Την ίδια περίοδο που εκτοξεύθηκαν στα ύψη τα ποσοστά των νέων που δεν εργάζονται, ούτε σπουδάζουν, τα αμιγώς εκπαιδευτικά στατιστικά της κρίσης της πανδημίας ανέφεραν 5-8% αύξηση εγγραφών σε ιδιωτικά σχολεία
Ο ρόλος της αγοράς προφανώς είναι η ανάδειξη ευκαιριών. Η στόχευση δε των επενδυτών, η κερδοφόρα εκμετάλλευσή τους. Με δεδομένο όμως ότι ο ρόλος και η πορεία της Δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας είναι και πρέπει να είναι οριοθετημένος τόσο ως προς τον εκπαιδευτικό όσο και τον κοινωνικό της πεδίο, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω πως η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει μία ιδιάζουσα υποβάθμιση της αναγνώρισης του ρόλου του Δημοσίου σχολείου από την κοινωνία. Ειδικά για την κατηγορία εκείνη των πολιτών που έχουν την οικονομική δυνατότητα αξιολογώντας να επιλέξουν.
Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι η αδυναμία εξακολουθεί να εμφανίζεται στο σύστημα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας, αποτελεί συνολικό πρόβλημα. Κατά κάποιο τρόπο πρόβλημα ηθικής της ίδιας της πολιτικής. Σηματοδοτεί έμμεσα την διαχρονική αδυναμία των κυβερνήσεων να αντιληφθούν πως η ουσιαστική αναβάθμιση της Δημόσιας παιδείας συνιστά υποχρέωση στα πλαίσια της παροχής πραγματικής δυνατότητας ίσως ευκαιριών σε όλους. Η αδυναμία αντίληψης αποστερεί από τον βασικό αυτό πυλώνα της κοινωνίας την δυνατότητα να διαδραματίσει ενισχυμένο ρόλο στην εκπαιδευτική και αναπτυξιακή μεταρρύθμιση της χώρας.
Φαίνεται πως παρά το γεγονός ότι κατά περιόδους θεσμοθετούνται μέτρα – αποσπασματικά έστω- προς την σωστή κατεύθυνση, παραμένει αδύνατο να δομηθεί εξ αρχής μία σταθερή πολιτική Δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, αλλά και τις εν γένει εξελίξεις. Ο λόγος είναι μάλλον απλός: Όσο η εισαγωγή στα πανεπιστήμια αποτελεί πρωτεύοντα στόχο των περισσότερων οικογενειών, χωρίς να υπολογίζεται ο καθαρά εκπαιδευτικός ρόλος του σχολείου – ειδικά στα χρόνια του Λυκείου – τόσο η «φροντιστηριακή οικονομία» θα αποτελεί τροχοπέδη ανασύνταξης στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό. Όταν βρεθεί τρόπος να καταργηθούν τα φροντιστήρια, τότε θα μπορέσουμε να συζητήσουμε για μία «παραγωγική» παιδεία από κάθε άποψη, καθώς μαζί με τον προγραμματισμό θα έχει αλλάξει και η νοοτροπία.
Το αυξημένο ενδιαφέρον για τα ιδιωτικά σχολεία ασφαλώς αποτελεί δικαίωμα κάθε γονέα ως επιλογή. Αρκεί όμως η επιλογή αυτή να είναι συνειδητή και όχι οδηγούμενη εξ ανάγκης λόγω αδυναμιών του δημοσίου σχολείου. Κάθε Κυβέρνηση όμως, οφείλει να διασφαλίζει την ισονομία ως προς το παρεχόμενο επίπεδο εκπαίδευσης. Η ροπή προς το ιδιωτικό σχολείο – που ως επί το πλείστων κατευθύνει τα παιδιά σε ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα – αναδεικνύει ανισότητες με μακροπρόθεσμα αρνητικά επακόλουθα, επιπτώσεις στην δυναμική της ανάπτυξης από τους νέους, αλλά και προεκτάσεις στο επίπεδο της αναγκαίας αναβάθμισης των πανεπιστημίων. Το θέμα είναι πρωτίστως κοινωνικό. Έχει όμως σημαντικές οικονομικές οικονομικές προεκτάσεις.
