ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

533

Σταύρος Χρ. Τσέτσης,

Aρχιτέκτων, Πολεοδόμος, Χωροτάκτης

σε συνεργασία με

Πένυ Κρίκου

Aρχιτέκτων, Πολεοδόμος – Μηχανικός

Αδαμαντία Χελιώτη

Aρχιτέκτων, Πολεοδόμος – Μηχανικός

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ

ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ (*)

«(…) Ἡ μνήμη παντί που μηνύει, ὅτι μονή ἐστιν ἐν τῇ ψυχῇ, ἀλλ’ οὐ φορά. (…)» (Η μνήμη σημαίνει, νομίζω, παραμονή στην ψυχή, αλλά όχι κίνηση)

Πλάτων, Κρατύλος, 437b

Αθήνα: Αδιάλειπτη παρουσία του μύθου ή «θρυμματισμένη» αιωνιότητα;

Αθήνα: Ένας χώρος, ένα όνομα που διεγείρει τη μνήμη. Μία ανεπανάληπτη ιστορική φυσιογνωμία, με ιδιαίτερα πλούσια στρωματογραφία και τεκμήρια μιας αδιάλειπτης ανθρώπινης παρουσίας, ήδη από την εποχή του Χαλκού. Ο Ι. Τραυλός, στο θεμελιώδες σύγγραμμά του Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, εντοπίζει τις πρώτες εγκαταστάσεις στην Αττική, περί το 3500 π.Χ.

Εάν το Αττικό τοπίο, παρότι βαριά πληγωμένο, αν όχι «κατισχύει» του χρόνου, έχει τουλάχιστον συμμαχήσει μ’ αυτόν, το σύγχρονο αστικό περιβάλλον διαπλέκεται ή ακριβέστερα περιβάλλει ή και εμπεριέχεται με εκείνο του παρελθόντος – σύνολα, μνημεία, τόποι που κουβαλούν αναμνήσεις. Μικροί και μεγαλύτεροι αρχαιολογικοί χώροι, διάσπαρτοι παντού, εμφανείς, «διακριτικοί». Πολλοί «σκεπασμένοι» στη λήθη και άλλοι που περιμένουν να αποκαλυφθούν.

Ανάγλυφα σημάδια και αποδείξεις ενός μοναδικού παρελθόντος, συνιστούν ένα τυχαίο άθροισμα ή συνδεδεμένα με τον μίτο της ιστορίας συγκροτούν, ακόμη και

«θρυμματισμένα», ένα ενιαίο σύνολο;

Οι πρώτες εντυπώσεις του Martin Heidegger για την πρωτεύουσα, από τη γέφυρα του πλοίου στην είσοδο του Πειραιά, όπως αυτές καταγράφονται στο βιβλίο του «Διαμονές, το ταξίδι στην Ελλάδα» (1962), δίνουν, ίσως, ένα κάποιο μέτρο: «Νωρίς το πρωί, πήγαμε στη γέφυρα, για να παρακολουθήσουμε την είσοδο στον Πειραιά.

Ένα θολό φως εμπόδιζε τη θέα. Το νέφος πάνω από την σύγχρονη μεγαλούπολη, συγκάλυπτε κάθε τι το ελληνικό. (…) Μακριά από την σύγχυση της πόλης του λιμανιού, φάνηκαν αρκετά θαμπά ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολη. Ενισχύθηκε η βεβαιότητα, ότι θα πρέπει να διαπεράσουμε πολλά παραπετάσματα, να ξεπεράσουμε πολλά πράγματα

(*) Το παρόν στηρίχτηκε στην συμβολή των συγγραφέων, που δημοσιεύθηκε στο συλλογικό βιβλίο

«Μνήμη και Αστικό Φαινόμενο», 51 συμμετέχοντες, από 10 ευρωπαϊκές χώρες. Πρόλογος Antonio Tajani, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόλογος (Επιμέλεια: Σταύρος Χρ. Τσέτσης). Εκδόσεις «Μίλητος», 2018.

που αποσπούν την προσοχή, να εγκαταλείψουμε συνηθισμένες παραστάσεις, προκειμένου να επιστρέψουμε στον ελληνισμό που αναζητάμε να φανεί έως και στην ίδια την Αθήνα».

Οι επισημάνσεις ενός μύστη και ανατόμου της ελληνικής σκέψης της κλασσικής περιόδου, η οποία και τον καθόρισε, αν όχι αδικούν, τουλάχιστον αποδίδουν μερικά και υπό το πρίσμα του «οίστρου του χρυσού της αιώνα», την εικόνα της αστικής αθηναϊκής ιστορίας. Και είναι πιθανόν να ήταν σήμερα διάφορη, μετά τις βελτιωτικές παρεμβάσεις στη μητρόπολη και ειδικότερα την ενοποίηση των αρχαιολογικών και ιστορικών της χώρων. Ο μύθος, οι θρύλοι, το παρελθόν, η ιστορία, ακόμη και στο σημερινό «σκηνικό τραγωδίας», αναδύονται –ανάγλυφα, απτά– ως τεκμήρια, όχι μόνον μακρινών εποχών. Και μόνον «αποστερημένης μνήμης», δεν είναι η πρωτεύουσα –«smemorata Atene» –, όπως αβασάνιστα αποφαίνονται, μένοντας στην επιφάνεια, μονομερείς, αν όχι προκατειλημμένες γραφίδες.

Και δεν περιορίζεται ασφαλώς μόνον στην ευρύτερη περιοχή, που περικλείει τον «Ιερό Βράχο» και στο Φως που αυτός εκπέμπει. Άλλωστε, η μνήμη δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, επιλεκτική. Αυτή συνεχίζει να εκφράζεται χωρικά, στην πρόσληψη της ρωμαϊκής περιόδου και στις αντιφάσεις της: στις «εκκαθαρίσεις» του Σύλλα και στην ιδεολογία

«Έλληνα τοις επιτηδεύμασιν, υπελάμβανον ότι μάλιστα αλλήλους αγαπήσομεν», του Ιουλιανού.

