Γεωπολιτική δυναμική και «πολιτικές φιλανθρωπίας»… Του Χρίστου Αλεξόπουλου

266

Του Χρίστου Αλεξόπουλου

Ο Ιούνιος του 2021 ήταν πολύ ενδεικτικός των «νέων» χαρακτηριστικών της γεωπολιτικής δυναμικής μετά την αλλαγή κατεύθυνσης της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που δρομολόγησε η εκλογή του Joe Biden στην προεδρία και την όλο και πιο ενεργή εμπλοκή της Κίνας στο γεωπολιτικό πεδίο, η οποία αξιοποιεί όχι μόνο την στρατιωτική ισχύ αλλά και την οικονομική διείσδυση σε πλανητικό επίπεδο.

Συγκεκριμένα έγινε η σύνοδος του ΝΑΤΟ και η διάσκεψη των G7, ενώ πραγματοποιήθηκε και η συνάντηση του αμερικανού προέδρου με τον ρώσο ομόλογο του.

Οι συνθήκες, που επικρατούν σε παγκόσμιο επίπεδο ως προς την στρατιωτική ισχύ, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας για την Ειρήνη (SIPRI) στη Σουηδία αυξάνουν τον βαθμό διακινδύνευσης. Ο αριθμός των πυρηνικών κεφαλών, που είναι διαθέσιμες για αξιοποίηση, αυξήθηκε από 3.720 το 2020 σε 3.825 το 2021. Οι περισσότερες από αυτές είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στην Ρωσία.

Η Ρωσία με 6.255 και οι ΗΠΑ με 5.550 κατέχουν πάνω από το 90% των πυρηνικών όπλων παγκοσμίως. Σύμφωνα με το SIPRI το 2021 δεν  επενδύουν μόνο οι ΗΠΑ και η Ρωσία στους πυρηνικούς εξοπλισμούς και την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων αλλά και οι υπόλοιπες 7 πυρηνικές δυνάμεις (Κίνα, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ισραήλ, Πακιστάν, Ινδία και Β. Κορέα).

Είναι εμφανές, ότι η ειρηνική πορεία στηρίζεται στην στρατιωτική ισχύ και στην αποτροπή, ώστε να διευκολύνεται η προώθηση εθνικών συμφερόντων και ανάλογων οπτικών διαχείρισης της πραγματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου 2021 από το ένα μέρος τονίσθηκε, ότι η Ρωσία ακολουθεί μια επικίνδυνη επιθετική γεωπολιτική τακτική και από το άλλο μέρος προετοιμάσθηκε το έδαφος για την συνάντηση του αμερικανού προέδρου με τον πρόεδρο της Ρωσίας στη Γενεύη μερικές ημέρες αργότερα.

Βασικά σημεία των συνομιλιών των δύο προέδρων ήταν ο έλεγχος των εξοπλισμών και η αποκατάσταση στρατηγικής σταθερότητας. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην ανάγκη ελέγχου των εξοπλισμών, διότι με την αξιοποίηση της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης στα οπλικά συστήματα έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι για την διαμόρφωση συγκρουσιακών συνθηκών.

Αυτά τα δεδομένα της πραγματικότητας καθιστούν αναγκαία την αποκλιμάκωση της έντασης, η οποία παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, εάν ληφθεί υπόψη και η παρουσία ακόμη ενός ισχυρού παράγοντα στο γεωπολιτικό πεδίο, όπως είναι η Κίνα. Αυτή η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα ώθησε το ΝΑΤΟ να κάνει δημόσια προτροπή, η Κίνα να τιμά τις διεθνείς της δεσμεύσεις, να δημοσιοποιήσει τις πυρηνικές της δυνατότητες και να προχωρήσει σε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Η Κίνα αποτελεί συστημικό κίνδυνο για το ΝΑΤΟ. Δεν μοιράζεται τις ίδιες αξίες και στο οικονομικό πεδίο προσπαθεί να αποκτήσει επιρροή στο εσωτερικό των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (π.χ. ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης λιμανιών, αεροδρομίων κ.λ.π.). Γι? αυτό το ΝΑΤΟ διευρύνει τα όρια εμπλοκής του και πέραν του Ατλαντικού.

Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα κράτη, που συγκροτούν τους G7 (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Ιαπωνία, Καναδάς). Μόνο που δεν ασχολήθηκαν με την άσκηση επιρροής στο γεωπολιτικό πεδίο με εργαλείο την στρατιωτική ισχύ, αλλά με την αξιοποίηση της λογικής της «πολιτικής φιλανθρωπίας».

Συγκεκριμένα οι G7 αποφάσισαν να δώσουν δωρεάν τουλάχιστον 1 δισεκατομμύριο εμβόλια κατά του Covid-19 σε φτωχές χώρες έως το τέλος του 2022. Σημειώνεται, ότι, ενώ σχεδόν το 50% του πληθυσμού των κρατών-μελών του G7 έχει κάνει τουλάχιστον μια δόση του εμβολίου, το παγκόσμιο ποσοστό είναι γύρω στο 13% και στην Αφρική κινείται στο 2,2% (στοιχεία μέχρι τα μέσα Ιουνίου 2021). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ( World Health Organisation) για την κάλυψη των αναγκών παγκοσμίως χρειάζονται 11 δισεκατομμύρια εμβόλια.

