Μια σοφότερη Άγκελα Μέρκελ… Του Ευάγγελου Βενιζέλου

277

Του Ευάγγελου Βενιζέλου*

Στον αποχαιρετιστήριο αναστοχασμό της καγκελαρίου Μέρκελ, η ελληνική περιπέτεια της περιόδου 2009 – 2019 φάνηκε να κατέχει ιδιαίτερη θέση. Εύλογο. Η κρίση, για την ακρίβεια η δύσκολη διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης που επωάστηκε επί δεκαετίες πριν αρχίσει να καθίσταται ανεξέλεγκτη το 2009, συμπίπτει με τα δυο τρίτα περίπου της συνολικής θητείας της Άγκελα Μέρκελ στην ηγεσία της Γερμανίας και εκ των πραγμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιπλέον, η κυρία Μέρκελ έζησε όλη την ελληνική υπόθεση από την αρχή μέχρι το τέλος. Συνυπήρξε με όλους τους Έλληνες πρωθυπουργούς της περιόδου 2005 – 2021. Προφανώς θυμάται τις συζητήσεις για τα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά δεδομένα της περιόδου 2005-2009 και τα αρχικά πανευρωπαϊκά μέτρα του 2008 που ελήφθησαν με την ψευδαίσθηση ότι τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης μπορούσαν στο σύνολό τους να αποφύγουν τον φαύλο κύκλο που μετέτρεπε τη χρηματοπιστωτική κρίση σε δημοσιονομική και το αντίστροφο. Αυτό δυστυχώς αποδείχθηκε, σε λιγότερο από δυο χρόνια, φρούδα ελπίδα.

Ως καγκελάριος κλήθηκε στις αρχές του 2010 να διαχειριστεί την ανατροπή των θεμελιωδών βεβαιοτήτων της Νομισματικής Ένωσης και του Συμφώνου Σταθερότητας, τα γενετικά προβλήματα που είχε και έχει η μετατροπή των βασικών επιλογών και των στόχων της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε αυστηρούς νομικούς κανόνες εξοπλισμένους με την ιδιότητα της υπεροχής των κανόνων της έννομης τάξης της Ε.Ε. Επιπλέον δε την «ηθική διάσταση» που προσέδωσε στη δημοσιονομική πειθαρχία η συνολική υπαγωγή της Ευρωζώνης στο αξιακό και πολιτικό πλαίσιο μιας προτεσταντικής αντίληψης περί οικονομίας. Το δημόσιο χρέος των κρατών – μελών ήταν αντιληπτό όχι μόνο ως οικονομικό μέγεθος αλλά και ως αμαρτία, σύμφωνα με τις συμπαραδηλώσεις της γερμανικής εκδοχής του «Πάτερ ημών».

Όταν η Άγκελα Μέρκελ ανέλαβε τα καθήκοντά της ως καγκελάριος είχε ήδη διαμορφωθεί το θεσμικό οικοδόμημα της Ένωσης και ιδίως της οικονομικής της διακυβέρνησης που ήταν κατασκευασμένο για «φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως».  Οι  μηχανισμοί εποπτείας, έγκαιρης προειδοποίησης και ανάσχεσης κρίσεων ήταν ανεπαρκείς, οι δε μηχανισμοί διαχείρισης δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτοι.

Η δική μου ανάγνωση είναι ότι η καγκελάριος εξέφρασε τη βαθιά απογοήτευσή της για την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αντιμετωπίσει έγκαιρα τα προβλήματα και να τα ανακόψει και έλαβε τη θεμελιώδη απόφαση, που προσυπέγραψαν χωρίς αντιστάσεις οι ομόλογοί της, να θέσει την ελληνική υπόθεση υπό τον πολιτικό έλεγχο του Eurogroup, δηλαδή πρακτικά των κυβερνήσεων με μια θεμελιωδώς διακυβερνητική λογική και υπό τον τεχνικό έλεγχο της ΕΚΤ και κυρίως του ΔΝΤ που εγκαταστάθηκε στη θεσμική καρδιά της Ευρωζώνης.