Αποτυπώνεται στη «συνομιλία» με τη «Μουσική των Σφαιρών», στα εμβληματικά οικοδομήματα του βυζαντινού κόσμου, που ενθυλάκωσε, ερμήνευσε με τον δικό του τρόπο, αντιπαρατέθηκε και σε κάθε περίπτωση, παρέμεινε εδραία αναφορά.

Στα «θραύσματα» των μεταβυζαντινών, νεότερων χρόνων, πιο εμφανή στους ιερούς χώρους ενός άλλου δόγματος, που γεφυρώνουν μια, φαινομενικά, μακρά σιωπή.

Στην ορατή, απτή και εκτεταμένη «ζώσα διακριτική γοητεία» του νεοκλασικισμού – πόλη, χαράξεις, αρχιτεκτονική, τέχνη– στο συνειδητό ιδεολογικό κίνημα επαναφοράς των αξιών του «Ειδέναι», του «Λόγου», του «Μέτρου», στον γενέθλιο τόπο του Δημοκρατικού Αρχέτυπου, η αναζήτηση των οποίων, θεμελίωσε τη νέα Αθήνα.

Στο αποτύπωμα των ιστορικών εξελίξεων, που αφορούν στις προσφυγικές ροές του 1922 στους κόλπους της Αττικής, οι οποίες δημιουργούν διαφορετικές μνήμες – στον αντίποδα μιας προδιαγεγραμμένης λήθης.

Ακόμα και σε σκόρπια σπαράγματα της, προ-μοντερνισμού, εποχής και σε εμβληματικές δημιουργίες της σύγχρονης κτιριακής παραγωγής.

Η μεταπολεμική ωστόσο συνθλιπτική αστικοποίηση, εγκλώβισε ευαίσθητους χώρους και ιζήματα αλλοτινών καιρών, καταδικάζοντας, ίσως, άλλους στη σιωπή του

«αρχιπελάγους βιαστικών ή (και) βίαιων οικοδομημάτων».

Ωστόσο, απ’ αυτή, τη δυσκολότερη ίσως μάχη, χωρικές εκφάνσεις της Μνήμης διασώθηκαν, εγγράφοντας την ιστορική συνέχεια και το βάθος της (και) στη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας. Η αντιπαράθεση δεν κόπασε – η οικιστική δυναμική

«σιώπησε» λόγω της κρίσης, δίνοντας ίσως την ευκαιρία για πιο νηφάλια θεώρηση, του δύσκολου μαθήματος της «συνύπαρξης» των διαφόρων εποχών.

Εάν η σκαπάνη της αρχαιολογίας ανέδειξε αφενός και προστάτεψε, «contro corrente», κατά τεκμήριο, το αντικείμενό της, η πολεοδομία –ο ιστορικός σχεδιασμός της εξέλιξης του ιστορικού φαινομένου– μετά από (προδιαγεγραμμένες) ήττες, συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, με την Ενοποίηση των Ιστορικών και Αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, επέδειξε ότι δύναται να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Πόροι, πολιτική βούληση, ένα ευρύτερο consensus και το χρονικό ορόσημο των Ολυμπιακών Αγώνων, συνηγόρησαν.

Το Αρχαιολογικό Άλσος της Ακαδημίας του Πλάτωνος. Η διαδρομή ενός μοναδικού αφηγήματος

Η δυτική Αθήνα, διασώζει σημαντικό αριθμό αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών συνόλων: ο Κεραμεικός, η Ακαδημία του Πλάτωνος, το Δημόσιο Σήμα, ο Ίππειος Κολωνός, αποτελούν ορισμένους, οι οποίοι άπτονται της εξεταζόμενης περιοχής.

Σήμερα, ο διαμορφωμένος χώρος ως Αρχαιολογικό Άλσος (AA) ταυτίζεται με την περιοχή η οποία κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «Ακαδήμεια» ή «Εκαδήμεια». Ο τόπος αυτός χαρακτηριζόταν ως το «κάλλιστον προάστιον» της αρχαίας Αθήνας και βρισκόταν σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία με πλούσια βλάστηση, δυτικά της πόλης. Οι αρχαίοι συνέδεαν την ονομασία της περιοχής, η οποία σήμαινε «δήμον εκάς του άστεως» (δήμος εκτός πόλης), με τον μυθικό ήρωα Εκάδημο, που ήταν και ο πρώτος οικιστής της. Η χωρική ενότητα του τωρινού Αρχαιολογικού Άλσους, οριζόταν από τον λόφο Ίππειου Κολωνού, κοντά στη σημερινή οδό Λένορμαν και από τις όχθες του ποταμού Κηφισού, η κοίτη του οποίου βρισκόταν ανατολικότερα της σημερινής και πιο κοντά στην Αθήνα. Συνδεόταν με την Αθήνα και τον Κεραμεικό, μέσω του Δημόσιου Σήματος, του δημόσιου, δηλαδή, νεκροταφείου που φιλοξενούσε τους τάφους επιφανών Αθηναίων και πεσόντων σε μάχες.

Ο θεσμοθετημένος Αρχαιολογικός χώρος/Άλσος (ΑΑ), έκτασης 150 στρεμμάτων, στην περίμετρο της κεντρικής Αθήνας, διατάσσεται «επάλληλα» στην ομώνυμη πυκνοδομημένη συνοικία της Ακαδημίας του Πλάτωνος, στην ευρύτερη περιοχή του Κολωνού, στα όρια του Βιομηχανικού Ελαιώνα της Αθήνας. Οριοθετείται από τις οδούς Αλεξανδρείας, Φάωνος και Πλάτωνος.

