Πώς και γιατί οδηγηθήκαμε σε κλιμάκωση στο Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη
για ακόμα μια φορά; Είναι νεκρή ιδέα η «λύση των δύο κρατών»;
Του Πέτρου Κωνσταντινίδη
Η νέα έξαρση βίας
Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε το πιο πρόσφατο επεισόδιο στην πολυετή διαμάχη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Τι οδήγησε σε μια ακόμη κλιμάκωση, επτά χρόνια μετά το πολύνεκρο καλοκαίρι του 2014; Σε αυτό το άρθρο, θα προσπαθήσω να εξηγήσω, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη νηφαλιότητα, τα αίτια πίσω από αυτή τη διαμάχη, καθώς και την προκαθορισμένη, καθώς φαίνεται, κατάληξή της.
Ας αρχίσουμε από τις τελευταίες καταιγιστικές εξελίξεις. Την Κυριακή 9 Μαΐου, μεγάλος αριθμός Παλαιστινίων είχε συγκεντρωθεί στο τέμενος Αλ-Άκσα (το τρίτο τη σειρά ιερότερο μνημείο του Ισλάμ) και το χώρο γύρω από αυτό για την τέλεση της προσευχής. Το κλίμα ήταν τεταμένο, καθώς τις προηγούμενες ημέρες είχαν ξεσπάσει συμπλοκές μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων με αφορμή την πολιτική εποικισμών του Ισραήλ.
Στις 10 Μαΐου αναμενόταν η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ σχετικά με τη νομιμοποίηση – ή μη – της έξωσης Παλαιστινίων από τις κατοικίες τους στη συνοικία Σέιχ Τζαράχ της κατεχόμενης από το Ισραήλ Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Βασιζόμενοι σε τίτλους ιδιοκτησίας του 19ου αιώνα, Ισραηλινες οργανώσεις διεκδικούν οικόπεδα στη συγκεκριμένη συνοικία. Από την έξοδο των Παλαιστινίων το 1948 που οδήγησε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, στο Σέιχ Τζαράχ κατέφυγαν πολλές οικογένειες Παλαιστινίων που είχαν εκδιωχθεί από τις περιοχές που κατέλαβε το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Λόγω των συμπλοκών, η έκδοση της απόφασης αναβλήθηκε.
Η τακτική των εποικισμών είναι πάγια πολιτική του κράτους του Ισραήλ για την ουσιαστική επέκταση των εδαφών του, παραβιάζοντας τα σύνορα που ορίστηκαν το 1967 μετά τη λήξη του Πολέμου των Έξι Ημερών. Οι εποικισμοί έχουν κριθεί παράνομοι από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, αυτό δεν έχει σταματήσει την επεκτατική πολιτική του Ισραήλ, με τους εποικισμούς, μάλιστα, να συνεχίζουν με εντεινόμενο ρυθμό κατά τα τελευταία χρόνια, επί πρωθυπουργίας Νετανιάχου.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο βράδυ της περασμένης Κυριακής. Η συγκέντρωση των Παλαιστινίων γύρω από το τέμενος Αλ-Άκσα, γρήγορα μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά των εποικισμών στο Σέιχ Τζαράχ. Από τη μεριά των διαδηλωτών, εκτοξεύθηκαν πέτρες προς τους αστυνομικούς που παρευρίσκονταν στο χώρο. Η ισραηλινή αστυνομία έσπευσε να διασπάσει το πλήθος, χρησιμοποιώντας χημικά και σφαίρες καουτσούκ κατά των Παλαιστινίων. Αστυνομικοί εισέβαλαν στο τζαμί και συνέχισαν τη ρίψη χημικών εντός του ιερού χώρου. Συνολικά τραυματίστηκαν περισσότεροι από 215 Παλαιστίνιοι διαδηλωτές, εκ των οποίων οι 153 χρειάστηκαν νοσοκομειακή φροντίδα.
