Του Σωτήρη Νταλή*
Μετά το τέλος του καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έπρεπε να αναζητηθεί η κατάλληλη μεθοδολογία για να «λυθεί» το γερμανικό «πρόβλημα». Η ελεγχόμενη από τη Δύση, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπρεπε να προχωρήσει σε μια σταδιακή εκβιομηχάνιση και προς αυτή την κατεύθυνση «πίεζαν» οι ΗΠΑ τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Κάπως έτσι μέσα από τις στάχτες του πολέμου προέκυψε μια καινοτόμος θεσμική πρόταση, στην οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο, προϊόν των εργασιών της ομάδας που εργάστηκε γύρω από τον Επιθεωρητή Σχεδιασμού της Γαλλικής Κυβέρνησης, τον Ζαν Μονέ.
Η ιδέα ήταν να τεθούν υπό μια κοινή αρχή η παραγωγή και η διαχείριση του άνθρακα και του χάλυβα, απαραίτητων πόρων για την ανάπτυξη των βιομηχανιών. Tην πρόταση του Ζαν Μονέ, ανέλαβε να την προωθήσει πολιτικά ο Ρομπέρ Σουμάν, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας. Έξι κράτη (Γαλλία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Βέλγιο, Ιταλία, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) αποδέχτηκαν το σχέδιο μιας «λειτουργικής» κοινότητας, «υπερεθνικού» χαρακτήρα.
Στις 9 Μαΐου 1950 (έκτοτε Ημέρα της Ευρώπης), ο Ρομπέρ Σουμάν θα παρουσιάσει αυτή τη θεσμική καινοτομία με την ιστορική δήλωσή του, η οποία υπογράμμιζε ότι, «η παγκόσμια ειρήνη δεν μπορεί να διατηρηθεί αν δεν αναληφθούν δημιουργικές προσπάθειες ανάλογες των κινδύνων που την απειλούν. Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιάς, ούτε σε ένα συνολικό οικοδόμημα: θα διαμορφωθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που θα δημιουργήσουν πρώτα μια πραγματική αλληλεγγύη.
Η από κοινού διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα … θα αλλάξει το πεπρωμένο αυτών των περιοχών που επί μακρόν ασχολούνταν με την κατασκευή όπλων για πολέμους των οποίων υπήρξαν σχεδόν μονίμως τα θύματα».
Στη λογική της Δήλωσης Σουμάν της 9ης Μαΐου 1950, τα έξι κράτη που συμφώνησαν, θα υπογράψουν ένα χρόνο αργότερα στο Παρίσι στις 18 Απριλίου του 1951, τη Συνθήκη που θα ιδρύσει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Οι εκπρόσωπο των έξι κρατών θα δηλώσουν: «…αποφασισμένοι να υποκαταστήσουν τους προαιώνιους ανταγωνισμούς με τη συγχώνευση των ουσιαστικών συμφερόντων τους, να δημιουργήσουν με την εγκαθίδρυση μιας οικονομικής κοινότητας τα πρώτα όργανα μιας περισσότερο πλατιάς και ανεξάρτητης κοινότητας μεταξύ λαών που επί μακρόν υπήρξαν αντίπαλοι σε αιματηρές συγκρούσεις και να θέσουν τις βάσεις θεσμών ικανών να κατευθύνουν ένα πεπρωμένο που εις το εξής θα είναι κοινό».
Η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα εξασφάλισε στην Ευρώπη ειρήνη, ευημερία και συνείδηση κοινότητας προκειμένου να ξεπεραστούν οι αντιθέσεις. Με την ευρωπαϊκή ενοποίηση αντλήσαμε διδάγματα από τις αιματηρές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος.
Πέρα από την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία, στις επιτυχίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης συμπεριλαμβάνονται οι αρχές, αλλά και η μορφή συνεργασίας στην Ευρώπη: δημοκρατία, ισότητα δικαιωμάτων, διαφάνεια, επικουρικότητα, αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ελευθερία, αλληλεγγύη και ανεκτικότητα είναι μερικές από τις βασικές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς η ΕΕ δεν είναι απλώς ένας οικονομικός χώρος αλλά και μια κοινωνία αξιών.
Σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση σηματοδοτεί πρωτίστως την ειρήνη στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο που δοκιμάστηκε τόσο σκληρά στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία σημαίνει όμως και ένα πρότυπο ανάπτυξης μοναδικό στον κόσμο, που συνδυάζει κάποιες πολιτικές αλληλεγγύης με αντικειμενικό σκοπό μια ανάπτυξη που πρέπει να συμμεριζόμαστε όλοι.
Πριν από ένα χρόνο όταν κορυφώθηκε η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία, η αρχική έλλειψη αλληλεγγύης, λόγω του προβληματικού συντονισμού των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, εμφάνισε μια Ευρώπη διχασμένη, με το Ευρωπαϊκό Σχέδιο να διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο και ανάγκασε τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ (1985-1995), μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ιστορίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, να μιλήσει για το μικρόβιο που επέστρεψε, παραπέμποντας κυριολεκτικά στην πανδημία, όμως μεταφορικά ήθελε να περιγράψει το κλίμα διχόνοιας που απειλούσε να δηλητηριάσει για άλλη μια φορά την Ευρώπη. Αυτό εννοούσε όταν τόνιζε ότι «το κλίμα που επικρατεί σήμερα μεταξύ των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων και η έλλειψη αλληλεγγύης συνιστούν θανάσιμο κίνδυνο για την ΕΕ».
Την τελευταία δεκαετία, η ΕΕ βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια πολυεπίπεδη κρίση, μεταναστευτική-προσφυγική, οικονομική, ασφάλειας, και γεωπολιτικής αδυναμίας, η οποία απείλησε τον βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού σχεδίου, τη συνοχή, και ενίσχυσε την απόκλιση των κρατών-μελών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Ευρωζώνη έχοντας ήδη αντιμετωπίσει την κρίση του ευρώ και τη χρηματοπιστωτική κρίση, έπρεπε να αποφύγει λάθη εκείνης της περιόδου. Στόχος ήταν να μην επαναληφθούν ζημιές διαρκείας στην οικονομία της Ευρωζώνης. Όμως προηγουμένως η ΕΕ έπρεπε να ελέγξει την εξάπλωση της πανδημίας.
Αυτό που συγκρατούμε από την πρώτη φάση της διαχείρισης της κρίσης της πανδημίας του Covid-19, είναι το γεγονός πως η ΕΕ σε άλλη μια κρίση έδειξε πως το κλειδί για να ανταποκριθεί στις σημερινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι να εξοπλιστεί με την απαραίτητη κυριαρχία και αλληλεγγύη. Για να καθορίζει η ίδια το μέλλον της χρειάζεται περισσότερη κυριαρχία.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν να λειτουργήσουμε συντονισμένα με αλληλεγγύη και με σεβασμό στον ρόλο της επιστήμης για να ξεπεραστεί η πανδημία και μετά θα ξαναδούμε τη νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ και την αναζήτηση νέων εργαλείων και νέων δυνατοτήτων.
Είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα για την Ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών –μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η εμβάθυνση και ολοκλήρωση της Ευρωζώνης πρέπει να είναι ο βασικός άξονας των θεσμικών πρωτοβουλιών, τις οποίες θα συμπληρώνει το σχέδιο ανάπτυξης της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας, προκειμένου η ΕΕ να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τη στρατηγική της αυτονομία, να μπορεί να διαχειριστεί τις διεθνείς κρίσεις μόνη της και να εγγυάται τα εξωτερικά σύνορά της.
Η νέα συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αναζήτηση μιας νέας αλληλεγγύης, όπου η σύγκλιση των συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.
*αν. καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί το βιβλίου του: «H «δύσκολη» Ευρώπη. Σε αναζήτηση της νέας Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης»