Γιάννης Ρούντος: ένα υστερόγραφο για τον Mίκη Θεοδωράκη
«Ο Μίκης των Ελλήνων δεν είναι ένα πρόσωπο, είναι ιστορία και ανήκει σε όλους»
Του Γιάννη Ρούντου
Πάνδημο, καθολικό το συναίσθημα της βαθειάς θλίψης για τη φυσική, οικεία βουλήσει (όπως σε ραντεβού) αναχώρησή του. Σε στάση «Ορθίου». Συγκινητική η μοναδική σε διαστάσεις, αντανακλαστικά άμεση και παρορμητική αντίδραση του κόσμου – χωρίς διακρίσεις: όπως θα τό’θελε ο ίδιος, χωρούν οι πάντες.
Ακόμη και οι ευκαιριακοί θιασώτες, που ανέβηκαν υστερόβουλα και ματαιόδοξα στο όχημα της στιγμιαίας δημοσιότητας, με κάποια αναμασημένη δήλωση, κάποια φωτογραφία μαζί του αφού ήταν ορθάνοιχτος («την πόρτα ανοίγω το βράδυ» με τον άλλο αθάνατο Τάσο Λειβαδίτη), κάποια ευτελή πλακέτα που του είχαν δώσει για να πάρουν ή ένα πέρασμα σε κάποιο πλάνο της απειροδιάστατης ζωής του, που «την κράτησε ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα φύλλα».
Ο Φωτοδότης, η ίδια η σύγχρονη, αντιφατική ιστορία του δύστηνου και ταυτόχρονα παλινορθούμενου τόπου μας – και όλοι οι άλλοι, οι ετερόφωτοι, εμείς που ζυμωθήκαμε λιγότερο ή περισσότερο, συγκυριακά ή από επιλογή με το σημάδι που αφήνει «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα».
Αυτή είναι η πραγματικότητα, στην αφαίρεση που ο ίδιος έκανε απολογιστικά φεύγοντας, κρατώντας τα ελάχιστα πιο σημαίνοντα του βίου του.
Δεν χρειάζεται περισσότερη παρακμιακή σκόνη ολόγυρα. Ούτε περισσότερος θόρυβος και ηχορύπανση. Ησυχία, για να ακούγεται η μουσική του, με καθαρά τα λόγια των Ποιητών.
Ούτε χρειάζονται διεκδικήσεις. Ανήκει σε όλους, είναι υπερτοπικός – οικουμενικός (καμμιά φορά και τα τετριμμένα να λέγονται με το νόημά τους).
Έτσι θα είναι ζωντανή η μνήμη του ως έξοχου Δημιουργού, Πολίτη και Εθνικού Ευεργέτη, όπου κι αν τοποθετηθεί το τελειωμένο σαρκίο, χωρίς τον «τέλειο εξευτελισμό» και τη σκύλευση – την ύβρι. Μνήμη για όλους, όσοι θέλουν και μπορούν να αντλούν από την πηγή για ξεδίψασμα, ακόμη κι αν «το νερό γλυφό» στις παράξενες μέρες που ζούμε.