Δύο χρόνια αντιπολίτευση… Του Γιάννη Μεϊμάρογλου

268

Του Γιάννη Μεϊμάρογλου*

Είναι σύνηθες, με τη συμπλήρωση δύο χρόνων από τις εκλογές, κάθε κυβέρνηση να κάνει τον απολογισμό της μισής της θητείας, θεωρητικά βέβαια αφού ποτέ σχεδόν δεν έχει γίνει σεβαστός Ο συνταγματικά προβλεπόμενος χρόνος μιας πλήρους διακυβέρνησης. Αυτό που δεν είναι σύνηθες είναι να κάνει κάτι ανάλογο και η αντιπολίτευση, ιδιαίτερα η αξιωματική, λες και αυτή δεν είναι υποχρεωμένη να απολογηθεί στον ελληνικό λαό για τα πεπραγμένα της. Ίσως γιατί έχει καθιερωθεί πλέον, ύστερα από δεκαετίες στείρου δικομματισμού, η αντιπολίτευση να μην παίζει κανέναν άλλο ρόλο πέραν εκείνου της «κυβέρνησης εν αναμονή». Είναι κι αυτό χαρακτηριστικό των αδυναμιών της Κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας όπου έννοιες όπως «προγραμματική αντιπολίτευση», «υπεύθυνη κριτική» ή «συναινετικές διαδικασίες» δύσκολα αποκτούν ουσιαστικό περιεχόμενο. Τις μέρες αυτές συμπληρώνεται η πρώτη διετία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως αναμενόταν, ο απολογισμός του έργου της από τη ΝΔ είναι διθυραμβικός τόσο εξαιτίας των μεγάλων προβλημάτων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, με αποκορύφωμα την πανδημία, όσο και λόγω των ενθαρρυντικών δημοσκοπήσεων που συνοδεύουν μέχρι στιγμής τη θητεία της. Ωστόσο, ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τις δημοσκοπήσεις θετικά για την κυβέρνηση, είναι και το γεγονός ότι οι πολίτες δεν θεωρούν υπεύθυνη τη στάση της αντιπολίτευσης και αξιόπιστες τις εναλλακτικές της προτάσεις, όπου υπάρχουν. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που τα ποσοστά των αντιπολιτευομένων Κομμάτων εμφανίζονται μειωμένα σε σχέση με τα εκλογικά. Η τάση επίρριψης των ευθυνών στους δημοσκόπους δεν συμβάλλει στη συνειδητοποίηση και τη ριζική αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την εκλογική του ήττα ούτε και τον αντιπολιτευτικό του ρόλο. Αντίθετα, φαίνεται να αναπολεί, ολοένα και περισσότερο, τα «όμορφα» αντιμνημονιακά χρόνια αγνοώντας ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο ως φιάσκο. Άλλωστε, ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον παρά μια πανσπερμία στελεχών των πιο διαφορετικών προελεύσεων, από την οποία λείπει η συγκολλητική ουσία της εξουσίας. Ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα από την πρώτη στιγμή, γι’ αυτό κι επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να μεταλλάξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αρχικά με τη «μαζική εγγραφή μελών», ύστερα με τις «γέφυρες» της «προοδευτικής συμμαχίας» και πρόσφατα με την ιδέα της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Οι σφοδρές αντιδράσεις που συνάντησαν οι προτάσεις του για την υπερψήφιση της σύμβασης για το Ελληνικό και την αποζημίωση της Fraport δείχνουν, ενόψει και της Προγραμματικής Συνδιάσκεψης, ότι η εσωκομματική αμφισβήτηση απειλεί ήδη τις μελλοντικές του φιλοδοξίες.

Το Κίνημα Αλλαγής είχε εξαρχής, από την ίδια τη φιλοσοφία της συγκρότησής του, μια θαυμάσια ευκαιρία να καλύψει ταυτόχρονα δύο μεγάλα κενά της πολιτικής ζωής. Τόσο το αντιπολιτευτικό κενό του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγώντας τον στην περιθωριοποίηση, όσο και το πολιτικό κενό της συσπείρωσης του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού και φιλελεύθερου κεντρώου χώρου, Μέχρι σήμερα, ωστόσο, ο φόβος της ταύτισης με την κυβερνητική πολιτική, ακόμα και σε αυτονόητα ζητήματα, οδηγεί συχνά το Κίνημα Αλλαγής σε ανταγωνισμό καταστροφολογίας με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η στάση του αυτή όπως και η εκφραζόμενη, από διαφορετικές πλευρές, διάθεση επιστροφής στο παρελθόν δεν στέλνουν αισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον της δημοκρατικής παράταξης.

Ο κομβικός ρόλος της αντιπολίτευσης επιβάλλει την αυστηρή κριτική του απολογισμού της δίχρονης πορείας της. Ειδικά σε μια χώρα όπου το «μικρότερο κακό» εξακολουθεί να πρυτανεύει στις επιλογές των πολιτών.

*τοπογράφος μηχανικός του ΕΜΠ, εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr