Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σκηνικό: Το Κέντις Τάουν του Λονδίνου. Χρονολογία: Φεβρουάριος του 1858 και ώρα λίγο μετά τις 4 τα ξημερώματα. Ο Καρλ Μαρξ είναι ακόμα καταζητούμενος στη Γερμανία, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και επιβίωσης, ενώ στη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων γινόταν ολοένα και πιο απαισιόδοξος για την προοπτική μιας επανάστασης. Τη στιγμή αυτή, όμως, η Γουόλ Στριτ καταρρέει, η Ευρώπη βρίσκεται στη δίνη τραπεζικών πτωχεύσεων και ο ίδιος για πολλούς λόγους, πιέζεται να τελειώσει το πολυαναμενόμενο βιβλίο οικονομίας που συγγράφει. «Δουλεύω όλη τη νύχτα σαν μανιακός», εκμυστηρεύεται στον φίλο και συμπαραστάτη του Φρήντριχ Ενγκελς,«ώστε να έχω τουλάχιστον έτοιμο το περίγραμμα πριν από τον κατακλυσμό».
Οι δυνατότητες πληροφόρησης όμως που έχει ο Μαρξ είναι περιορισμένες. Με την άδεια εισόδου στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, έχει πρόσβαση στα πρόσφατα δεδομένα. Τη μέρα γράφει άρθρα για τη New York Tribune. Τη νύχτα γεμίζει σημειωματάρια, οχτώ τον αριθμό, με δυσανάγνωστα ορνιθοσκαλίσματα στα γερμανικά, αυθόρμητες παρατηρήσεις, διανοητικούς πειραματισμούς και σημειώσεις για τον εαυτό του.
Τα σημειωματάρια, γνωστά ευρύτερα ως Grundrisse (μεταφράζονται ως «Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας» Εκδόσεις Στοχαστής 1989), θα διασωθούν από τον Φρήντριχ Ένγκελς, ο οποίος όμως δεν θα τα διαβάσει. Θα παραμείνουν στα κεντρικά γραφεία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας μέχρις ότου τα αγοράσει η Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1920. Θα χρειαστεί να έρθει η δεκαετία του 1960 για να διαβαστούν στη Δυτική Ευρώπη, και στα αγγλικά θα μεταφραστούν το 1973. Όταν τελικά οι ακαδημαϊκοί βρουν την ευκαιρία να δουν τι έγραψε ο Μαρξ μία κρύα νύχτα του 1858, θα παραδεχτούν ότι «βάζει σε δοκιμασία όλες τις σοβαρές ερμηνείες για τον Μαρξ». Ο τίτλος του κειμένου του, εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, ήταν «Απόσπασμα για τις μηχανές».
Πρόκειται για θεώρηση που εκφράζει προβληματισμό και που ξεκινά με τη διαπίστωση ότι η σχέση μεταξύ εργάτη και μηχανής αλλάζει, καθώς αναπτύσσεται η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας. Στα πρώτα βήματα της βιομηχανίας, υπήρχαν ο άνθρωπος, το χειροκίνητο εργαλείο και το προϊόν. Σήμερα, παρατηρεί ο Μαρξ, αντί για εργαλείο, ο εργάτης «εισάγει τη φυσική διαδικασία, η οποία μετασχηματίζεται σε βιομηχανική, ως μέσο ανάμεσα στον εαυτό του και στην ανόργανη φύση, την οποία πλέον διαφεντεύει. Βαδίζει παράλληλα με την παραγωγική διαδικασία αντί vα είναι ο βασικός της πρωταγωνιστής».
Ο Μαρξ οραματιζόταν μία οικονομία στην οποία ο βασικός ρόλος των μηχανών θα ήταν η παραγωγή και ο αντίστοιχος του ανθρώπου η επίβλεψη της παραγωγής. Διατύπωνε με σαφήνεια την άποψη ότι σημαντική παραγωγική δύναμη σε μία τέτοια οικονομία θα ήταν η πληροφορία. Η παραγωγική δύναμη των μηχανών, όπως της αυτοματοποιημένης μηχανής για το γνέσιμο του βαμβακιού, του τηλέγραφου και της ατμομηχανής, ήταν «τρομερά δυσανάλογη συγκριτικά με τον χρόνο εργασίας που απαίτησε η παραγωγή τους, αλλά εξαρτάται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και της τεχνολογικής προόδου ή από τον βαθμό εφαρμογής αυτής της επιστήμης στην παραγωγή».
Με άλλα λόγια, η οργάνωση και η γνώση συνεισέφεραν περισσότερο στην παραγωγική δύναμη από όσο η εργασία που απαιτούσε η κατασκευή και η λειτουργία των μηχανών.Η διαπίστωση αυτή,σε συνδυασμό με την άρνηση του Μαρξ να δεχτεί ότι ένα προϊόν έχει και αξία χρήσης πέρα από αυτήν της παραγωγής και συναλλαγής του,τον έκανε έξαλλο.Έπρεπε να κάνει αναθεωρήσεις. Να όμως που αυτές οι τελευταίες θα αποδυνάμωναν την κριτική που ασκούσε στους Γάλλους Ζαν- Πιερ Προυντόν και τον Φρειδερίκο Μπαστιά.
Στο σημείο αυτό ο Μαρξ ρίχνει τη βόμβα: Γράφει τις σκέψεις του στον Ενγκελς, τονίζοντας ότι σε μία οικονομία που το μεγαλύτερο τμήμα της δουλειάς πραγματοποιείται από τις μηχανές και η ανθρώπινη εργασία ουσιαστικά περιορίζεται στην επίβλεψη, στη συντήρηση και στον σχεδίασμά των μηχανών, η φύση της γνώσης που βρίσκεται ενσωματωμένη στις μηχανές πρέπει να είναι «κοινωνική».
