Πίσω από την πώληση της εκκαθάρισης συναλλαγών… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

401

Η πώληση από την Τράπεζα Πειραιώς του κυκλώματος της εκκαθάρισης συναλλαγών στην Euronet, είναι μια πολυσήμαντη συναλλαγή με αρκετές μη ορατές πλευρές και πτυχές.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις και αυτό αν κάποιοι το γνωρίζουν καλά, σίγουρα είναι οι τραπεζίτες. Πέρα από αυτήν την κοινότοπη διαπίστωση, είναι επίσης γεγονός ότι για μια σειρά από σοβαρούς λόγους, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ψάχνει να βρει το βηματισμό του και πολλά από τα προβλήματά του, δεν είναι άμοιρα του ελληνικού κρατισμού και της άτυπης χρεοκοπίας του. Είναι σαφές έτσι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανάγκη από οξυγόνο, που στην περίπτωση τους δεν είναι άλλο από το ζεστό χρήμα. Ενδέχεται δε, με αφορμή την πανδημία και την μάλλον αγωνιώδη διάρκειά της, αυτό το τελευταίο να μη κυκλοφορεί πλέον τόσο εύκολα δι’ ελικοπτέρου, όπως εσχάτως.

Εξάλλου, οι γρήγορες πλέον μεταμορφώσεις της διεθνούς οικονομίας, ήδ προβληματίζουν ως προς το μέλλον της μελλοντικής παγκόσμιας ρευστότητας.

Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το περιβάλλον, προσφάτως έγινε γνωστό ότι η Τράπεζα Πειρταιώς πούλησε στην διεθνή εταιρεία Euronet, έναντι 300 εκατ. ευρώ, το κύκλωμα εκκαθάρισης συναλλαγών (Merchant Acquiring), μέσω του οποίου γίνονται οι συναλλαγές με κάρτες. Ας σημειωθεί ότι η Euronet είναι ένα παγκόσμιο δίκτυο, δικτύων με παρουσία σε 174 χώρες, το οποίο το 2020 μέσω των 45.485 ΑΤΜ που έχει εγκαταστήσει στον κόσμο διαχειρίστηκε 5,8 δισεκατομμύρια συναλλαγές, που έγιναν ηλεκτρονικά.

Με πιο απλά λόγια, στον κόσμο των ψηφιακών και ηλεκτρονικών συναλλαγών πρόκειται για ηγετική εταιρία, που θα παίξει σημαντικό ρόλο στον αναδυόμενο “χωρίς μετρητά” περιβάλλον.

Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς πώς λειτουργεί το σύστημα της εκκαθάρισης συναλλαγών (Merchant Acquiring) και ποιός είναι ο σημαντικός ρόλος του, στη σημερινή και αυριανή λειτουργία μιας οικονομίας που συνεχώς ψηφιοποιείται. Στις μέρες μας, όλες οι αξιες λόγου επιχειρήσεις του εμπορικού κυκλώματος και όχι μόνον, διαθέτουν τερματικά(EFTPOS) των τραπεζών με τις οποίες συνεργάζονται. Στο πλαίσιο αυτό κατά διαστήματα, γίνονται εκκαθαρίσεις και πληρωμή των συναλλαγών που πραγματοποιούνται, με τη διαμεσολάβηση μεγάλων και ισχυρών δικτύων. όπως είναι αυτά της Visa και της MasterCard.Τα δίκτυα αυτά, στο μέτρο που η παγκοσμιοποίηση γίνεται χρηματοοικονομική και η κυκλοφορία του χρήματος ψηφιοποιείται, αποκτούν τεράστια δύναμη και επηρεάζουν όλο και πιό πολύ την πραγματική οικονομία, τόσο στην παραγωγή οσο και στην διανομή αγαθών και υπηρεσιών.

Το όλο σύστημα, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς στηρίζεται σε προμήθειες παροχής υπηρεσιών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια καλά κρατούν.

Για την όλη διαδικασία υπάρχει μία αμοιβή που παίρνει η Τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα, ήτοι το 0,2% της συναλλαγής εάν πρόκειται για χρεωστική και το 0,3% εάν είναι πιστωτική και πάνω σε αυτό το κόστος η Τράπεζα του εμπόρου βάζει μια πρόσθετη προμήθεια (fee), με το σύνολο να αποτελεί το έσοδό της.

