Με το βλέμμα στην κομβική για την ελληνική οικονομία τετραετία 2022 – 2025, οι τραπεζικές διοικήσεις καταστρώνουν τα σχέδιά τους για την εξασφάλιση των απαραίτητων κεφαλαιακών ενισχύσεων και τη δημιουργία μόνιμων πηγών άντλησης ρευστότητας.
Πρόκειται για μία περίοδο που θα κρίνει εν πολλοίς το στοίχημα της επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και σε υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης, μετά την πανδημία.
Συνθήκη αναγκαία για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι η ανασύνταξη και η πλήρης εξυγίανση του κλάδου.
Κι αυτό διότι θα παίξει κομβικό ρόλο τόσο ως προς τη διαχείριση του πακέτου των 30 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και ως προς την αναγκαία χρηματοδότηση της αγοράς με ιδίες δυνάμεις.
Αναμφίβολα η ευκαιρία τόσο για τη χώρα, όσο και για τις τράπεζες που στοχεύουν σε βιώσιμη και διατηρήσιμη κερδοφορία είναι μοναδική.
Το ξεκλείδωμα των αγορών μετά την επιτυχημένη αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς πριν λίγες ημέρες, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης δημοσίου και συστημικών ομίλων από τον οίκο S&P και οι προσδοκίες που καλλιεργούνται για επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα ακόμη και το 2022, καθιστούν τις συνθήκες ευνοϊκές για την εφαρμογή των τραπεζικών επιχειρησιακών σχεδιασμών.
Οι εποπτικές απαιτήσεις
Στο πλαίσιο αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται να ενισχύσουν τους συνολικούς δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας, όχι μόνο για να ανταποκριθούν στη ζήτηση για νέες δανειοδοτήσεις, αλλά και για να πετύχουν την «Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).
Όπως έχει αποφασίσει ο επόπτης, για να προστατευτούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι καταθέτες από ένα κούρεμα και το δημόσιο από ενδεχόμενη διάσωση ενός τραπεζικού ομίλου, οι κεφαλαιακές πηγές του όχι μόνο θα πρέπει να διαφοροποιούνται, αλλά και να φτάσουν έως το 2025 στο 25% του σταθμισμένου στον κίνδυνο ενεργητικού.
Μπορεί ακόμη το σχετικό όριο να μην έχει κλειδώσει, ωστόσο στην αγορά θεωρούν ότι θα κινείται σε αυτά τα επίπεδα, ειδικά εφόσον η ευρωπαϊκή οικονομία επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι 4 συστημικοί όμιλοι (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς) καλούνται να καλύψουν μία απόσταση της τάξης των 10 δισ. ευρώ για να πετύχουν την επιθυμητή βελτιστοποίηση της κεφαλαιακής τους δομής.
Οι νέες ομολογιακές εκδόσεις
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η έκδοση νέων τίτλων θα εξαρτηθεί και από τη ζήτηση που θα εκδηλώνεται κατά περιόδους από την επενδυτική κοινότητα.
Οι εναλλαγές ως προς τους δημοφιλείς σε κάθε συγκυρία τύπους ομολόγων, ενδέχεται να επηρεάσουν το σχέδιο των ελληνικών τραπεζών και το τελικό κόστος άντλησης κεφαλαίων κατά περίπτωση.
Την περασμένη εβδομάδα η Eurobank ολοκλήρωσε την πρώτη από το 2017 έκδοση ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior preferred) ύψους 500 εκατ. ευρώ, με χαμηλό επιτόκιο. Στόχος της διοίκησής της είναι μέσα στο 2021 να πραγματοποιήσει μία ακόμη έκδοση αυτού του τύπου, ενώ ανάλογες πρωτοβουλίες αναμένονται και για τη διετία 2022 – 2023.
Η Τράπεζα Πειραιώς σκοπεύει να εκδώσει μέσα στη χρονιά τίτλους της κατηγορίας Tier1 (πρόσθετα βασικά κεφάλαια), ύψους έως 600 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για υβριδικά ομόλογα (ΑΤ1), που έχουν το πλεονέκτημα για τον εκδότη πως ακόμη και αν δεν καταβληθεί κάποιο κουπόνι, αυτό δεν οδηγεί σε χρεοκοπία (default).
Η Εθνική Τράπεζα από την άλλη εξέδωσε πρόσφατα πράσινο ομόλογο υψηλής εξασφάλισης, το πρώτο στην ελληνική αγορά, ύψους 500 εκατ. ευρώ, ενώ το 2019 είχε αντλήσει 400 εκατ. ευρώ, επίσης μέσω τίτλων μειωμένης εξασφάλισης.
Μέχρι και το τέλος του 2022 στοχεύει σε ενίσχυση του συνολικού δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας κατά 200 μονάδες βάση με έκδοση ΑΤ1, αλλά και τίτλων της κατηγορίας Tier IΙ.
Η Alpha Bank τέλος προχώρησε μέσα σε ένα 12μηνο στην έκδοση δύο τίτλων μειωμένης εξασφάλισης (Tier II), μέσω των οποίων συγκέντρωσε 1 δισ. ευρώ, με τη διοίκησή της να στοχεύει σε νέες ενέργειες άντλησης κεφαλαίων τους επόμενους 18 μήνες.
Πηγή: ot.gr