Και αυτό είναι το πρόβλημα, το οποίο αδρά ο Πωλ Μέισον αναδεικνύει στο βιβλίο του «Μετακαπιταλισμός» (Εκδόσεις Καστανιώτη), στο οποίο πολύ εύστοχα επισημαίνει:
«Ας βρούμε ένα παράδειγμα που να ταιριάζει στο σήμερα. Όταν μία σχεδιάστρια λογισμικού χρησιμοποιεί γλώσσα προγραμματισμού για να γράψει τον κώδικα που θα συνδέσει μία ιστοσελίδα με κάποια βάση δεδομένων, τότε προφανέστατα δουλεύει αξιοποιώντας κοινωνική γνώση. Ο προγραμματισμός δεν είναι κατ’ ανάγκην Ανοιχτού Κώδικα, μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε τυπικό πρόγραμμα του εμπορίου. Κάθε στάδιο της διαδικασίας είναι αποτέλεσμα διαμοιρασμού και συγκέντρωσης των πληροφοριών σε μία κοινή πλατφόρμα, είναι απόρροια συνεχών αναπροσαρμογών του κώδικα και των σημείων διεπίδρασης.
Προφανώς, ο κώδικας δεν ανήκει στη σχεδιάστρια λογισμικού, εκείνη απλώς εργάζεται με αυτόν. Αντιστοίχως, η εταιρεία που πληρώνει για τη δουλειά της δεν μπορεί να έχει στην κατοχή της παρά ένα μικρό τμήμα του. Νομίμως μπορεί να προστατέψει με διπλώματα ευρεσιτεχνίας κάθε κομμάτι κώδικα που εκείνη γράφει. Μπορεί επίσης να την αναγκάσει να υπογράψει μία συμφωνία που θα παραχωρεί στην εταιρεία το δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτών που γράφει εκείνη ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο της. Ο κώδικας όμως θα εξακολουθεί να περιέχει χιλιάδες κομματάκια κώδικα που έχουν γραφτεί από άλλους και επομένως είναι αδύνατον να περιέλθουν στην ιδιοκτησία της εταιρείας.
Επιπλέον, η γνώση που χρειάστηκε για την παραγωγή του παραμένει στο μυαλό της προγραμματίστριας. Εκείνη έχει τη δυνατότητα, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες στην αγορά, να μεταπηδήσει σε άλλη δουλειά και να εφαρμόσει την ίδια λύση εφόσον της ζητηθεί. Στην εποχή της πληροφορίας, μέρος του τελικού προϊόντος παραμένει στην κατοχή του εργαζομένου κατά τρόπο που δεν ήταν εφικτός στη βιομηχανική εποχή.
Το ίδιο ισχύει και για το εργαλείο που χρησιμοποιεί: τη γλώσσα προγραμματισμού. Δημιουργήθηκε από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που συνεισέφεραν τη γνώση και την εμπειρία τους. Αν εκείνη κατεβάσει την τελευταία εκδοχή της γλώσσας προγραμματισμού, είναι σίγουρο ότι θα εντοπίσει αλλαγές, καθώς ο υπόλοιπος κόσμος που τη χρησιμοποιεί τη βελτιώνει συνεχώς.
Επιπροσθέτους, τα δεδομένα που προκύπτουν από τους χρήστες της ιστοσελίδας ενδεχομένως να αποτελούν ιδιοκτησία κάποιας εταιρείας. Ωστόσο, είναι προϊόν κοινωνικής παραγωγής: Σου στέλνω έναν σύνδεσμο για το Διαδίκτυο, τον κλικάρεις ή τον τουιτάρεις στους δέκα χιλιάδες που σε «ακολουθούν» στο Twitter.
Αυτή τη διαδικασία, ο Άλβιν Τόφλερ (1928-2016) την αποκαλούσε «επαναστατικό πλούτο» και τόνιζε ότι «σήμερα η νομισματική οικονομία δεν είναι παρά μέρος ενός συστήματος παραγωγής πλούτου που έχει τεράστιο εύρος. Ένα άλλο μέρος της οικονομίας, προκύπτει από ροές αξίας που περνούν απαρατήρητες και προέρχονται από μια κολοσσιαία παγκόσμια οικονομία, η οποία όλο και περισσότερο διέπεται από μη παραδοσιακούς συντελεστές παραγωγής. Ένα παράδειγμα οικείο στον γνωστό μελλοντολόγο, ήταν αυτό της εθελοντικής εργασίας και του ρόλου σοβαρών μη-κυβερνητικών οργανώσεων σε τομείς υψηλής κοινωνικής σημασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσεται το φαινόμενο της «προανάλωσης» όπου οι καταναλωτές παράγουν δωρεάν αυτό που καταναλώνουν. Για παράδειγμα, μέσω ενός ΑΤΜ, ένας καταναλωτής μπορεί να κάνει γρήγορα και δωρεάν εργασίες για τις οποίες σε μια τράπεζα, πριν 20 χρόνια, θα χρειαζόταν κάποιες ώρες με το ανάλογο προσωπικό.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε νέες και πολύπλοκες πραγματικότητες, τις οποίες όσο επιμένουμε να προσεγγίζουμε με ξεπερασμένα θεωρητικά εργαλεία τόσο θα οξύνονται και νέου τύπου ανισότητες.
Πηγή: ot.gr