Λόγω της θέσης του, αποτελεί το μέσο σύνδεσης και διαχωρισμού– της περιοχής ανατολικά του πάρκου, η οποία χαρακτηρίζεται από πυκνή δόμηση κατοικίας με την απέναντι πλευρά, όπου κυριαρχούν μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και αδόμητα οικόπεδα. Σ’ αυτόν τον χώρο, εγγράφεται μια μοναδική ιστορικότητα, υψηλού συμβολισμού. Δυσκολεύεται, ωστόσο, κανείς να συλλάβει, απ’ τη σημερινή εικόνα της γενικής υποβάθμισης, ότι εκεί γεννήθηκε και λειτούργησε επί μακρόν, ένα πνευματικό κέντρο, που καθόρισε την ανθρώπινη διανόηση.

Οι άξονες παρέμβασης του προτεινόμενου «νέου παραδείγματος» είναι πολεοδομικοί: Ανατροπή των παθογενειών του αστικού φαινομένου που συνθλίβουν το Άλσος, στη βάση πολεοδομικών/αρχιτεκτονικών/συγκοινωνιακών/περιβαλλοντικών επεμβάσεων.

Οι χωρικές στρεβλώσεις της περιμετρικής περιοχής της Ακαδημίας του Πλάτωνα: Μεταξύ προσβολής της Μνήμης, –επιλεκτικής– Λήθης και αγωνίας

Πού εντοπίζονται οι χωρικές εκφάνσεις μιας εκτεταμένης «δυστοπίας». Σε έναν πολεοδομικό ιστό με υψηλές πυκνότητες, με αδιάφορη ή και με αισθητικές παραμορφώσεις, μορφολογία· στις έντονες συγκρούσεις χρήσεων γης, με λειτουργίες ασύμβατες με αυτήν του Άλσους· στον «υβριδικό» χαρακτήρα του Πάρκου· στους θρυμματισμένους αρχαιολογικούς χώρους· στο «αρχέγονο» οδικό δίκτυο που τον διαρρηγνύει· σε ανοίκειες νέες κατασκευές και περιφράξεις· στησυζητήσιμη χρησιμότητα των αποθηκών, αλλά και εκθεσιακών χώρων, «ξένων» στον τόπο – χρηματοδοτούμενες από την ευρωπαϊκή Πολιτική Συνοχής. Σε μια οικιστική, έως πρόσφατα καλπάζουσα δυναμική, που δείχνει ανολοκλήρωτη· στις τάσεις περαιτέρω δόμησης, με τον μανδύα συμπληρωματικών δομών του αρχαιολογικού χώρου, που αντιστρατεύονται σαφώς στην ίδια την έννοια της προστασίας.

Αντί των επιβεβλημένων ελαφρύνσεων από κάθε οικοδόμημα –ή άλλοθι αναβαθμίσεων– και συντήρησης του ΑΑ και των άμεσων επιβεβλημένων πέριξ αυτού απαλλοτριώσεων.

Εξάλλου, η παρατεταμένη κρίση, προκάλεσε την κατάρρευση των γειτνιαζόντων βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και πίεση σε άλλες, μέσης κυρίως όχλησης: τα κτίριά τους, – άδεια–, παραπέμπουν περισσότερο σε συνθήκες γενικευμένης εγκατάλειψης, παρά σε πρόσκαιρα αστικά κενά. Ένας χώρος αλλοτριωμένος –από τις καταβολές, τη διαδρομή, τις

«άνω θρώσκω» βλέψεις του– ξένος προς την «ιερότητα του τόπου». Ημιτελείς δράσεις πολεοδομικών βελτιώσεων –η κατάργηση του φορέα ΕΕΑΧΑ, αποτέλεσε καίριο πλήγμα– ολοκληρώνουν τη ζοφερή εικόνα. Ένα τοπίο που προσβάλει, μεταξύ ανίερων «σύγχρονων» επεμβάσεων, μιας ασαφούς εκδοχής πρασίνου – ένας μοναδικός αρχαιολογικός πλούτος που ασφυκτιά. Βεβήλωση ή και ασέλγεια στο σώμα της ιστορίας; Με βεβαιότητα ένα λάθος, μια παράλειψη που οφείλει να διορθωθεί.

Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη διάσταση, που εκφράζεται με ανομολόγητη, ίσως, αγωνία. Μια αγωνία που δεν περιορίζεται σε ατελέσφορες, εν πολλοίς, πρωτοβουλίες εξωραϊσμού και βελτιώσεων των κατοίκων –διάχυτη είναι η αίσθηση της γειτονιάς. Ούτε σε κύκλους που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του «Μεγάλου Περιπάτου» –έργο πρότυπο πλην ανολοκλήρωτο– και αυτών που το βιώνουν ή και εκείνων που διαβλέπουν τη βαρύτητα ενός Σχεδίου «απεμπλοκής» και ένταξή του, εκεί που αξιωματικά ανήκει: Πολίτες, όλου του κόσμου, διαισθητικά ή συνειδητά, μύστες της ιστορίας, της σκέψης, ενός συστήματος που

διαπέρασε τον λογισμό, άνθρωποι που στέκονται με δέος στη μεγαληγορία του «Λόγου», του «Μέτρου», «της Αρετής». Αγωνιούν σε συσκοτισμένες προοπτικές στασιμότητας, διολίσθησης στη Λήθη – αντί της απελευθέρωσης του φωτός του «Ειδέναι».

