Του Κώστα Μποτόπουλου*
Είναι μια νέα λέξη για μια όχι νέα αλλά τα τελευταία χρόνια Η πολύ οξυμμένη κατάσταση. Σημαίνει ότι, στην κοινωνική και στη δημόσια ζωή, το ούτως ή άλλως πανταχού παρόν ένστικτο του φθόνου παίρνει πιο ανοιχτή, πιο επιθετική και, κυρίως, πιο διχαστική μορφή. Δηλητηριάζοντας σχέσεις και δυσχεραίνοντας την όποια συλλογική προσπάθεια.
Ως λάτρης του αθλητισμού, ένιωσα αυτές τις μέρες κάτι πολύ αντιφατικό, και εν τέλει πικρό: δύο Έλληνες τενίστες με συνάρπασαν και με συγκίνησαν αλλά συγχρόνως διαπίστωσα ότι πολλοί συμπολίτες μου όχι μόνο δεν ένιωσαν, όπως είναι απολύτως κατανοητό, κάτι ανάλογο, αλλά και βρήκαν την ευκαιρία να χύσουν ποτάμια Χολής. Γιατί έπρεπε άραγε, για μια ακόμα φορά, να χωριστούμε σε στρατόπεδα, υπέρ ή κατά δύο νέων παιδιών που έπαιξαν καταπληκτικά στο υψηλότερο επίπεδο και τίμησαν τους εαυτούς τους και τη Χώρα τους, που τυχαίνει να είναι και χώρα μας; Το ερώτημα είναι ρητορικός γιατί πολλούς συμπατριώτες μας ενοχλεί η επιτυχία, σε οποιονδήποτε στίβο ή «στίβο», πόσω μάλλον όταν συνοδεύεται από προσπορισμό υπέρογκων υλικών απολαβών, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση η οργισμένη VOX populis βρήκε «ζουμερές», όσο και άδικες, αφορμές: τη σχέση της μιας αθλήτριας με γόνο πολιτικής οικογένειας, την ομορφιά, το ταλέντο και τον κοσμοπολιτισμό του άλλου αθλητή, που εύκολα περνιέται, σε όσους η εχθροπάθεια έρχεται φυσικά, ως αλαζονεία.
Γιατί όμως να έρχεται τόσο φυσικά σε τόσο πολλούς; Δεν είμαι Κοινωνιολόγος αλλά παρατηρώ τι γίνεται γύρω μου και ποιες μεταβολές, φανερές ή υπόγειες, συντελούνται σε στάσεις και συμπεριφορές. Σχηματοποιώντας αρκετά, θα έλεγα ότι τρία συν ένα κρίσιμα γεγονότα της δημόσιας σφαίρας επικάθισαν σε προϋπάρχουσες και ενστικτώδεις Κοινωνικές αντιδράσεις και οδήγησαν στην έξαρση του φαινομένου: πρόκειται για μια βαριά γενική μετάλλαξη- τον τρόπο ανθρώπινης επικοινωνίας μέσω του Διαδικτύου – και τρεις βαριές πολιτικές εξελίξεις: το βίωμα της μνημονιακής εποχής, την εξάπλωση του λαϊκισμού παγκοσμίως και τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας. Ο «σχολιασμός» μέσω Διαδικτύου έχει διεθνώς δυναμιτίσει τις ανθρώπινες σχέσεις – την ανθρωπιά γενικότερα- και, ιδίως στη χώρα μας, έχει δώσει εύκολη διέξοδο σε μια σειρά από καταπιεσμένα αλλά βαθιά ριζωμένα χαρακτηριστικά: τον εξυπνακισμό, το θράσος, το κρύψιμο μέσα στην αγέλη, το χοντρό χιούμορ που είναι στην πραγματικότητα χυδαίο, τη χυδαιότητα που οφείλεται σε ημιμάθεια συνοδευόμενη από αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση. Το Μνημόνιο, ιδίως με τον τρόπο που ήρθε και με την έλλειψη εξήγησης από πλευράς πολιτικής ηγεσίας, βιώθηκε από την ελληνική κοινωνία, περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή, όχι ως αυτό που ήταν- συνέπεια αφρόνων επιλογών της Ελλάδας που αντιμετωπίστηκαν όχι πάντα επιτυχώς από τους «διασώστες» – αλλά ως κάτι που ταίριαζε καλύτερα στο διαρκώς εξεγερμένο και ποτέ αυτοκριτικό θυμικό μας: ως άδικη τιμωρία λόγω ζήλειας έναντι της χώρας μας. Αυτή η αντίληψη οδήγησε σε ξέσπασμα, σε διάθεση αναποδογυρίσματος που ενείχε στοιχεία αυτοκαταστροφής, η οποία πάτησε πάνω στο παγκόσμιο κύμα λαϊκιστικής αμφισβήτησης (άλλο «αντισταθείτε» και άλλο «καταστρέψτε») και πολιτικά απέληξε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στην επίσημη ενσάρκωση της εχθροπάθειας.
Τις συνέπειες τις ζούμε και μετά το γύρισμα σελίδας στην εξουσία. Στην πολιτική παίρνουν τη μορφή αγοραίας γλώσσας, προσωπικών επιθέσεων, μη ανοχής του αντιπάλου, Χρήσης κάθε μέσου για τον προσπορισμό ιδιοτελούς ή κομματικού οφέλους. Στη Βουλή έχει χαθεί το μέτρο, η αξιωματική αντιπολίτευση, ανοιχτά πλέον, έχει κάνει τον διχασμό σημαία συσπείρωσης και συχνά η κυβέρνηση και στελέχη από τον χώρο της λογικής πέφτουν στην παγίδα. Αλλά και στη δημόσια έκφραση γενικότερα, στην αρθρογραφία και στη διάχυτη διαμόρφωση συνειδήσεων, οι ακραίες εκφράσεις, η απομάκρυνση από τα γεγονότα, η ατομική οπτική, η βούληση υπονόμευσης έχουν την – παραπάνω από φυσιολογική – τιμητική τους. Η Μαρία και ο Στέφανος είναι, σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται, εχθροί της εχθροπάθειας: σύμβολα κατά της ασχήμιας, της χυδαιότητας, του διαρκούς χαμηλώματος. Γι’ αυτό, όσο και αν κάποιοι τους πικραίνουν, είναι πολύτιμοι για όλους μας.
*συνταγματολόγος