Την ίδια ημέρα οι Ισραηλινοί γιόρταζαν την «Ημέρα της Ιερουσαλήμ», που σηματοδοτεί τη νίκη τους κατά των Αράβων στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Ένα βίντεο που αναμεταδόθηκε από διάφορα μέσα παγκοσμίως, δείχνει με συμβολικό τρόπο τον πόλεμο των συναισθημάτων μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών το βράδυ της 9ης Μαΐου. Την ώρα που οι Παλαιστίνιοι διαδηλωτές δέχονταν χημικά και σφαίρες εντός του ιερού τους ναού, Ισραηλινοί εθνικιστές γιόρταζαν τη στρατιωτική υπεροχή της χώρας τους – παρελθοντική, παροντική και μέλλουσα. Μιας χώρας, που, αν και συχνά επονομάζεται «η μοναδική δημοκρατία της Μέσης Ανατολής», αντιμετωπίζει τους Παλαιστίνιους ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, θυμίζοντας το απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες, οι εντάσεις συνεχίστηκαν σε διάφορες πόλεις του Ισραήλ, όπου Άραβες Ισραηλινοί πολίτες (Παλαιστίνιοι που διαμένουν στο κράτος του Ισραήλ και έχουν ισραηλινή υπηκοότητα) προχώρησαν σε διαδηλώσεις, που οδήγησαν με τη σειρά τους σε συμπλοκές και υλικές καταστροφές. Στην πόλη Λοντ, μάλιστα, έπειτα από παρέμβαση του δημάρχου, ο Νετανιάχου κύρηξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης την Τετάρτη 11 Μαΐου.
Κεφάλαιο Χαμάς
Το κίνημα ισλαμιστικής αντίστασης, όπως μεταφράζεται στα Ελληνικά η Χαμάς, είναι η μία εκ των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων των Παλαιστινίων. Έχοντας την αποκλεισμένη απ’όλες τις πλευρές Λωρίδα της Γάζας υπό τον έλεγχο της, η Χαμάς είναι ένας μόνιμος πονοκέφαλος για το Ισραήλ, καθώς διαθέτει στρατιωτική δύναμη. Η Χαμάς χαρακτηρίζεται από ορισμένους οργανισμούς και κράτη (όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ) ως τρομοκρατική οργάνωση, ενώ από άλλους (πχ. Ηνωμένο Βασίλειο) χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατικό μόνο το στρατιωτικό της τμήμα.
Καθώς η Λωρίδα της Γάζας περιφράσσεται με τείχος και συρματοπλέγματα, η Χαμάς δεν διαθέτει τόσο πεζοπόρα τμήματα, αλλά κυρίως πυραύλους που φέρουν την ονομασία «Κασσάμ». Λόγω του εμπάργκο που έχει επιβληθεί στη Γάζα, οι πύραυλοι είναι αυτοσχέδιοι, με χημικό λίπασμα ως βασική εκρηκτική ύλη. Ωστόσο, αν και δεν συγκρίνονται με εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα, οι πύραυλοι έχουν καταφέρει ουκ ολίγα πλήγματα στο Ισραηλινό έδαφος την τελευταία εικοσαετία, σκοτώνοντας, ως επί το πλείστον, άμαχο πληθυσμό.
Από το απόγευμα της 10ης Μαΐου, η Χαμάς έχει εξαπολύσει περισσότερους από 1500 πυραύλους προς το Ισραήλ, ως αντίποινα για την έξαρση βίας που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες ημέρες. Ωστόσο, μόνο μερικές δεκάδες από αυτούς τους πυραύλους έφτασαν σε ισραηλινό έδαφος. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πρόχειρή τους κατασκευή, αλλά κυρίως στο αμυντικό υπερόπλο των Ισραηλινών που ονομάζεται «σιδηρούς θόλος» (Iron Dome). Το αντιπυραυλικό αυτό σύστημα βασίζεται στην άμεση εναέρια εξουδετέρωση πυραύλων που εκτοξεύονται από απόσταση έως και 70 χιλιόμετρα μακριά.
Οι πύραυλοι της Χαμάς έχουν σκοτώσει μέχρι στιγμής επτά άτομα σε Ισραηλινό έδαφος από την έναρξη των συγκρούσεων τη Δευτέρα. Από την άλλη, οι Ισραηλινοί βομβαρδισμοί στη Γάζα έχουν οδηγήσει σε θάνατο τουλάχιστον 67 άτομα, εκ των οποίων 17 ανήλικους, σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας της Γάζας. Οι ισραηλινές αρχές τονίζουν ότι οι βομβαρδισμοί είναι στοχευμένοι και αποσκοπούν στην εξουδετέρωση στελεχών της Χαμάς, καθώς και κτίρια στα οποία βρίσκονται πολεμοφόδια της ισλαμιστικής οργάνωσης. Σύμφωνα με το Ισραήλ, από τους βομβαρδισμούς των τελευταίων ημερών έχουν εξουδετερωθεί 16 στόχοι-μέλη της Χαμάς, εκ των οποίων ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της οργάνωσης.