«Διαρρηγμένοι» θύλακες τεκμηρίων ενός εμβληματικού παρελθόντος ή «υπόδειγμα» ανασύστασης αστικής ιστορίας;

Στην «ανευλαβή» τωρινή πραγματικότητα –γύρω και πάνω από το «κλεινόν» παρελθόν απαξιώνοντάς το–, η απάντηση δεν εστιάζει μόνον στην αποκατάσταση των «θραυσμάτων» σήμερα της ιστορίας. Αλλά και στην οργανική συναρμογή τους με αντίστοιχους άλλους: Ιππείος Κολωνός, Κεραμεικός, Λύκειο του Αριστοτέλη, ως ένας νέος πυρήνας – σήμερα ασύνδετους; Όπου ένα βεβαρημένο ή αδιάφορο οδικό δίκτυο αποξενώνει. Καθώς και σε μέτρα εξυγίανσης/μορφολογικής εναρμόνισης/ ανάδειξης των παρακείμενων ιστών. Ώστε να καταστούν σύνολο, υπό μορφή ενός πλέγματος ιστορικών διαδρόμων πολιτισμού και ιστορίας. Ίχνη αναβιωμένα, ξαναϊδωμένα πλέον, ως μια «φωτισμένη αφήγηση», που συν- πλέκει παρελθόν-παρόν-μέλλον. Όχι ως αποστεωμένα ιζήματα περασμένων χρόνων, αλλά ως ερεθίσματα, που προσδίδουν μια νέα urbis ταυτότητα. Έχουν ασφαλώς διατυπωθεί σχετικές σχεδιαστικές προτάσεις – πώς θα μπορούσε να αφήσουν αδιάφορους οραματικούς «επισπεύδοντες» και ενθουσιώδεις «συνομιλητές» της πόλης;

Ήδη, από την εποχή των πρώτων αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, Σταμάτη Κλεάνθη και Edward Shaubert, για την ίδρυση της απελευθερωμένης Αθήνας, η ιδέα του καθορισμού μιας ευρείας πολιτιστικής και ιστορικής ζώνης, ήταν παρούσα – και παρέμεινε σε πλειάδες Σχεδίων που ακολούθησαν, κατά τρόπο εμφατικό, ως ιδέα-οδηγός. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε το Ρυθμιστικό Σχέδιο των Αθηνών (Ν. 1515/85), όπου έθεσε ρητά στους στόχους του, την προστασία και αναβάθμιση της πολιτισμικής κληρονομιάς, καθώς και τον προγραμματισμό ποιοτικών παρεμβάσεων.

Το Άλσος της Ακαδημίας Πλάτωνος, εντάχθηκε σύμφωνα με το ΦΕΚ 60/Δ/88, στο πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, το οποίο προέβλεψε τη σύνδεσή του με τον Κεραμεικό, μέσω της αποκάλυψης του Δημόσιου Σήματος και της πεζοδρόμησης των οδών Μοναστηρίου και Σαλαμίνας και τη σύνδεσή του με τον λόφο Ιππείου Κολωνού, μέσω πεζοδρόμων. Ωστόσο μέχρι σήμερα, ο χώρος παραμένει ανεκμετάλλευτος και αποκομμένος από αντίστοιχους χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, στο κέντρο της Αθήνας.

Ο –καταργηθείς– φορέας της «Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών και Ιστορικών Χώρων Αθήνας» (ΕΕΑΧΑ), πρότεινε την ανάπλαση της περιοχής και της ένταξής της στο δίκτυο των αρχαιολογικών χώρων, που έχουν ήδη ενοποιηθεί στο ιστορικό κέντρο (πλατεία Κεραμεικού, Αρχαία Αγορά, Άξονας Διονυσίου Αεροπαγείτου – Απόστολου Παύλου), μέσω πεζοδρομήσεων των ιστορικών οδών, που συνδέουν τους χώρους αυτούς και τοποθέτηση σήμανσης κατά μήκος της διαδρομής του Δημοσίου Σήματος. Η παρέμβαση προέβλεψε τη δημιουργία ενός ενιαίου αρχαιολογικού περιπάτου, με στόχο την επίτευξη της φυσικής και αντιληπτικής συνέχειας της πόλης και παράλληλα της δημιουργίας ενός Υπερτοπικού Πόλου Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων.

Στο ισχύον Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνα/Αττική 2021 (ΡΣΑ), ο πολιτισμός συνιστά βασική επιδίωξη. Το Πρόγραμμα προωθεί την ανάδειξή του, προσδιορίζει τις προτεραιότητες, τους στόχους, τις στρατηγικές και τις επιμέρους πολιτικές. «Ανάγεται σε βασική συνιστώσα για τη χωρική, οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της

Αθήνας/Αττικής και την προβολή του διεθνούς ρόλους της» και αναγνωρίζεται η σημασία του ως «πόρου ανάπτυξης και πεδίου προώθησης νέων μορφών επιχειρηματικής δραστηριότητας και απασχόλησης». (ΡΣΑ, 2014) Συγκεκριμένα, αναγνωρίζονται οι περιοχές ιδιαίτερης πολιτιστικής και ιστορικής αξίας, οι οποίες αποτελούν σημαντικό δυναμικό. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, διατυπώνονται κατευθύνσεις για τη σύνταξη μελετών και προγραμμάτων, στο πλαίσιο ολοκληρωμένων προσεγγίσεων.

Η περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος, εντάσσεται στο πρόγραμμα εφαρμογής ειδικών παρεμβάσεων μητροπολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες ορίζονται ως «Προγράμματα αναπλάσεων ή χωρικής αναδιάρθρωσης πολυτομεακού χαρακτήρα σε ζωτικές εκτάσεις του αστικού ιστού», με στόχο «τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του διεθνούς ρόλου της Μητρόπολης», καθώς και «την επίτευξη της χωρικής και κοινωνικής συνοχής της». Για την προστασία και ανάδειξη του Αρχαιολογικού Άλσους, η «Ολοκληρωμένη Παρέμβαση Πολεοδομικής Αναβάθμισης στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος», προτείνει:

  • την επέκταση του προγράμματος ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων σε σύνδεση με τον Κεραμεικό, την Ακαδημία Πλάτωνος και τον λόφο του Ιππείου Κολωνού, με άξονα την ανάδειξη του Δημοσίου Σήματος,

  • την οριοθέτηση και κατοχύρωση της έκτασής του, την αναίρεση της διάσπασής του από διέλευση οχημάτων, την αναβάθμιση των αστικών μετώπων που τον περιβάλλουν και, τέλος, τη δημιουργία του νέου Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών. (ΡΣΑ, 2014)

Παράλληλα, προτείνεται η «πολεοδομική ανάπλαση-αναμόρφωση της ευρύτερης περιοχής κατοικίας, στην κατεύθυνση μείωσης των ΣΔ και ελέγχου των χρήσεων γης, καθώς και κατοχύρωσης και οργάνωσης του δικτύου κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων».