Δεν νοείται να θεωρούμε ότι γίνεται μία μεταρρύθμιση των «ειδικών βαρών» εισαγωγής και να μην περιλαμβάνει την εξάλειψη των «βαριδίων» της φροντιστηρικής οικονομίας στα πλαίσια του τι σημαίνει εκπαίδευση και τι παραεκπαίδευση. Θα μπορούσαμε εύκολα ίσως να κάνουμε τον παραλληλισμό μεταξύ οικονομίας και παραοικονομίας, καθώς οι στρεβλότητες εκτός από εκπαιδευτικές μεταφράζονται και ως οικονομικές για τις ασθενέστερες οικονομικά οικογένειες.
Ίσως η συζήτηση να μην αφορά τα Πειραματικά και τα Πρότυπα σχολεία αν και σε αυτές τις κατηγορίες η κοινωνικά αλλά και ηθικά – από εκπαιδευτικής άποψης – «οικονομία» των φροντιστηρίων παραμένει δυστυχώς ακμάζουσα. Αφορά τα υπόλοιπα σχολεία, κυρίως της επαρχίας των δύσβατων περιοχών ή περιοχών υποβαθμισμένων οικονομικά. Αφορά, σε τελική ανάλυση, το επίπεδο της παιδείας που δυστυχώς δεν παρέχεται στην βάση ίσων ευκαιριών. Ενός συστήματος που έχει ανάγκη επιτέλους να διοικηθεί από στελέχη που οφείλουν να αναγνωρίσουν πως πρέπει να μεταλλάξουν τον εκπαιδευτικό σε πρόσωπο με κύρος, δύναμη και αξιοπρέπεια.
Η μη αναγνώριση της αδυναμίας χάραξης πορείας, καθώς και οι αποσπασματικές διορθωτικές κινήσεις όχι μόνον εντείνουν τις στρεβλότητες, αλλά επιπρόσθετα αναδεικνύουν κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Για να γίνουν όμως αλλαγές/τομές, είναι ανάγκη να υπάρξει αναδιάταξη της ψυχολογίας όλων όσων επηρεάζονται από την μορφή και επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας. Αρχής γενομένης από τους γονείς. Πριν γίνει αυτό όμως είναι απαραίτητο να έχουν προηγηθεί κινήσεις που να προσφέρουν οικονομικές και κοινωνικές διεξόδους. Απαιτείται προετοιμασία ευρύτερη και πιθανώς χρονοβόρα, σε αντίθεση με τον τρόπο που η υπουργός παιδείας προωθεί την μεταρρύθμιση σήμερα.
Στα πλαίσια του παραπάνω σκεπτικού, το μέτρο της «ειδικής βάσης» εισαγωγής είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Σε λάθος χρόνο όμως και με λανθασμένο συνολικό σχεδιασμό. Μία μεταρρύθμιση αποσπασματική χωρίς μελλοντικό προγραμματισμό. Για τους δεκάδες χιλιάδες νέους που δεν θα εισαχθούν η πολιτεία όφειλε να είχε έτοιμο πρόγραμμα «αλλαγής κατεύθυνσης», δομημένο και υποστηριζόμενο. Αυτό δεν υπάρχει με αποτέλεσμα οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα να στρέφονται προς τα «ιδιωτικά κολλέγια» η προς ιδιωτικά πανεπιστήμια του εξωτερικού με ευκολία εισαγωγής.
Οι εκτός των τειχών των εγχώριων πανεπιστημίων απλά θα παραμείνουν ως στατιστική των κρίσεων – όπως αναφέρομαι στην εισαγωγή του άρθρου – χωρίς αντικείμενο σπουδών και άνεργοι. Το οικονομικό και κοινωνικό ισοζύγιο όμως μίας τέτοιας εξέλιξης στο μέλλον θα είναι δυσβάσταχτο με απρόβλεπτες κοινωνικές προεκτάσεις.