Είναι προφανές έτσι ότι στη σημερινή συγκυρία, όπου κυριαρχούν παγκοσμίως οι ηλεκτρονικές / ψηφιακές συναλλαγές, είναι σημαντικό για ένα τραπεζικό ίδρυμα να έχει σχέση εκκαθάρισης των συναλλαγών με τους εμπόρους και άλλους παρόχους υπηρεσιών. Ως γνωστόν δε, παλαιότερα, οι τράπεζες ίδρυαν ξεχωριστές Εταιρίες οι οποίες είχαν αποκλειστικό σκοπό την ανάπτυξη και τη διαχείριση των εργασιών που σχετίζονται με τη δραστηριότητα του lssuing (έκδοση πιστωτικών καρτών) και του Merchant Acquiring (εκκαθάρισης συναλλαγών με EFTPOS ή ePOS για τα φυσικά και ηλεκτρονικά καταστήματα αντίστοιχα), καθώς οι δύο δραστηριότητες αυτές αποτελούν ένα συμπληρωματικό οικοσύστημα που αλληλοσυμπληρώνεται και επηρεάζει το ένα το άλλο.

Το Merchant Acquiring θεωρείται κλειδί για τη συνεργασία με τον έμπορο γιατί μέσα από την υπηρεσία του Acquiring περνάνε όλες οι εισπράξεις της επιχείρησης που πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα από τους καταναλωτές, δηλαδή, στην πραγματικότητα πρόκειτα για το «οξυγόνο» της εφόσον έχει δραστηριότητα στη Λιανική.

Περιττόν να τονιστεί ότι η τράπεζα σε όλες τις πιο πάνω υπηρεσίες, μπορεί να «χτίσει» πάνω τους μία σειρά από νέες προστιθέμενες αξίες, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης δανείων ως προεξόφληση των απαιτήσεων από το POS δημιουργώντας μία νέα πηγή εσόδων. Σε περίπτωση δε, που ο έμπορος επιθυμεί να έχει μία ολοκληρωμένη σχέση με την Τράπεζα, σταδιακά μπορεί να μεταφέρει και άλλες εργασίες (εισαγωγές – εξαγωγές, ασφαλιστικά προϊόντα κ.ο.κ.) στους κόλπους της.

Στα παραπάνω θα πρέπει να τονιστεί ότι το τραπεζικό τερματικό ΕΡΤΡΟS στα φυσικά καταστήματα αποτελεί το δίκτυο αποδοχής από το οποίο θα περάσουν όλες οι σύγχρονες υπηρεσίες ηλεκτρονικής πληρωμής όπως instant payments, wallet payments κτλ αναδεικνύοντας τη σημασία του ποιος προσφέρει στην αγορά αυτές τις υπηρεσίες.

Με βάση λοιπόν τις διαπιστώσεις που προηγούνται, μπορούμε να πούμε ότι η πώληση ενός δικτύου εκκαθάρισης συναλλαγών από μια τράπεζα σ’ έναν παγκόσμιο φορέα παροχής ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι μια πολυσύνθετη υπόθεση με αρκετές μη ορατές πτυχές για τον κοινό θνητό που συναλλάσσεται σε μια αχανή πλέον αγορά.

Αυτό σημαίνει ότι ένα μη εθνικό δίκτυο, μπορεί να έχει τον έλεγχο μέρος του κυκλοφοριακού συστήματος μιας οικονομίας, που είναι το χρήμα που ρέει στους κόλπους της.

Σωστά λοιπόν επισημαίνεται ότι ο ρόλος που διαδραματίζουν οι Acquirers στην ενεργοποίηση της ψηφιοποίησης των πληρωμών στην οικονομία είναι ζωτικός. Κάθε φορά που ένας καταναλωτής πληρώνει έναν έμπορο, ο Acquire συλλέγει, εξουσιοδοτεί, επεξεργάζεται και διευθετεί αυτή τη συναλλαγή.