Ωστόσο, η μη οριοθέτηση του χώρου ως περιοχή παρέμβασης-ανάπλασης, η μη αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο που θα διέπει τα μέτρα-ενέργειες, το έλλειμμα διατύπωσης μέσων επίτευξης των στόχων, η έλλειψη στρατηγικής, προστίθενται σε υπαρκτές αδυναμίες του ΡΣΑ, όπως η ποσοτικοποίηση, η απουσία συγκεκριμένης πολιτικής βιώσιμων μετακινήσεων, δικτύων πράσινου / δημοσίων χώρων και αυτών ελεύθερου χρόνου.

Η δε κατάργηση του Φορέα ΕΕΑΧΑ και η διόλου πειστική αντικατάστασή του, εντός του ΥΠΕΚΑ, καθιστούν το Σχέδιο, κενό γράμμα. Οι δε προθέσεις χρήζουν επιβεβαίωσης στην πράξη. Παράλληλα, ο εκ νέου καθορισμός των χρήσεων γης στην ευρύτερη περιοχή, στην κατεύθυνση προστασίας/ανάδειξης και των μετακινήσεων, σε βιώσιμη βάση, αποτελεί προαπαιτούμενο: ο πεζόδρομος από μόνος δεν συνιστά λύση, αφού οι ροές μπορούν να εκτραπούν σε διπλανούς δρόμους, ενώ χωρίς ex novo καθορισμό λειτουργιών συμβατών με την ιερότητα του χώρου, ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταστεί ο κατ’ εξοχήν «by night» χώρος.

Καθιστώντας αδήριτη την αναγκαιότητα λήψης άμεσων μέτρων, στην κορυφή των οποίων, θα πρέπει να βρίσκεται η διαλεκτική μεταξύ «διαδρομών ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων» –το «κρίσιμο δομικό πλέγμα της Νέας Αθήνας»– και της

σύγχρονης κτιριακής παραγωγής. Ως αποφασιστικός παράγοντας αναβάθμισης των κεντρικών της περιοχών και «Αρχέτυπο» ανα-συγκρότησης ιστών στο σύνολο της Αττικής. Ένα «Υπόδειγμα» ανασύστασης της αστικής ιστορίας.

Η πολεοδομική επέμβαση σύνδεσης των χώρων της Ακαδημίας του Πλάτωνα και του Λυκείου του Αριστοτέλη. Το χρέος έναντι του παρελθόντος, η αναγκαιότητα του παρόντος, η οφειλή στο μέλλον της πρωτεύουσας

«Λήθη γὰρ ἐπιστήμης ἔξοδος»

(Γιατί η λησμονιά δεν είναι παρά διαφυγή της γνώσης) Πλάτων, Συμπόσιο, 208Α

Raffaello Sanzio: «Η Σχολή των Αθηνών», τελική σπουδή.

Η αποκατάσταση της Μνήμης, δεν υπαγορεύεται μόνον από την υποχρέωση έναντι του πολιτισμού, της ιστορίας, της ξεχωριστής «αφήγησης» του τόπου και των αξιών που τον

«άγγιξαν».

Ικανοποιεί και μια γενικότερη ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης: να συνδεθεί, να

«συνομιλήσει» με το παρελθόν και την ιστορία, το genius loci. Ούτε συνιστά ασφαλώς έναν στείρο ιστορισμό, που συχνά χαρακτηρίζεται από την, μάλλον αυτάρεσκη, πρόθεση να τεθούν στο φως ως –«ιερά λείψανα» – ίχνη από απώτερους χρόνους. Αλλά πρωτίστως, από τον ζωντανό διάλογο με το δίδαγμα της ιστορίας, της άντλησης από το πανάρχαιο μάθημα του «Είδεναι».

Το όλο πλέγμα ιστορικών διαδρομών, συμμετέχει στις αστικές λειτουργίες και στις διαδικασίες κοινωνικο-των κατοίκων. Είναι πρόδηλο, ότι η λειτουργία του δεν μπορεί να αποκοπεί από την ανθρώπινη παρουσία που δρα σε αυτόν. Άλλωστε, όσο περισσότερο συνδιαλέγεται κανείς με τον χώρο, τόσο περισσότερο αναπτύσσει δεσμούς μαζί του. Η μετατροπή των αρχαιολογικών χώρων σε ζωτικά τμήματα του αθηναϊκού αστικού ιστού και «ζωντανά» ίχνη του παρελθόντος στη σύγχρονη πραγματικότητα, τροφοδοτεί την αφύπνιση της συλλογικής μνήμης της ιστορίας. «Αυτή ακριβώς η συλλογική μνήμη δεν πρέπει να ειδωθεί ως μια αόριστη, ασαφούς νοήματος έννοια, αλλά ως απαραίτητη συνθήκη για τη συγκρότηση όρων κοινωνικής συνοχής, υποδεικνύοντας στο κοινωνικό σύνολο ότι έχει εύρος ζωής μεγαλύτερο από τον παρόντα χρόνο, επομένως έχει και τις δυνατότητες και την υποχρέωση να επαυξήσει τον χρόνο ζωής του πέραν του πεπερασμένου χρόνου μιας γενεάς». (Boyer, 1994)

Εγγράφεται, παράλληλα, στην υποχρέωση της δραματικής αναβάθμισης μιας περιοχής που κατ’ εξοχήν επλήγη από τη βιαιότητα της αστυφιλίας. Η οποία παρ’ όλες τις γενικεύσεις του θεσμικού πλαισίου, δείχνει να εγκαταλείπεται, αφού το διαφαινόμενο ενδιαφέρον της επίσημης πολιτείας και των επενδυτικών ροών, αφορούν στο Παραλιακό Μέτωπο της Αττικής.

