Να τιμήσουμε, λένε, τον αγώνα και τις θυσίες των αγωνιστών. Με τι μούτρα; Είναι δυνατό να μιλάμε εμείς για τον αγώνα της ΕΟΚΑ; Να ασεβούμε ξεδιάντροπα; Καλύτερα να κλείσουμε το στόμα μας. Όταν δεν τολμήσαμε να στείλουμε στην Αθήνα μιαν αντιπροσωπεία για τη συμβολική παρουσία μας στην ιστορία των παππούδων μας. Είμαστε ξεχωριστό κράτος, είπαν οι σοφοί μας και δεν έπρεπε να ενοχληθούν οι Τούρκοι και να χαλάσει η ατμόσφαιρα. Ε, υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να καταλάβουν τα ξεπλυμένα μυαλά μας και να δείξουν σεβασμό στη θυσία του Μάκη Γιωργάλλα; Που στα 21 του χρόνια, τη στιγμή που ξεψυχούσε στα χέρια του Γρηγόρη Αυξεντίου, ψιθύριζε: «Μάστρε μου, πεθαίνω, ζήτω η Ελλάδα». Ζήτω το ξεχωριστό κράτος, έπρεπε να ψιθυρίζει. Για να μην τον πούμε σήμερα εθνικιστή. Και κυρίως για να μη διαταράσσουμε τη μακαριότητα των ψευδαισθήσεών μας.
Ανίκανοι, έστω και για να υποπτευθούμε σήμερα από τι υλικά ήταν κτισμένος ένας 19χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης, που στάθηκε ολόρθος μπροστά από τον εγκάθετο δικαστή των αποικιοκρατών και του είπε: «Γνωρίζω ότι θα καταδικαστώ σε θάνατο. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος που ζητά τη λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θ΄ αντικρίσει την αγχόνη: Ζήτω η Ένωσης της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα. Τίποτε άλλο». Το ακούς σήμερα και νομίζεις πως ακούς παραμύθια, υπερβολές, ψευτιές που έγραψαν οι ιστορικοί για να πλάσουν ήρωες. Διότι, είναι αδύνατο να συλλάβει το βραχυκυκλωμένο μυαλό μας το μέγεθος των ανθρώπων, που από τα χωράφια και τη φτώχεια σήκωσαν ανάστημα σαν να ήταν γίγαντες της μυθολογίας για να παλέψουν για Ένωση και Ελευθερία. Απέναντι σε έναν αποικιοκράτη που άπλωνε τους στρατούς του στη μισή υφήλιο.
Πώς να το καταλάβεις; Αφού, γύρω σου ένας συρφετός προφεσόρων «νέας τάξεως», πολιτικών με λερωμένες φωλιές, δημοσιογράφων με τρύπιους εγκεφάλους, καταφέρνουν να μολύνουν τον κόσμο με ανιστόρητες διαστρεβλώσεις; Κατεδαφίζουν, περιφρονούν, ρίχνουν σκιές με ένα μόνο σκοπό: να είναι τόσο λαβωμένος ο λαός, να έχει τόσες αμφιβολίες για την ταυτότητα, την ιστορία, την εθνική του αυτογνωσία, τα διδάγματα του, τους προγόνους του, ώστε να τον μάθουν ευκολότερα να υποτάσσεται στη «νέα τάξη», να μην εξεγείρεται και να ανατρέπει με τα αυθόρμητα «όχι» του και την πάλη του για αυτοσυντήρηση, τους όποιους σχεδιασμούς απειλούν την εθνική του υπόσταση. Πώς να καταλάβεις όταν σου λένε ότι ήρθε η ώρα του νέου ρεαλισμού. Ότι ήρθε η ώρα να εξυπηρετήσεις τα συμφέροντα της Τουρκίας για να ζήσεις. Ότι ήρθε η ώρα να μοιραστείς την πατρίδα σου με τους κατακτητές της.
Αν είναι δυνατό να έχεις μούτρα να τιμήσεις σήμερα τον Ανδρέα Κάρυο, τον Ρήγα Φεραίο της ΕΟΚΑ. Που το 1958 έπεφτε μαχόμενος στον αχυρώνα του Λιοπετρίου, έχοντας γράψει δέκα χρόνια προηγουμένως, μέσα σε ελάχιστες λέξεις όλη την ιστορία της ανθρωπότητας: «Είμαι αγρότης, πόσον ωραία να πέσω με σφαίρα στα στήθια, πολεμώντας για την αλήθεια, για τα συμφέροντα τα εθνικά». Ποιαν αλήθεια, θα μας πουν σήμερα; Ποια εθνικά συμφέροντα; Αυτά δεν είναι πολιτική ορθότητα. Έπρεπε να λάβει υπόψη του τις διεθνείς συγκυρίες ο Κάρυος. Έπρεπε να ξέρει ότι οι Βρετανοί έχασαν το Σουέζ και δεν ήταν σωστό να χάσουν και την Κύπρο. Στο κάτω – κάτω, μια χαρά περνούσαν με τους Άγγλους, έπρεπε να κάτσουν όλοι στα βραστά τους. Όπως καθόμαστε εμείς σήμερα, που μορφωθήκαμε, χορτάσαμε και μελετούμε πια τις διεθνείς συγκυρίες για να παίρνουμε τις αποφάσεις μας και να ξέρουμε πόση ελευθερία και πόση αξιοπρέπεια μας αναλογεί. Οι υπόδουλοι παππούδες μας του 1950, που δεν είχαν να φάνε, έπρεπε να μελετούν τις έρευνες της PRIO και το διεθνές περιβάλλον, να περνούν από τα φροντιστήρια των πρεσβειών και των NGO, να εισπράττουν και καμιά χορηγία για διαλέξεις και μετά να αποφασίζουν αν θα ακολουθήσουν συνετά το δρόμο του νέου ρεαλισμού ή αν θα σηκώσουν κεφάλι για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Όπως κάνουμε σήμερα οι σπουδασμένοι ορθολογιστές νεοκύπριοι. Που έχουμε πια προφεσόρους να δικαιολογούν τον αποπροσανατολισμό μας και να μας εξηγούν ότι οι μεγάλες ιδέες της ελευθερίας και του ανθρωπισμού δεν είναι πολιτική ορθότητα. Και δεν έχουμε ούτε έναν Κώστα Μόντη να γράψει στον Γρηγόρη Αυξεντίου: Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα, να μας κοιτάζει να μην ξεστρατίσουμε…