Του Παύλου Τσίμα
Ας κάνουμε μια υπόθεση – τώρα που έχουν περάσει πια σχεδόν πέντε χρόνια από το δράμα, τα πάθη έχουν κάπως εξατμιστεί κι έχουν τελειώσει και οι εργασίες της προανακριτικής, που το ερευνούσε. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας τυφλωνόταν και παράβλεπε την προφανή αντισυνταγματικότητα του νόμου Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες. Ότι εκείνος ο ροκαμβολικός, sleep-in διαγωνισμός, ως εκ θαύματος, επικυρωνόταν. Ότι βρισκόταν, επιπλέον, ένας Καλός, πλούσιος και ανοιχτοχέρης άνθρωπος να χαρίσει στον Καλογρίτσα τα (πάρα πολλά χρήματα που χρειαζόταν, όχι απλά για την άδεια μα και για το στήσιμο και τη λειτουργία ενός νέου τηλεοπτικού σταθμού. Ή ότι – λιγότερο απίθανο – κάποιος από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, που είχε χάσει στη δημοπρασία την άδειά του, θα είχε υποταχθεί και θα είχε δεχθεί να εκχωρήσει στον απένταρο αδειούχο τον έλεγχο των ειδήσεων και της ενημέρωσης, για να διατηρήσει κάτι από την επένδυσή του στο πρόγραμμα. Ας υποθέσουμε, δηλαδή, ότι το σχέδιο είχε πετύχει. Και μετά;
Κάποιοι πιθανόν να είχαν χάσει τα λεφτά τους και κάποιοι, περισσότεροι, τη δουλειά τους. Η τηλεοπτική πίτα κάπως θα ξαναμοιραζόταν, Νέοι παίκτες θα διεκδικούσαν μερίδιο, με πολιτικές πλάτες. Αλλά με τι πολιτικό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα; Πόσο διαφορετικά θα είχαν διαμορφωθεί τα κοινωνικά ρεύματα και οι πολιτικές τάσεις, μεταξύ 2016 και 2019; Πόσο διαφορετικά θα είχε εξελιχθεί η ιστορία, αν η τότε κυβέρνηση είχε στη διάθεσή της, εκτός από την ΕΡΤ, την οποία κακομεταχειριζόταν τουλάχιστον όσο οι περισσότεροι (όχι όλοι) οι προκάτοχοί της, κι ένα ιδιωτικό κανάλι «πετάει ο γάιδαρος»;
Κάτι θα άλλαζε, προφανώς. Αλλά μάλλον όχι με τον τρόπο που ήλπιζαν ή προεξοφλούσαν οι εμπνευστές του σχεδίου. Οι παθητικοί τηλεθεατές που καταπίνουν τάχα αμάσητη, παραδομένοι στη χαύνωση του καναπέ, την «προπαγάνδα των καναλιών» – συνεπώς αρκεί να τους αλλάξεις «τροφή» για να αλλάξουν συμπεριφορά – είναι πλάσματα της φαντασίας. Στον αληθινό κόσμο, τα μίντια, και ειδικά η τηλεόραση, παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη της πραγματικότητας και τη διαμόρφωση της ατζέντας, εντοπίζουν την προσοχή σε θέματα, κινητοποιούν συναισθηματικές αντιδράσεις, επηρεάζουν τη διαμόρφωση απόψεων, ηθικών αξιολογήσεων, στάσεων. Μα όχι ελεύθερα. Σε μια περίπλοκη αλληλεπίδραση με πολλούς άλλους παράγοντες. Και με έναν τρόπο που σπανίως είναι προβλέψιμος. Κι αν κάτι είναι προβλέψιμο, είναι ότι τα Μέσα είναι ισχυρά όταν (και επειδή) επιβεβαιώνουν, κολακεύουν, ενισχύουν ήδη διαμορφωμένες πεποιθήσεις, αντιλήψεις και τρόπους σκέψης.
Μπορούμε, συνεπώς, να είμαστε βέβαιοι πως, αν το σχέδιο είχε πετύχει, αυτό που θα προέκυπτε θα ήταν ένα μιντιακό περιβάλλον περισσότερο διασπασμένο, θρυμματισμένο και προπάντων ακόμη πιο πολωμένο και ακραία πολωτικό. Κάπως σαν το αμερικανικό μιντιακό τοπίο στα χρόνια Τραμπ. Θα ήταν περισσότερο αποδοτικό πολιτικά για τους μάγους-δημιουργούς του και το κόμμα που ήθελαν να υπηρετήσουν; Το αντίθετο. Από μια άποψη, ήταν τυχεροί που απέτυχαν.