Η Εδαφική –αλλά και η Κοινωνική και Οικονομική– Συνοχή, που προβλέπουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, διασφαλίζεται ουσιαστικά από την απτή δημιουργία ενός τέτοιου υπερτοπικού πόλου, τον οποίο ευαγγελίζεται το ισχύον Ρυθμιστικό, δίχως, εώς τουλάχιστον πρόσφατα, να δίνεται συνέχεια.

Αρχές και μελλοντικοί προσανατολισμοί της πολεοδομικής εξυγίανσης των ιστορικών χωρικών συν-αρθρώσεων, της «επανόδου»

Το κρίσιμο βήμα, αποτελεί η θεσμοθέτηση ως Ζώνη Ανάπλασης –χωροταξικής αναδιάρθρωσης είναι η πρόθεση– του περιμετρικού και ευρύτερου χώρου της Ακαδημίας, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, στο πνεύμα των κατευθύνσεων του Νέου Ρυθμιστικού της πρωτεύουσας: έλεγχος και αποφυγή συγκρούσεων χρήσεων γης, συμβατότητα με τον χαρακτήρα του τόπου και σε κάθε περίπτωση η απομάκρυνση λειτουργιών, που απάδουν με αυτόν (βιοτεχνικών/βιομηχανικών/μηχανουργείων), αποφόρτιση συντελεστών δόμησης· ό,τι δηλαδή συνιστά «ύβριν».

Σχεδιαστικές φάσεις

– Σύνδεση του Αρχαιολογικού Χώρου Ακαδημίας Πλάτωνος με τον Κεραμεικό και το Λύκειο του Αριστοτέλη, μέσω της πεζοδρόμησης των οδών Μοναστηρίου και Σαλαμίνος και λειτουργική ένταξή τους στον αστικό ιστό (ένταξη στη διαδρομή και των ανασκαφών του Δημοσίου Σήματος).

  • Η ενσωμάτωση των αρχαιολογικών χώρων στην αστική καθημερινότητα, ως φυσικό στοιχείο του αστικού ιστού, καλεί ταυτόχρονα τους κατοίκους και τους επισκέπτες να εξερευνήσουν και να ανακαλύψουν τα επάλληλα στρώματα ιστορίας που καταλαμβάνουν τον αστικό χώρο, ενώ αποκαλύπτει τους διαδοχικούς μετασχηματισμούς της πόλης και των κοινωνιών και ενεργοποιεί τη συλλογική μνήμη.

Επιπλέον, προτείνεται ο σχεδιασμός ενός περίπατου στα ίχνη της αρχαίας διαδρομής και εν συνεχεία της διαδρομής του «Μεγάλου Περίπατου», όπως ονομάστηκε από την Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας, ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, αλλά και την εισαγωγή στο δίκτυο αυτό και αστικών υπαίθριων παρακείμενων χώρων (πεζοδρόμους, πλατείες, περιοχές πρασίνου, εκτεταμένους μη δομημένους χώρους με πολλαπλά χαρακτηριστικά).

Συγκεκριμένα, αυτή η διαδρομή ραχοκοκαλιά (η οποία εμπεριέχει και το «πέρασμα» μέσα από το Δημόσιο Σήμα), περιλαμβάνει την ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού, με την Ακαδημία Πλάτωνος, μέσα από τον αρχαίο δρόμο των ταφών. Ενδιάμεση στάση σε αυτό το δίκτυο είναι ο αρχαιολογικός χώρος του Δημοσίου Σήματος.

Η διαδρομή επεκτείνεται, ώστε να συμπεριλάβει γειτνιάζουσες πλατείες και χώρους πρασίνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια ανεμπόδιστη πορεία εντός του σύγχρονου πυκνοδομημένου αστικού ιστού, με γνώμονα τη δημιουργία μιας μοναδικής χωρικής εμπειρίας για τους πεζούς. Η χωρική αυτή εμπειρία, θα εμπεριέχει τόσο τα ιζήματα του παρελθόντος και τα ιστορικά στοιχεία της περιοχής, όσο και τα στοιχεία της σύγχρονης αστικής ζωής και του αστικού πρασίνου.

Ο περίπατος αυτός έχει ως βασικό συστατικό την έννοια του χρόνου και τη σύσταση χωρο-χρονικής εμπειρίας. Με λίγα λόγια προτείνεται μια ενοποιητική διαδρομή μεταξύ αρχαιολογικών χώρων, συνέχειας του «μεγάλου περιπάτου» και αστικών πράσινων χώρων.

Συμπληρωματικά σε αυτήν τη διαδρομή των πεζών, προτείνεται η σύνδεση με ένα ευρύτερο δίκτυο ποδηλατοδρόμων. Η πρόταση αυτή συνάδει με το κοινωνικό αίτημα των κατοίκων όπως έχει εκφραστεί πολλαπλές φορές δημόσια, για αναβίωση της γειτονίας.

Πρόταση παρέμβασης.

ΛΥΚΕΙΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

  • Ανάπλαση του χώρου περιμετρικά του Αρχαιολογικού πάρκου (περιοχή Βιοτεχνικού Πάρκου) και δημιουργία ελεύθερων ανοιχτών χώρων και χώρων πρασίνου, στοιχείο αναγκαίο για την αναβάθμιση της κεντρικής Αθήνας. Συμπληρωματικά προτείνεται και η δημιουργία ενός ευρύτερου δικτύου χώρων πρασίνου στο οποίο θα ενταχθούν οι υφιστάμενες πλατείες και οι ελεύθεροι χώροι της περιοχής της Ακαδημίας Πλάτωνος.

  • Αναμόρφωση του οδικού δικτύου εντός της περιοχής ανάπλασης και δημιουργίας ενός πλέγματος βιώσιμων μετακινήσεων – πεζοδρόμων – ποδηλατοδρόμων.

Οι ανωτέρω επεμβάσεις, εμπεριέχονται σε ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης αστικής ανάπλασης, το οποίο περιλαμβάνει και ειδικές παρεμβάσεις, όπως:

  • Διάνοιξη – αποκατάσταση της αρχαίας χάραξης, σε ορισμένα σημεία, στα οποία η παλιά διαδρομή δεν έχει διατηρηθεί.

  • Εναλλακτικά, όπου αυτό είναι δυνατόν, συμπλήρωση της συνέχειας της αρχαίας διαδρομής, μέσω ήπιας προσβασιμότητας.

  • Διαμόρφωση του συνόλου του δικτύου αρχαίων διαδρομών, με τρόπο που να παραπέμπει στην ιστορία τους και ταυτόχρονα να τις διαφοροποιεί από τον υπόλοιπο ιστό.

  • Η επιλογή των αρχαίων διαδρομών που αποκαθίστανται, καθορίζεται από τον γενικότερο στόχο της δυνατότητας κίνησης πεζού, στο σύνολο της περιοχής της ενοποίησης, και

  • Η εγκατάσταση ηλεκτρονικού συστήματος αρχαιολογικών – ιστορικών – πολιτιστικών – τουριστικών πληροφοριών, μέσω δικτύου (hot spots,) τοποθετημένων σε διάφορα σημεία της Ζώνης Ενοποίησης.

Όλες αυτές οι κατευθύνσεις σχεδιασμού στοχεύουν στην οργανωμένη εκτόνωση των κεντρικών και πολιτιστικών λειτουργιών προς τα δυτικά.

Μέσα Επέμβασης

Τα μέσα παρέμβασης, αρθρώνονται στην:

  • Αγορά (ιδιωτικός τομέας – δημόσιος – ευρύτερος δημόσιος τομέας) κτιρίων – οικοπέδων εντός της περιοχής παρέμβασης και απόδοσής τους ως ελεύθερους χώρους, σε άμεση σύνδεση με αυτό.

  • Μετεγκατάσταση των υποδομών μεταφορών (Σταθμός Υπεραστικός Λεωφορείων Κηφισού) και απόδοσης των χώρων στο ΑΑ.

  • Η ενεργοποίηση άλλων μηχανισμών όπως του Αστικού Αναδασμού ή και της

«απόσυρσης» (Ν. Σηφουνάκης), εφόσον θεσμοθετηθούν, ενισχύουν το όλο εγχείρημα.

Μεταξύ των πλέον κρίσιμων αξόνων σχεδιασμού συνιστούν:

  • Η επαν-ιεράρχηση του οδικού δικτύου και η δραστική τροποποίησή του, στη βάση των αειφορικών μετακινήσεων στις πόλεις.

  • Η εξυγίανση – απομάκρυνση χρήσεων μέσης – υψηλής όχλησης.

  • Τροποποίηση των χρήσεων γης –της περιβάλλουσας του ΑΑ περιοχής–, προς φιλικότερες περιβαλλοντικά και συμβατές με τον Αρχαιολογικό Χώρο.

Σχεδιαστικό όραμα versus αγκυλώσεων ή οι πολίτες ενεργοποιούν την πολιτική ευθύνη

Οι προτάσεις, διαφοροποιούνται δομικά, από γενικές ή ειδικότερες προτάσεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς και συγκεκριμένα αφορούν:

Παρεμβάσεις κλίμακας, στην περιμετρική του Άλσους περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του χώρου του –υπό μεταφορά– ΚΤΕΛ, στη βάση της αρχής: (Εξ) αγοράς/κατεδάφισης ή καθαρισμού/απόδοσης, (ΑΚΑ) στο corpus του υφιστάμενου Αρχαιολογικού Πάρκου.

Διεύρυνση αυτού.

  • Σύνδεση με το Λύκειο του Αριστοτέλη.

  • Τροποποίηση χρήσεων γης σε ευρύτερες περιοχές του Άλσους και μείωσης ΣΔ, με παράλληλη εφαρμογή της αρχής ΑΚΑ.

  • Στην εφαρμογή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου Αναπλάσεων, που θα αποτρέψει, ρητά, ενέργειες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ιδίως μετά την πιλοτική εφαρμογή ΑΚΑ.

  • Η οριοθέτηση, ως Ζώνη Ανάπλασης, δεν περιορίζεται μόνον στα τετράγωνα των αξόνων πεζοδρόμησης, αλλά ευρύτερα, αποθαρρύνοντας μεταστάσεις παθογενών πολεοδομικών φαινομένων σε γειτνιάζουσες Ζώνες. Αυτή αρθρώνεται σε δύο Ζώνες άμεσης παρέμβασης (εφαπτόμενες στους διαδρόμους) και μεσο/μακροχρόνιες.

  • Τα παρακείμενα των διαδρομών κτίρια, υπόκεινται σε καθεστώς μορφολογικής εναρμόνισης (εφόσον δεν είναι διατηρητέα).

  • Η ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών στον Αρχαιολογικό Χώρο –αντί επανάχρησης υφιστάμενης δομής στην ευρύτερη περιοχή– συνιστά ατόπημα. Ο θεσμοθετημένος χώρος και οι άμεσα γειτνιάζουσες περιοχές, χρήζουν ελάφρυνσης οικοδομών, πόσο μάλλον νέων και σε καμία περίπτωση επιβάρυνση.

  • Σταδιακή μετεγκατάσταση κτιριακών δομών του Δημοσίου και απόδοσής τους στον Αρχαιολογικό Χώρο.

Η επανασύσταση –υπό μορφή συμπράξεων ιδιωτικού-δημοσίου– ενός ειδικού για τον σκοπό φορέα, με κεντρική στόχευση τη συνέχιση των δράσεων – μέτρων – ενεργειών – έργων του ΕΕΑΧΑ, προς την κατεύθυνση που προαναφέρθηκε, συνιστά condition sine qua non.

Αντιρρήσεις (ενδεχόμενες) των «εποπτευόντων θεσμών», δεν μπορούν να υπάρξουν αφού (θα) βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα, ως προς τη χρηματοδοτική συμμετοχή και δεν επιβαρύνει τους εθνικούς πόρους – πλην (πιθανόν) μιας εμπλοκής σε συγχρηματοδοτούμενες επεμβάσεις (το κείμενο γράφτηκε το 2017-18. Η διατήρηση της παραγράφου, θεωρήθηκε απολύτως σκόπιμη).