Η αλήθεια είναι πως ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Γάζας υποστηρίζουν τη Χαμάς και πιθανώς ανήκουν και σε αυτήν. Βέβαια, το καθεστώς της Χάμας χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και επομένως τα περιθώρια για την ύπαρξη αντιφρονούντων εντός της αποκλεισμένης λωρίδας είναι περιορισμένα. Ωστόσο, η ρητορική που επικαλείται συχνά-πυκνά το Ισραήλ και στοχοποιεί τους Γαζάουι στο σύνολο τους, δεν δικαιολογεί τη δολοφονία αμάχων και την ισοπέδωση κτιρίων όπως η 13όροφη πολυκατοικία που βομβαρδίστηκε το βράδυ της Τρίτης.
Η υπερασπιστική γραμμή του Ισραήλ στις κατηγορίες για τυφλή χρήση βίας υποστηρίζει ότι η Χαμάς τοποθετεί στρατηγικά τα όπλα της σε κατοικημένες περιοχές, και ιδίως κοντά σε σχολεία και νοσοκομεία, προκειμένου να αποτρέψει βομβαρδισμούς – μα, και όταν αυτοί γίνονται, να μπορεί να κατηγορεί το Ισραήλ για δολοφονίες αμάχων και παιδιών. Αν και αυτό δεν είναι απόλυτα αποδεδειγμένο, υπάρχουν ενδείξεις που υποστηρίζουν την υπόθεση. Άλλωστε, οι διεθνείς διενέξεις είναι πάντα και πόλεμοι εντυπώσεων.
Γιατί τώρα;
Γιατί όμως παρακολουθούμε αυτή την κλιμάκωση τις τελευταίες μέρες; Οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με τον εποικισμό της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, σε συνδυασμό με την άγρια καταστολή των διαδηλώσεων από πλευράς των αστυνομικών δυνάμεων του Ισραήλ, σίγουρα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, υπάρχουν και πολιτικές εξελίξεις – ή μάλλον καθυστερήσεις – που έχουν συμβάλει στην εκδήλωση της έντασης.
Από τη μία, το Ισραήλ έχει μείνει, ουσιαστικά, χωρίς κυβέρνηση. Από τον Απρίλιο του 2019, έχουν διενεργηθεί τέσσερις βουλευτικές εκλογές. Ο εκλογικός νόμος απλής αναλογικής έχει οδηγήσει σε μια διετή πολιτική κρίση που ακόμα δεν έχει επιλυθεί. Το δεξιό Λίκουντ του Μπενγιαμίν Νετανιάχου παραμένει πρώτο κόμμα. Έχει, όμως, χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής του, λόγω και των σκανδάλων διαφθοράς για τα οποία κατηγορείται ο Ισραηλινός πρωθυπουργός που κυβερνά από το 2009.
Το Δεκέμβριο του 2020, η Κνεσσέτ διαλύθηκε λόγω της αδυναμίας των κομμάτων να συμφωνήσουν στο σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2021. Έτσι, διενεργήθηκαν νέες εκλογές τον περασμένο Μάρτιο, στις οποίες το Λίκουντ έλαβε την πρώτη θέση με 24%. Μετά την αδυναμία του Νετανιάχου να σχηματίσει κυβέρνηση ως τις αρχές Μαΐου, τη διερευνητική εντολή έχει σήμερα ο επικεφαλής του κεντρώου Γες Ατίντ, Γιαΐρ Λαπίντ. Αν και ο Λαπίντ φέρεται να είχε προχωρήσει σε κατ’αρχήν συμφωνία με σχεδόν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης για το σχηματισμό κυβέρνησης, οι πρόσφατες συγκρούσεις πάγωσαν τις διαπραγματεύσεις.