Ειδικά δε ως προς την Ελλάδα, ήταν και η Άγκελα Μέρκελ  – αλλά όχι μόνον – σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τα αρνητικά στερεότυπα που διαμόρφωναν το δημοσιονομικό, μακροοικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό προφίλ της χώρας μας. Από τα  Greek statistics, την αλλοίωση των δημοσιονομικών δεδομένων για την ένταξη στην Ευρωζώνη (που ήταν όμως τότε  συνδεδεμένη με τη σκοπιμότητα της ένταξης της Ιταλίας), τη διαφθορά (με υποκινητή όμως στις περισσότερες διάσημες υποθέσεις γερμανικές εταιρείες), το ακατανόητο για τους Γερμανούς (που απέτυχαν με τις ναυτιλιακές εταιρείες κοινωνικής βάσης) «θαύμα» του μεγέθους της  ελληνικής ναυτιλίας και της φορολογικής της μεταχείρισης κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά,  σε μια διαχείριση κρίσης που εξελισσόταν μαζί με την κρίση και άρα επέβαλε αποφάσεις αποσπασματικές, βήμα βήμα, με μέθοδο εμπειρική και νοοτροπία συντηρητική, δηλαδή με μια γραμμή  που είχε ως στόχο να αποφευχθεί η διάχυση της κρίσης και η έκρηξη ενός στρατηγικού / δομικού προβλήματος για την Ευρωζώνη, η συμβολή της Άγκελα Μέρκελ ήταν σωστική και καταλυτική παρά το μέγεθος των αρνητικών επιπτώσεων και των παράπλευρων απωλειών. Η ήττα των πολιτικών δυνάμεων που έμειναν πιστές στην πολιτική της ευθύνης και δεν έκαναν την εύκολη επιλογή της πολιτικής της ανεύθυνης δήθεν πεποίθησής τους είναι μια μεγάλη παράπλευρη απώλεια. Αλλά δεν την επέβαλε η κυρία Μέρκελ, την επέλεξε τον Ιανουάριο του 2015,  την επέλεξε για δεύτερη φορά με το συντριπτικό «όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 και την επέλεξε για τρίτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2015 ο ελληνικός λαός.

Η κυρία Μέρκελ αναστοχάζεται τώρα γύρω από την ελληνική εμπειρία της περιόδου 2010-2019, αλλά φοβούμαι πώς ο εγχώριος αναστοχασμός είναι από δειλός έως ανύπαρκτος.

Η Ελλάδα παρέμεινε στην Ευρωζώνη, το συνολικό μέγεθος της ευρωπαϊκής βοήθειας είναι εντυπωσιακό σε όγκο, διαμορφώθηκαν καθ’ οδόν θεσμικοί μηχανισμοί διαχείρισης κρίσεων, έγινε εντέλει η δραστική δίδυμη παρέμβαση στο ελληνικό δημόσιο χρέος με τη συμμετοχή του ιδιωτικού ( PSI ) και την πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή του «επίσημου» τομέα (OSI) με την οποία πορεύεται μέχρι σήμερα και θα πορεύεται για πολλά χρόνια ακόμη, με επαρκή δημοσιονομική ασφάλεια,  η Ελλάδα.

Όλα βεβαίως θα μπορούσαν να έχουν γίνει πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά, πιο ήπια, με μικρότερες επιπτώσεις στη σωρευτική ύφεση, στην ανεργία, στα εισοδήματα, στην κοινωνική συνοχή, στις πολιτικές συμπεριφορές, στην εικόνα που έχει για την Ε.Ε. η ελληνική κοινή γνώμη. Με μικρότερη ενίσχυση του εύκολου, «αντισυστημικού», δημαγωγικού, ταυτοτικού, λαϊκίστικου ρεύματος. Με μικρότερες επιπτώσεις για την ευρωπαϊκή δημοκρατία που συχνά φοβάται τα πιθανά αποτελέσματα εκλογών και δημοψηφισμάτων σε κράτη – μέλη. Η κρίση της δεκαετίας του 2010 αντιμετωπίσθηκε με την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εταίρων ανάμεικτη όμως με «πειθαρχικές» και τιμωρητικές διαθέσεις, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πολιτική / δημοκρατική διάσταση και οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες. Η περιβόητη δήλωση Μέρκελ – Σαρκοζί στην Ντοβίλ το φθινόπωρο του 2010 ήταν μια εκδήλωση των αντιφάσεων του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου που βρισκόταν αντιμέτωπο με καινοφανείς καταστάσεις.

