Του Κώστα Μποτόπουλου*
Το φθινόπωρο μπαίνει με το τέταρτο, αν δεν έχουμε χάσει το μέτρημα, κύμα της πανδημίας και το αντίστοιχο «πακέτο» μέτρων αντιμετώπισής της εκ μέρους της κυβέρνησης. Το κατέστησε αναγκαίο ο τοξικός από υγειονομική άποψη, συνδυασμός της μετάλλαξης Δέλτα, του πλήρους ανοίγματος της χώρας στον τουρισμό και της όχι τόσο ικανοποιητικής πορείας του εμβολιασμού, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες. Τα νέα μέτρα μοιάζουν με τα παλιά αλλά έχουν και μια ιδιαιτερότητα: σκοπεύουν να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού χωρίς την επιβολή γενικού κλεισίματος («λοκντάουν»). Για τον λόγο αυτόν έχουν ως επίκεντρο όχι τον ιό αλλά τον εμβολιασμό και δεν αφορούν το σύνολο αλλά μια μερίδα του πληθυσμού.
Με τον εθελοντικό εμβολιασμό να έχει φτάσει Κοντά στα όριά του, χωρίς να έχουμε ως κοινωνία πλησιάσει το τείχος ανοσίας, κρίσιμο εργαλείο έχει καταστεί ο λεγόμενος «υποχρεωτικός εμβολιασμός». Παρότι αναφέρεται έτσι, δεν πρόκειται για εξαναγκασμό σε εμβολιασμό – σε κανέναν δεν διενεργείται εμβολιασμός με το ζόρι – αλλά για διοικητική απόφαση ότι συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες είναι απαραίτητο να εμβολιαστούν και, αν άτομα που ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες δεν εμβολιαστούν, την πρόβλεψη για λήψη μέτρων, ώστε να τίθεται όσο το δυνατόν λιγότερο σε κίνδυνο το κοινωνικό σύνολο. Ήδη τέτοιου είδους διοικητικές αποφάσεις, ιδίως σχετικά με την αναστολή εκτέλεσης εργασίας που θα τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Σεπτεμβρίου, έχουν αρχίσει να κρίνονται από τα δικαστήρια, τα οποία, σε όλες τις περιπτώσεις (γνωμοδότηση Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, απόρριψη ασφαλιστικών μέτρων από τα Πρωτοδικεία Βόλου και Κιλκίς), έχουν καταρχήν τεθεί υπέρ της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού και των συνεπειών του. Λέω «καταρχήν», γιατί δεν πρόκειται μεν για τελική κρίση, η οποία ουσιαστικά ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά για διάνοιξη ενός μονοπατιού που φαίνεται πολύ καθαρό.
Η συνταγματικότητα της υποχρεωτικότητας, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, στηρίζεται σε δύο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (2387/2020 και 622/2021), καθώς και σε μία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Vavricka κατά Τσεχίας, από Απρίλιο του 2021). Και οι τρεις σχετίζονται με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των μαθητών ως προϋπόθεση εγγραφής στο σχολείο και διαμορφώνουν το ίδιο πλέγμα κανόνων νομιμότητας: προστασία της δημόσιας υγείας, στήριξη σε πορίσματα της επιστήμης και σεβασμός της αρχής- της αναλογικότητας, δηλαδή αποφυγή ακραίων μέτρων και συνεπειών. Θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, η νομολογιακή αυτή κατασκευή να ανατραπεί σε σχέση με τα μέτρα που πρόσφατα εξαγγέλθηκαν, θα τεθούν σε εφαρμογή από τη 13η Σεπτεμβρίου και οριοθετούν την εργασία των ανεμβολίαστων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τους ανεμβολίαστους φοιτητές, μαθητές και ταξιδιώτες, την παρουσία σε κλειστούς χώρους εστίασης, ψυχαγωγίας, άθλησης και πολιτισμού (παρουσία η οποία θα επιτρέπεται, άγνωστο για ποιους λόγους, υπό διαφορετικές προϋποθέσεις ανάλογα με το είδος της δραστηριότητας).
Τα μέτρα αυτά, όσο κι αν είναι, κατά τα παραπάνω, Ο νόμιμα και όσο κι αν είχαν εξαγγελθεί επίσημα και εγκαίρως, δεν παύουν να αποτελούν ένα εκ των πραγμάτων «ημι-λοκντάουν ανεμβολίαστων», που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη μια δημοκρατική κυβέρνηση. Το τι λέει η επιστήμη σε σχέση με την προστασία της δημόσιας υγείας και το τι επιβάλλει το καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης του καθενός μας (δεν χρειαζόμασταν το Σύνταγμα- να μας το θυμίσει, αλλά μας το θυμίζει: άρθρο 25 παρ. 4) είναι ασφαλώς, και πρωταρχικά, κρίσιμο. Ωστόσο σημαντικό είναι και το κράτος να μη δίνει την εντύπωση ότι τιμωρεί επιλογές που ανήκουν στην ατομική σφαίρα, ακόμα και αν με αυτές διαφωνεί, και, κυρίως, να μη διχάζει. Η ισορροπία είναι δύσκολη, πόσω μάλλον όταν η κυβέρνηση έχει την τάση να οδηγεί στο όριο μια λογική «νόμου και τάξης», ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση επιμένει, βάζοντας το κομματικό συμφέρον πάνω από το γενικό, να κλείνει το μάτι στους ανεμβολίαστους και τους αντιδραστικούς. Αλλά η δημοκρατία, η πραγματική δημοκρατία, είναι ακριβώς το πολίτευμα των δύσκολων ισορροπιών.
*συνταγματολόγος