Ο Νετανιάχου παίζει την τελευταία του ζαριά, επιδιώκοντας να οφεληθεί πολιτικά από την ένταση που προκαλεί ο νέος πόλεμος. Αλλωστε, η ύπαρξη ενός εξωτερικού εχθρού – των Παλαιστινίων, εν προκειμένω – λειτουργεί υπέρ της εκάστοτε κυβέρνησης. Αν ο Νετανιάχου βγει ισχυρότερος από τη διένεξη με τη Χαμάς, ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς αυτόν καθίσταται δύσκολος. Το σκληρό δόγμα μηδενικής ανοχής που προτάσσει απέναντι στους Παλαιστίνιους λειτουργεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στο στρατόπεδο των Παλαιστινίων, επικρατεί μια παρόμοια κατάσταση. Η ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής, υπό τον πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς (Φατάχ), είχε προκυρήξει εκλογές για το νομοθετικό συμβούλιο της Παλαιστίνης. Οι εκλογές θα διενεργούνταν στις 22 Μαΐου και θα ακολουθούνταν από προεδρικές εκλογές τον Ιούνιο. Θα επρόκειτο για τις πρώτες εκλογές του νομοθετικού συμβουλίου από το 2006, όταν πρώτη δύναμη είχε αναδειχθεί η Χαμάς. Έκτοτε, όμως, έχουν μεσολαβήσει πολλές αλλαγές στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή.
Οι δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις (Χαμάς και Φατάχ) πρώτα συνεργάστηκαν, αλλά έπειτα ενεπλάκησαν σε ένοπλη διένεξη στη Γάζα το 2007. Στη συνέχεια, οι σχέσεις των δύο κομμάτων χαρακτηρίζονταν ψυχρές. Το 2020, Φατάχ και Χαμάς συμφώνησαν για τη διεξαγωγή των εκλογών μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου του 2021. Ωστόσο, οι εκλογές ανεβλήθησαν ακόμα μια φορά, καθώς το Ισραήλ καθυστερούσε να δώσει την έγκρισή του για τη συμμετοχή των Παλαιστινίων της Ανατολικής Ιερουσαλήμ στις εκλογές. Μη έχοντας λάβει απάντηση από τις ισραηλινές αρχές, ο Αμπάς προχώρησε στην επ’αόριστον αναβολή των εκλογών στις 29 Απριλίου.
Μετά τις αλλεπάλληλες αναβολές των εκλογών, σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των εχθροπραξιών τις τελευταίες ημέρες, η Χαμάς βγαίνει κερδισμένη ως η μόνη δύναμη που αντιστέκεται εμπράκτως στο Ισραήλ. Είναι αυτονόητο πως οι βομβαρδισμοί στη Γάζα προκαλούν έντονα συναισθήματα και στους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης. Επιπλέον, οι συγκρούσεις με τα ισραηλινά σώματα ασφαλείας συμβάλουν στην περαιτέρω όξυνση του κλίματος, η οποία ευνοεί δυνάμεις που αρνούνται οποιοδήποτε διάλογο με το Ισραήλ, όπως η Χαμάς.
Μια προκαθορισμένη κατάληξη;
Που οδηγούν όμως όλες αυτές οι εξελίξεις στο Ισραήλ και τα παλαιστινιακά εδάφη; Πολιτικά, ευνοούνται οι ακραίες πολιτικές δυνάμεις, εξέλιξη που βάζει την ειρηνική επίλυση της διαμάχης στη σφαίρα της φαντασίας. Όσο περνάει ο καιρός, η μόνιμη θέση της διεθνούς κοινότητας για τη λύση των δύο κρατών, όλο και απομακρύνεται.
Όσο το Ισραήλ συνεχίζει τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, και δεδομένης της παθητικής στάσης της διεθνούς κοινότητας, το κράτος που διεκδικούν οι Παλαιστίνιοι μικραίνει και διασπάται. Η Λωρίδα της Γάζας, που ήδη απειλείται από μια πιθανή εισβολή του Ισραήλ, δύσκολα θα μπορέσει να διατηρήσει την αυτονομία της. Η φτώχεια που προκαλεί ο αποκλεισμός και οι καταστροφές υποδομών από τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στους Γαζάουι, των οποίων, σημειωτέον, η διάμεση ηλικία είναι τα 18 έτη.
