Πεντακόσιες πενήντα οκτώ ημέρες πέρασαν από την τελευταία φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ταγίπ Ερντογάν συναντήθηκαν για μια χειραψία και για δυο κουβέντες στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ.
Από τον Δεκέμβριο του 2019 πέρασαν πολλά, κυρίως μια άνευ προηγουμένου ένταση στα ελληνοτουρκικά με τις δύο χώρες να πλησιάζουν σε θερμό επεισόδιο με τη φρεγάτα «Λήμνος» και το «Oruc Reis». Εφτασε Ιούνιος 2021 για να συναντηθεί ξανά ο έλληνας πρωθυπουργός με τον τούρκο πρόεδρο.
Πρόκειται για βήμα αποκλιμάκωσης και διασφάλισης ήρεμων νερών για το καλοκαίρι παρά τα ανοιχτά θέματα και τις σοβαρές διαφορές που παραμένουν. Οι δύο πλευρές επιχειρούν, δε, να κερδίσουν χρόνο και -για την ώρα- για τακτικούς λόγους να βάλουν τα προβλήματα στο «ράφι» μέχρι νεωτέρας.
Το ζητούμενο τη δεδομένη χρονική στιγμή, ύστερα και από την επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Αθήνα, ήταν να παγιωθεί η αποκλιμάκωση της έντασης και να επιχειρηθεί με τη συνάντηση των δύο ηγετών μια σχετική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Όπως ενημέρωναν σχετικά κυβερνητικές πηγές, η 50λεπτη συνάντηση διεξήχθη σε θετικό κλίμα και «ο πάγος έσπασε». Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να «αφήσουν πίσω την ένταση του 2020, παρά τις πολύ σημαντικές διαφωνίες που υπάρχουν». Οπως σημείωναν οι ίδιες πηγές, συμφωνήθηκε να αποφεύγονται οι προκλήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε «δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις».
Διευκρινίστηκε, πάντως, ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές σε μία σειρά ζητημάτων με κυριότερο αυτό της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όμως αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και στο πλαίσιο συζητήσεων, όπως οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και οι πολιτικές διαβουλεύσεις, ως το πλαίσιο συνεννόησης, που μπορεί να οδηγήσει στην εκτόνωση της έντασης».
Ο Ερντογάν θέλει διμερή διάλογο με ανοιχτή ατζέντα
Ως προς αυτό, ενδεικτικές των μετέπειτα προθέσεων της Άγκυρας ήταν οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν μετά τη συνάντηση. Όπως προκύπτει από αυτές, ο τούρκος πρόεδρος είναι σταθερά προσηλωμένος στα σχέδια και τις διεκδικήσεις του, όσον αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μιλώντας σε διπλωματική γλώσσα, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε καταρχάς ότι συμφωνεί με τον έλληνα πρωθυπουργό, πως θα πρέπει να κυριαρχήσει η ειρήνη και να αποφευχθεί κάθε ένταση στο Αιγαίο και σε άλλες περιοχές. Στο σημείο αυτό έσπευσε να προσθέσει ότι «δεν χρειάζονται μεσολαβητές με την Ελλάδα» και τάχθηκε υπέρ ενός απευθείας διαλόγου μέσω των διαύλων επικοινωνίας που έχουν οι δύο πλευρές.
Ο τούρκος πρόεδρος, δηλαδή, απέκλεισε την παρέμβαση των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη συνδρομή των οποίων επιδιώκει σταθερά η ελληνική πλευρά σε κάθε συζήτηση με τη γειτονική χώρα.
Παράλληλα, ο τούρκος πρόεδρος μίλησε για επιτροπές διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο χωρών που θα επιλύουν ένα-ένα τα θέματα που υπάρχουν στο τραπέζι, κάνοντας μάλιστα λόγο για «τραπέζι λύσεων» κι όχι προβλημάτων.
Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική πλευρά δέχεται ότι υπάρχουν μόνο δύο θέματα προς συζήτηση με την Άγκυρα: η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και το θέμα της ΑΟΖ. Ωστόσο, κατά την πάγια τακτική της Άγκυρας, ο Ερντογάν ουσιαστικά ανοίγει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προωθώντας τη δική του ατζέντα, ώστε να κερδίσει όσα περισσότερα μπορεί.
Η Τουρκία δεν εμφανίζεται δηλαδή διατεθειμένη να υποχωρήσει σε κάποιο πεδίο από αυτά που έχει ανοίξει η επιθετικά αναθεωρητική πολιτική της, με το αίτημα για συζήτηση χωρίς όρους και προϋποθέσεις να αποτελεί μεγάλο αγκάθι στην προσπάθεια προσέγγισης των δύο χωρών.
Ο… μεταφραστής Καλίν
Σε μια «έκπληξη» της τελευταίας στιγμής που επεφύλασσε ο Ταγίπ Ερντογάν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, η τουρκική προεδρία ζήτησε τη συμμετοχή στη συνάντηση του στενού συνεργάτη του τούρκου προέδρου, Ιμπραήμ Καλίν, σε ρόλο… μεταφραστή.
Ο έλληνας πρωθυπουργός δέχτηκε, υπό τον όρο να συμμετάσχει και η διπλωματική του σύμβουλος, Ελένη Σουρανή.
Σημειώνεται πως οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει εξ αρχής, οι δύο διερμηνείς να είναι οι μοναδικοί που θα γνωρίζουν τι ακριβώς θα έχει διαμειφθεί στη συνάντηση και να μην υπάρχουν διευρυμένες συνομιλίες.