Όλα αυτά τα λέγαμε, τα υποστηρίζαμε, τα τεκμηριώναμε. Ζητούσαμε πάντα μια ολιστική, μακροπρόθεσμη και διορατική προσέγγιση. Αυτό το έκανα προσωπικά σε πάμπολλες περιπτώσεις τα πέντε σκληρά χρόνια 2010-2015 καθώς είχα συνεχή παρουσία στην πρώτη γραμμή τριών διαφορετικών κυβερνήσεων. Θέταμε συνεχώς το περιβόητο ζήτημα των πολλαπλασιαστών. Αναδεικνύαμε την προφανή συσχέτιση του χρέους με το ΑΕΠ.  Ζητούσαμε να διαβάζονται σωστά οι μελέτες βιωσιμότητας του χρέους και να λαμβάνονται υπόψη οι παρεμβάσεις που είχαν ήδη συμφωνηθεί και έγιναν. Χαρακτηριστική στιγμή που έχει μείνει στη συλλογική μνήμη είναι η σύγκρουση με την τρόικα στο  γραφείο μου στο Υπουργείο Οικονομικών στις αρχές Σεπτεμβρίου 2011. Διέκοψα τη συζήτηση για πρόσθετα «τυφλά» δημοσιονομικά μέτρα  στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος που είχε ήδη καταρρεύσει και εγκαταλειφθεί, ενώ το κρίσιμο ήταν να τεθεί σε εφαρμογή το δεύτερο πρόγραμμα που είχε συμφωνηθεί ουσιαστικά στις 6.7.2011 ανάμεσα στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και σ’ εμένα στο Βερολίνο και είχε εγκριθεί πολιτικά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 21.7.2011. Αυτό και έγινε.

Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας ήταν τότε και θα είναι πάντα η αξιοπιστία της, η εκτέλεση των συμφωνηθέντων, το αδυσώπητο εσωτερικό μέτωπο, η ανθρωποφαγική μανία εκείνων που νιώθουν ότι δεν έχουν την ευθύνη της εξουσίας και της λήψης δύσκολων και φθοροποιών αποφάσεων, ενώ αμέσως μετά δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να προσχωρήσουν στην πολιτική που είχαν καταγγείλει. Πίσω από αυτό βρίσκεται το φαινόμενο της βραχείας μνήμης της κοινωνίας. Η φυσική τάση της να επιστρέφει στην «κανονικότητα», να βγαίνει από οποιοδήποτε καθεστώς έκτακτων περιοριστικών μέτρων, να μην ακούει για δυσκολίες και πιθανούς κινδύνους.

Δεν ήμουν ομόλογος της Άγκελα Μέρκελ τη δύσκολη περίοδο, αλλά την έζησα σε πολλές δύσκολες συναντήσεις με κορυφαία αυτή των Καννών στις 2 Νοεμβρίου 2011. Ευπροσήγορη και ευγενική αλλά σταθερή στις απόψεις της. Είχα πάντα την αίσθηση ότι όσα συζητούσαμε με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν σε γνώση της και είχαν την έγκρισή της. Αυτό προκύπτει άλλωστε εκ του αποτελέσματος. Είχε πάντα πολύ καλή γνώση του ελληνικού πολιτικού τοπίου, του ρόλου των προσώπων, των συσχετισμών. Υπήρχε πάντα η δυνατότητα να τεθεί στο δικό της επίπεδο κάποιο κρίσιμο ζήτημα, να αντιμετωπισθεί μια εμπλοκή. Πίσω από την παραπομπή στην τρόικα και το Eurogroup, υπήρχε πάντα ένα κάποιο περιθώριο πολιτικής προσέγγισης και πάντως ό,τι λέγαμε με τη γερμανική πλευρά διμερώς ίσχυε και εντός του Eurogroup σε αντίθεση με άλλους εταίρους.

Στον συνολικό πολιτικό απολογισμό της Άγκελα Μέρκελ η ελληνική υπόθεση υποθέτω ότι συνδέεται και με την ικανότητα γρήγορης και αποτελεσματικής αντίδρασης της Ε.Ε. στην οικονομική κρίση λόγω πανδημίας: η γενική ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας, η επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης παρά την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το ταμείο Νέας Γενιάς και η έκδοση κοινού χρέους οφείλουν πολλά στο «Εργαστήριον η Ελλάς».

Φεύγει από την καγκελαρία πολύ συμπαθέστερη για τους Έλληνες και σίγουρα σοφότερη. Το θέμα είναι αν εμείς μένουμε εδώ στην Ελλάδα συμπαθώντας απλώς τον συλλογικό εαυτό μας ή αν έχουμε γίνει και εμείς σοφότεροι. –

* Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών  (2011-2012), πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών ( 2013-2015), πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ( 2012-2015 ).