Μα οι απόψεις είναι ξεροκέφαλες και επιμένουν. Στον χώρο της τότε κυβέρνησης και σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχίζει να ανθίζει η βεβαιότητα πως υπάρχει μια ευθεία (και ελέγξιμη) σχέση ανάμεσα στα Μέσα Ενημέρωσης και την διαμόρφωση της πολιτικής πλειοψηφίας. Ότι αν οι δημοσκοπήσεις, δύο χρόνια μετά τις εκλογές, επιμένουν να δίνουν τη διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερη από εκείνη που είχε καταγραφεί στην κάλπη, είναι απλώς επειδή τα Μέσα, τα «κανάλια» που τις φιλοξενούν, υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Είναι «πετσωμένα». Και ως αποδεικτικό επιχείρημα προσφέρεται μια εξαιρετικά απλοϊκή αναγωγή: Γιατί μεταξύ των νεότερων ηλικιών η εικόνα της κυβέρνησης είναι χειρότερη, γιατί στις νεότερες ηλικίες οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν μικρότερη αποδοχή και τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ υστερούν; Μα απλούστατα, επειδή οι νεότεροι δεν βλέπουν τηλεόραση, δεν ενημερώνονται από την τηλεόραση. Ενημερώνονται κυρίως ή αποκλειστικά από τα social media!
Είναι αλήθεια ότι οι νεότερες ηλικίες (και τα κοινωνικά στρώματα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, επίσης), όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλον τον κόσμο έχουν ως κύρια ή και μοναδική πηγή ενημέρωσης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οτι, δηλαδή, η πρόσληψη της πραγματικότητας ορίζεται όχι από τον κόσμο των αξιολογημένων από επαγγελματίες δημοσιογράφους ειδήσεων. Μα από την pop μεταγραφή των ειδήσεων στις κοινότητες των ομοφρόνων του Διαδικτύου. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι η σχέση των νεότερων ηλικιακών ομάδων με την Πολιτική γενικά και τη δημόσια σφαίρα γενικότερα διαμορφώνεται σήμερα με διαφορετικούς όρους από ό,τι των μεγαλύτερων γενεών. Με όρους απαισιοδοξίας, δυσπιστίας και αμφισβήτησης.
Μεταξύ των δύο διαπιστώσεων προφανώς υπάρχει σχέση. Μα όχι σχέση τύπου «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Και προ πάντων: Μετά την εμπειρία από τα πάθη της δημοκρατίας στην εποχή Τραμπ, θα πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής για να θεωρεί θετικό και άξιο πανηγυρισμών το γεγονός ότι οι νέοι δεν εμπιστεύονται τα Μέσα, ούτε καν τα Μέσα που χρησιμοποιούν, ή το γεγονός ότι για σημαντικές ομάδες πολιτών, ο αρρύθμιστος βιότοπος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι το μοναδικό παράθυρο στον κόσμο.
0 Αλέξης Τσίπρας επικαλείται συχνά στις ομιλίες του τη μεγάλη αλλαγή στον κόσμο που προκαλεί η ριζική ιδεολογική και πολιτική μετατόπιση της Ουάσιγκτον. Έχει δίκιο. Αλλά η αλλαγή δεν είναι μόνον αλλαγή οικονομικού. και κοινωνικού υποδείγματος. Είναι και αλλαγή πολιτιστικού υποδείγματος. Μέρος της είναι και η τάση που καταγράφεται διεθνώς (για παράδειγμα: στην πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters) ως αύξηση της ζήτησης στην ψηφιακή σφαίρα για αξιόπιστη ενημέρωση από επαγγελματικά οργανωμένα, ανεξάρτητα, πολιτικά αμερόληπτα Μέσα Ενημέρωσης. Αυτή θα ήταν καλή βάση για να ξανασκεφτούν στον ΣΥΡΙΖΑ την προβληματική «θεωρία» τους για τα μίντια και την καταστροφική σχέση τους με αυτά.