Η κατάληξη της πολυετούς διαμάχης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων δείχνει προκαθορισμένη. Το Ισραήλ προχωρά αργά αλλά σταθερά σε μια διαδικασία εθνοκάθαρσης κατά των Παλαιστινίων, χωρίς την υποστήριξη, αλλά με την ανοχή της διεθνούς κοινότητας. Ταυτόχρονα, με νόμους όπως αυτός για το εβραϊκό έθνος-κράτος που ψηφίστηκε το 2018, το Ισραήλ υποβιβάζει τον μη εβραϊκό πληθυσμό της χώρας σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η μόνη πιθανότητα να αναστραφεί η πορεία προς τη λύση του ενός κράτους είναι να υπάρξει αλλαγή στη στάση της διεθνούς κοινότητας γύρω από το ζήτημα, αλλά και να προκύψουν σε Ισραήλ και παλαιστινιακά εδάφη ηγεσίες που θα είναι ανοιχτές στο διάλογο για την εξεύρεση λύσης.
Όσον αφορά τη στάση της διεθνούς κοινότητας, οι πιθανότητες αλλαγής είναι λίγες. Το Ισραήλ διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τους ισχυρούς του πλανήτη, προεξέχοντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά τη στροφή που δείχνουν να πραγματοποιούν οι ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν, οι σχέσεις Ουάσινγκτον-Τελ Αβίβ διέπονται από σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που καθιστούν μάλλον αδύνατο το ενδεχόμενο να αλλάξει η στάση των Αμερικάνων. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ωστόσο ανέκαθεν διατηρούσε μια πιο ισορροπημένη στάση.
Η Ρωσία, από τη μεριά της, απήυθυνε κάλεσμα στις ΗΠΑ, την ΕΕ και τον ΟΗΕ για τετραμερή συνάντηση με στόχο την αποκλιμάκωση της κατάστασης στο Ισραήλ. Ο Ερντογάν, που επιχειρεί να παίξει ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, προέβη σε επιθετικές δηλώσεις κατά του Ισραήλ, αλλά είναι σε ευαίσθητη θέση και λογικά δεν θα θελήσει να ανοίξει ακόμα ένα μέτωπο. Αστάθμητος παράγοντας είναι η Κίνα, η οποία όμως δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Περισσότερες ελπίδες για τη σταθεροποίηση της κατάστασης παρουσιάζουν οι πολιτικές εξελίξεις στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Αν όντως σχηματιστεί κυβέρνηση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στο Ισραήλ, θα συντελεστεί σημαντική πολιτική αλλαγή στη χώρα. Βέβαια, καθώς τα κόμματα που θα συμμαχήσουν κατά του Νετανιάχου προέρχονται από το σύνολο του πολιτικού φάσματος (από εθνικιστές και υπερορθόδοξους εβραίους ως κόμματα της αριστεράς και το ισλαμιστικό Ράαμ), η δυνατότητα λήψης αποφάσεων και η σταθερότητα της κυβέρνησης θα αποτελούν μεγάλα ερωτηματικά. Η πιθανότατη αντικατάσταση του Νετανιάχου στον πρωθυπουργικό θώκο, ωστόσο, είναι από μόνη της ελπιδοφόρα για όσους προκρίνουν μια εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ και Παλαιστινίων.
Στα παλαιστινιακά εδάφη, η πιθανή διενέργεια εκλογών μέσα στο επόμενο διάστημα αποτελεί αίνιγμα, αφού το εκλογικό σώμα είναι πλέον πολύ διαφορετικό σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές του 2006. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, αν και όταν διεξαχθούν οι εκλογές, πρώτη δύναμη αναμένεται να αναδειχθεί η Φατάχ, με τη Χαμάς να έρχεται δεύτερη. Περισσότερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει το ενδεχόμενο αντικατάστασης του Μαχμούντ Αμπάς στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής. Ένας νέος πρόεδρος, έαν βεβαίως συμφωνεί να συζητήσει με το Ισραήλ, θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή στις διεκδικήσεις των Παλαιστινίων και να φέρει μια καινούργια πολιτική ισορροπία.
* Τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο βασίζονται στα διαθέσιμα δεδομένα στις 10:00 πμ (EEST) της Πέμπτης 13 Μαΐου 2021.