δεν είχε ούτε καν τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις” και το δεύτερο εγράφη μετά από 4 ημέρες, ήτοι την 27 Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν την πλεκτάνη και την απάτη και στην ουσία απεστάλη μόνο σ’ έναν Μητροπολίτη, τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Με αυτόν τον τρόπο και τα δύο αυτά “αφοριστικά” κείμενα δεν εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Οι Πατριαρχικοί πλήρωσαν πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, ακριβώς γιατί ακόμη και αυτοί οι Τούρκοι αντελήφθησαν την πλεκτάνη τους. Από τους 23 Αρχιερείς που υπέγραψαν το “αφοριστικό” κείμενο, το ένα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’, πλήρωσαν με την ζωή τους την “απιστία” τους προς τον Σουλτάνο, το άλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά με φυλακίσεις, εξορίες και περιορισμούς. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το 1/5 από τους Συνοδικούς Αρχιερείς έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Ακόμη είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το 1/3 των Συνοδικών Αρχιερέων ήταν “μπλεγμένοι στις μηχανορραφίες” της Φιλικής Εταιρείας, καίτοι στα “αφοριστικά” κείμενα γράφουν ότι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση για την σύσταση και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.

Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ. Υψηλάντη: “Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου”

Όσον αφορά την συμμετοχή των αρχιερέων στην Επανάσταση να αναφέρουμε ότι συνολικά 143 αρχιερείς σε γενικό σύνολο 195-200, δηλαδή 72 τοις εκατό των ορθόδοξων αρχιερέων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έλαβε μέρος στην Επανάσταση ή διώχθηκε εξαιτίας της. Αν εξαιρέσει κανείς τους αρχιερείς της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Συρίας και της κεντρικής-ανατολικής Μ. Ασίας, που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συμμετάσχουν, τότε το ποσοστό αυτό πρέπει να αυξηθεί (73 αρχιερείς έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, 32 αρχιερείς βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, εκθρονίστηκαν κ.ο.κ. και 38 αρχιερείς που θανατώθηκαν με βασανιστήρια, εκτελέστηκαν ή απεβίωσαν στη μάχη). (Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ εις την έκθεση του Ολλανδού Επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 έ.)

Ο Α. Δεσποτόπουλος στο «Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»,( Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ’, σ. 32 και 36)γραφει τα εξής : Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τί θα πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών”.

Αυτό βεβαιώνεται περίτρανα από το  Αυτοκρατορικό Φιρμάνι που εκδόθηκε αμέσως μετά την έναρξη της Επαναστάσεως στις 3 Μαΐου 1821. Αυτό έδινε σαφέστατες κατευθύνσεις: «… όπως αυτοί μεν οι άπιστοι (δηλαδή οι Έλληνες αγωνιστές), διαπερώνται εν στόματι ρομφαίας, τα τέκνα και αι γυναίκες των εξανδραπονδίζονται, τα υπάρχοντα των διανέμωνται μεταξύ των πιστών του Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδονται εις το πυρ και την τέφραν…»

Ποιος λοιπόν μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και “στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου”; (Νικοπόλεως Μελέτιος).

Μόνο, λοιπόν, μετά από την γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμιοσύνης εκτελέσθηκε ως “προδότης” του Σουλτάνου και όχι των Ρωμιών .

Κατά την “Προκήρυξη” του Σουλτάνου (YAFTA) έγραφε: «”ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του […] γνωρίζων δέ ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε […], όμως ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς […], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως»

Προφανώς ο Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων μαρξιστών, όπως ο Γ. Καρανικόλας ή ο Αλ. Τσιριντάνης…

10. Η Εκκλησία εναντιώθηκε στην Φιλική Εταιρεία

Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για “εκατοντάδες αρχιερέων” (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα. Εχουν όμως έτσι τα πράγματα; Οι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στις 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιναν τους 20. Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία.

Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην “καθ’ ημάς Ανατολήν” δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι’ αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: “0ί Φιλικοί […] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την οργανωμένην επανάστασιν και δι’ αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς”. Το επίθετο (“μερικούς”) απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα. (Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της ‘Ελληνικής ‘Επαναστάσεως, σ. 144. Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, , σ. 214, σ. 463.)

Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου, κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: ” Η Φ. Ε. […] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτζαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες”. Η αλήθεια είναι, ότι ως Ρωμηοί οι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν οι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας. Οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι οι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον Λαό. Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους το έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Ο Th. Gordon λ.χ., ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τομ. Α’, σ. 134) γράφει: “Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά του οθωμανικού κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της”.

Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%.

Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαράντα δύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε’, Κύριλλος ΣΤ’) και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000.

Τούρκικες πηγές.

Υπάρχει όμως και η μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθόδοξου Κλήρου στον Αγώνα του ’21 που καταρρίπτει ενδόξως τους έλληνες μαρξιστές. ‘Έτσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι “τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν οι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, οι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Έθνους”. Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: “Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων”.( Ν. Μοσχοπούλου, ό.π., σ. 167. Ι. Παπαϊωάννου, όπ.π., σ. 240).

Συμπερασματικά: Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο του ιατρού στο “Πνευματικόν Ιατρείον” της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, με σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.

Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ’όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική.  (Βλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Η θρησκευτική αξία της εθνικής ελευθερίας, στήν Ε. Ε. τής Θ. Σχ. του Π. Α., τ. Κ’ (1973), σ. 41-70.

Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμιού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας. H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι’ αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθόδοξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.( Γ. Δ. Μεταλληνού, “Θεολογία Απελευθερώσεως” και “Θεολογία Ελευθερίας”, στο περ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. ΛΒ’ (1989), σ. 51-61.)

Δυστυχώς γι αυτούς η ιστορία έχει μιλήσει μέσα από την επιστημονική μεθοδολογία της και τις αδιάψευστες πηγές της και απορρίπτει τους ισχυρισμούς τους σαν ανιστόρητους και αντιεπιστημονικούς , καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΗΤΑΝ ΕΘΝΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

*συγγραφέας