Για να λειτουργήσει το μέσο πληρωμής που θα παρουσιάσει ο καταναλωτής προκειμένου να πραγματοποιήσει την ηλεκτρονική πληρωμή απαραίτητη προϋπόθεση είναι η υποστήριξη της αποδοχής και εκκαθάρισης αυτής της συναλλαγής από τον Merchant Acquirer. Διαμορφώνεται ετσι, κατ’αυτόν τον τρόπο, το πεδίο των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής μιας αγοράς.

Επιπρόσθετα, η απόκτηση ενός εμπόρου από έναν Acquirer (δηλαδή το άνοιγμα λογαριασμού για την πίστωση χρημάτων από την εκκαθάριση των ηλεκτρονικών πληρωμών) μπορεί να φέρει σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την πίστωση και την απάτη.

Είναι κατανοητό, ότι αν μια Τράπεζα έχει ανάγκη κεφαλαίων θα προχωρήσει αναγκαστικά στην πώληση των assets που έχει, ώστε να καλύψει την συγκεκριμένη ανάγκη. Ταυτόχρονα η Τράπεζα της Ελλάδας, το υπουργείο Οικονομίας, η ΑΑΔΕ και οι Έλληνες Τραπεζίτες γνωρίζουν την στρατηγική αξία των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των αντίστοιχων ηλεκτρονικών δικτύων εμπορίου και θα πρέπει να αξιολογήσουν μελλοντικές παρόμοιες ενέργειες που θα μπορούσαν να κάμψουν τον δυναμισμό της ελληνικής οικονομίας.
Κάθε άλλο παρά απλό είναι συνεπώς το όλο θέμα και υπάρχει μια σειρά από ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν:

Πως θα διασφαλισθεί ότι δεν θα γίνεται εκκαθάριση συναλλαγών εκτός Ελλάδος που θα είχε ως αποτέλεσμα:
– την απώλεια εσόδων για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα
δεν θα χάνονται έσοδα που θα έπρεπε να εισπράττει το Δημόσιο μέσω της φορολόγησης του κύκλου συναλλαγών επιχειρήσεων και της απόδοσης του ΦΠΑ?

Ποιά είναι η διάσταση των ευκαιριών απάτης?

Στην περίπτωση που οι τοπικοί Acquirers πουλήσουν τις άδειες τους σε εταιρείες του εξωτερικού, ποιος θα ελέγχει τα δίκτυα ηλεκτρονικών πληρωμών ecommerce και POS στην Ελλάδα όταν όλο και περισσότερες συναλλαγές θα γίνονται ηλεκτρονικά. Οι τράπεζες θα αρκεστούν στις συναλλαγές καταθέσεων, αναλήψεων, μεταφορών, πληρωμών μέσα από το Internet Banking, τα ATM και ταμεία;

Πως θα λειτουργήσει η αγορά σε ένα ακραίο σενάριο όπως αυτό του 2015, αν ένας Acquirer του εξωτερικού που ελέγχει ένα σημαντικό μερίδιο του δικτύου της Ελληνικής αγοράς θεωρήσει τους Έλληνες Issuers αφερέγγυους και σταματήσει για ένα διάστημα την λειτουργία του ελληνικού δικτύου;

Τι θα συμβεί αν ο Acquirer του εξωτερικού αποφασίσει να πουλήσει το Ελληνικό δίκτυο ηλεκτρονικών συναλλαγών σε μια τρίτη εταιρεία που έχει συμφέροντα εκτός ΕΕ;

Πως θα προστατευθούν οι Έμποροι από υψηλές τιμολογήσεις; Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι μη Τραπεζικοί Acquirers για να καλύψουν τις επενδύσεις τους έχουν υψηλότερα τιμολόγια από τα τιμολόγια των Τραπεζών.

Γιατί πολλές χώρες της ΕΕ έχουν τοπικές κάρτες μη συνδεδεμένες με διεθνή σχήματα πληρωμών; Μήπως είναι η κατάλληλη ώρα να σκεφτούμε και εμείς μια τοπική κάρτα που θα έχει χαμηλότερο κόστος για τον έμπορο και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών για τις αγορές στην Ελλάδα;