Ενδεχόμενη τροποποίηση του υφιστάμενου «σισύφειου» θεσμικού πλαισίου αστικού σχεδιασμού -προγραμματισμού και ειδικότερα των μέτρων για τα διατηρητέα κτίρια, μνημεία, προστατευόμενες – προστατευτέες περιοχές –όπως η μεταφορά συντελεστή δόμησης, ο αστικός αναδασμός, οι ανταλλαγές ιδιωτικών ακινήτων εντός αυτών, με άλλες του δημοσίου, ή και καινοτόμες, όπως η «απόσυρση» (Ν. Σηφουνάκης), πρακτικές απόλυτα εφικτές σε ευρωπαϊκές χώρες, πλην αφορισμένες, στην Ελλάδα– θα μπορούσε να είναι ευεργετική εξέλιξη για τον εξεταζόμενο τομέα.

Ο χρονικός ορίζοντας του Σχεδίου, είναι 15ετία και περαιτέρω.

Ένας διεθνής αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός για τη διαμόρφωση των

«διαδρομών και της αστικής εξυγίανσης», -συμπληρωματικός στην όλη σύλληψη- εμπλουτίζει το όλο Σχεδιαστικό Εγχείρημα του Σχεδίου, διασφαλίζει τη διακίνηση ιδεών και προτάσεων, εγγυάται τη συμμετοχή όλων όσοι επιθυμούν να δώσουν βελτιωτικές απαντήσεις, σε έναν αντιφατικό, όσο και γοητευτικό ιστό. Όπου αντιμάχεται η ιστορία,

με τη δυναμική, πλην επιθετική, παρουσία του σήμερα. Η οποία δεν διεκδικεί απλά το χωρικό της αποτύπωμα, αλλά το επιβάλει, προβάλλοντας κυρίως τις παθολογίες του. Δεν υποκαθιστά, σε καμία περίπτωση, την αλλαγή χρήσεων γης, άμεσα.

Ευποιία, συμπράξεις και διαρθρωτικές παρεμβάσεις: ή η (απόλυτη) εφικτότητα ανάκτησης ενός «ιερού τόπου»

Η πορεία της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών και Ιστορικών Χώρων της Αθήνας, –παρά την «ανίερη» κάμψη του όλου εγχειρήματος– κατέδειξε επαρκώς, ότι το όραμα υλοποίησης ενός Σχεδίου κλίμακας, κατισχύει των αγκυλώσεων που χαρακτηρίζουν κατά κανό- να μια πολεοδομική στρατηγική.

Αντί η παρατεταμένη ύφεση, να καταστεί εφαλτήριο δημιουργίας νέων υποδομών, εστιασμένες στον ιδιωτικό τομέα. Η δε αρχή Αγορά/Κατεδάφιση-εξυγίανση/ Απόδοση (ΑΚΑ), προβάλει, από κοινού με έναν μεικτό Φορέα Σύμπραξης, ως βιώσιμη εναλλακτική.

Σημειώνεται ότι τα μεγαλύτερα έργα πολιτισμικών δομών στην πρωτεύουσα, πραγματοποιήθηκαν (και) πρόσφατα, από πρωτοβουλίες ευποιίας.

Ο δημόσιος τομέας εστιάζει στη μεταφορά των δημοσίων δομών/ακινήτων, που βρίσκονται εντός των ορίων παρέμβασης, σε άλλο χώρο εκτός αυτού.

Καθώς και στην αναδιάρθρωση δικτύου οδικών μεταφορών, σε σαφώς αειφορική βάση. Δίκτυα πεζοδρόμων – ποδηλατοδρόμων, διάδρομοι ήπιας κυκλοφορίας, με μείωση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών και κατάργηση μέρους του οδικού δικτύου.

Οι συγχρηματοδοτούμενες επεμβάσεις του Μετρό, δίνουν εξαιρετικά περιθώρια για εξυγιάνσεις περιμετρικών των σταθμών τμημάτων, προς την επιδιωκόμενη στόχευση.

Η τρέχουσα συγκυρία, ευνοεί την ένταξη του Σχεδίου σε συγχρηματοδοτούμενες ενέργειες της ΕΕ και στα να ευρωπαϊκά εργαλεία Ανάκαμψης.

Ο ιδιωτικός τομέας εστιάζει στις επεμβάσεις της αρχής (άμεσης) αγοράς ακινήτων – κατεδάφισης – παραχώρησης στο Αρχαιολογικό Άλσος (ΑΚΑ).

Μια πολεοδομική πολιτική – ως πολιτική, παραμένει η «τέχνη του εφικτού». Το δε εφικτό, συνιστάται στην εδραία βούληση για αλλαγή. Με την πολιτεία, η οποία διαθέτει τη δύναμη της πρωτοβουλίας, σε εγχειρήματα πολεοδομικής φύσεως, ιδίως αυτού του διαμετρήματος, να έχει κρίσιμο ρόλο.

Είναι, ωστόσο, οι πολίτες και όλοι όσοι αντιλαμβάνονται και συνειδητοποιούν το χρέος έναντι της ιερότητας του τόπου, αλλά και τη χρησιμότητα του εγχειρήματος στο σήμερα και στις μελλοντικές προοπτικές –οι εμφορούμενοι δηλαδή του αισθήματος της ευθύνης– οι οποίοι θα πρέπει κινητοποιήσουν την πολιτεία. Ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν όχι να πρωτοστατήσουν, να συστρατευθούν μαζί της· για την εκτύλιξη ενός «μίτου», που «απωλέσθη», αλλά δεν χάθηκε, εγκαταλείφτηκε, αλλά επανήλθε, συσκοτίστηκε, αλλά βγήκε από τη λήθη, κακοποιήθηκε, πλην άντεξε και είναι παρών για να δείχνει τον δρόμο.