Σε ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ οι G7 αποφάσισαν να σκληρύνουν και αυτοί την στάση τους απέναντι στην Κίνα σε σχέση με την εμπορική και οικονομική πολιτική, που ακολουθεί, τα ανθρώπινα δικαιώματα (αντιμετώπιση των Ουϊγούρων) και την συρρίκνωση της ελευθερίας των πολιτών στο Hongkong.

Σε σχέση με την κλιματική αλλαγή οι G7 επιβεβαίωσαν την δέσμευση για μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050. Επίσης αποφάσισαν να ενισχύσουν την προστασία του κλίματος στις αναπτυσσόμενες χώρες με 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.

Η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Oxfam άσκησε κριτική σε αυτές τις αποφάσεις, διότι είναι ανεπαρκείς, αν ληφθούν υπόψη η ευθύνη τους για την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και το υψηλό επίπεδο ευημερίας, που έχουν.

Το δε Climate Action Network επεσήμανε, ότι «οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί των G7 λένε μόνο λόγια χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα σε ό,τι αφορά την προστασία του κλίματος». Άμεσα πρέπει να σταματήσουν οι επενδύσεις στην εξόρυξη και χρήση ορυκτών καυσίμων.

Τόσο η σύνοδος των ηγεσιών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ όσο και η διάσκεψη των G7 και η συνάντηση των προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Ρωσίας, Biden και Putin, δείχνουν εμφατικά, ότι το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας συνεχίζει να στηρίζεται στην οικοδόμηση στρατιωτικής ισχύος και στην λογική της αποτροπής, ως θεμελιωδών παραμέτρων για την διαχείριση της πραγματικότητας στο γεωπολιτικό πεδίο.

Παράλληλα στο πλαίσιο της διεύρυνσης της επιρροής γίνονται και κινήσεις με «πολιτικές φιλανθρωπίας», όπως είναι η δωρεά εμβολίων σε φτωχές χώρες ή η οικονομική τους ενίσχυση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες πολύ λίγο συμβάλλουν στην επίλυση των ζωτικής σημασίας προβλημάτων, διότι είναι ανεπαρκείς. Δεν εγγίζουν το μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών σε πλανητικό επίπεδο, το οποίο δημιουργεί επικίνδυνες ανισορροπίες (π.χ. κλιματική κρίση, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, πανδημίες κ.λ.π.).

Ο διάλογος με στόχο την διαμόρφωση βιώσιμων συνθηκών ζωής και ευημερίας σε όλα τα κράτη της παγκόσμιας κοινότητας δεν γίνεται, διότι αναγκαστικά θα τεθούν «επί τάπητος» τα πλανητικών διαστάσεων προβλήματα, που ενεργοποιεί το ισχύον μοντέλο οργάνωσης των κοινωνιών είτε στο εσωτερικό τους είτε στις μεταξύ τους σχέσεις.

Αυτή η οπτική όμως δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη και οι επιπτώσεις σε βάθος χρόνου θα είναι πολύ πιο επικίνδυνες. Ιδιαιτέρως στις ανεπτυγμένες χώρες, οι αλλαγές, που θα καταστούν αναγκαίες, θα έχουν μεγάλες παρενέργειες στον τρόπο ζωής και οικονομικής λειτουργίας (π.χ. κατάργηση της χρησιμοποίησης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας σε μη λειτουργικό χρόνο, τερματισμός τυποποίησης της διάθεσης προϊόντων με την χρήση πλαστικών σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων και όχι μόνο κ.λ.π.).

Αυτές οι συνθήκες όμως επιβάλλουν τον άμεσο πολυδιάστατο επαναπροσανατολισμό της κατεύθυνσης της πορείας της παγκόσμιας κοινότητας, διότι η αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση των κοινωνιών είναι καθοριστικής σημασίας στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα.

Αυτό πρέπει άμεσα να συνειδητοποιηθεί στο γεωπολιτικό πεδίο και να αναληφθούν οι ευθύνες για τις αναγκαίες αλλαγές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να προωθήσει έναν διαφορετικής κατεύθυνσης διάλογο για την μείωση της κλιμάκωσης των κινδύνων και την οικοδόμηση άλλων συνθηκών σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες θα ισχύουν για το σύνολο των κοινωνιών της παγκόσμιας κοινότητας, ενώ θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του παγκόσμιου πληθυσμού σε συνθήκες ευημερίας, διαπολιτισμικής προσέγγισης και ειρήνης χωρίς ανισότητες με εθνικό φορτίο.

Για την επίτευξη αυτών των στόχων βασική προϋπόθεση είναι η καλλιέργεια της οπτικής της κοινωνικής αλληλεγγύης στους πολίτες των ανεπτυγμένων χωρών και σε σχέση με τις φτωχές κοινωνίες. Η κοινωνία πολιτών μπορεί και πρέπει να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Η έκφραση αυτής της οπτικής στο κοινωνικό πεδίο θα βοηθήσει και για την αλλαγή της μονοδιάστατα εθνικά οριοθετημένης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.

Ειδάλλως ο βαθμός διακινδύνευσης σε πλανητικό επίπεδο θα αυξάνεται και το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας δεν θα διασφαλίζει την ειρήνη και την βιωσιμότητα στον πλανήτη.

Πηγή: metarithmisi.gr