Της Σώτης Τριανταφύλλου
Πριν από 40 χρόνια, ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ, υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Μιτεράν, ζητούσε από την Εθνοσυνέλευση την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1981, άκουσα στη γαλλική τηλεόραση τη μεγαλειώδη ομιλία του υπουργού Δικαιοσύνης Ρομπέρ Μπαντεντέρ που ζητούσε από την Εθνοσυνέλευση την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ο 21ος αιώνας άρχιζε κι εγώ είχα βρει στο πρόσωπο του 53χρονου νομικού ένα ίνδαλμα.
Έχουν περάσει σαράντα χρόνια από την ημέρα που η γαλλική Εθνοσυνέλευση ψήφισε την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ, τότε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Φρανσουά Μιτεράν ―που είχε εκλεγεί στην προεδρία τρεις μήνες νωρίτερα― δεν ζητούσε να καταργηθεί η θανατική ποινή μόνο στη Γαλλία· έκανε έκκληση στην παγκόσμια κοινότητα· μιλούσε για τις οικουμενικές αξίες που σήμερα έχουμε ξεχάσει.
Ο Μπαντεντέρ ανέβηκε στο βήμα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα: ένα μέρος της γαλλικής δεξιάς φοβόταν πως αυτή η «επιείκεια» θα ευνοούσε την εγκληματικότητα: γι’ αυτό η Γαλλία είχε καθυστερήσει να πάρει την απόφαση· στην πραγματικότητα, ήταν η τελευταία χώρα της τότε ΕΟΚ που δεν είχε διαγράψει τη θανατική ποινή από το νομικό της σύστημα. Ο τελευταίος άνθρωπος που τιμωρήθηκε με αποκεφαλισμό ήταν το 1977 ο Τυνήσιος Χαμίντα Ντζαντούμπι ο οποίος είχε καταδικαστεί για βιασμούς, μαστροπεία και φόνο· υπήρχαν όμως πολλοί που περίμεναν στον θάλαμο των μελλοθανάτων.
Μέσα σε μισή ώρα ο Μπαντεντέρ εξήγησε στην αίθουσα γιατί η θανατική ποινή ήταν εκτός από ανήθικη, αναποτελεσματική· είχε ήδη αποδειχθεί ότι δεν απέτρεπε τα θλιβερά ανθρώπινα πάθη: οι δολοφόνοι δεν πιστεύουν ποτέ ότι θα φτάσουν στην γκιλοτίνα, κι όσοι πιστεύουν δεν τη φοβούνται. Αλλά η ομιλία του Μπαντεντέρ αφορούσε λιγότερο τις στατιστικές του εγκλήματος και περισσότερο την ηθική, τον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η σχετική πρόοδος που είχε σημειωθεί το 1981 από την εποχή του Παλαιού Καθεστώτος ήταν ότι το κράτος, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, δεν επεδίωκε τον βασανισμό και την ταπείνωση του καταδικασθέντος, αλλά τη γρήγορη, την όσο τον δυνατόν λιγότερο επεισοδιακή απαλλαγή της κοινωνίας από το τέρας. Παλιότερα, το ζήτημα ήταν να γίνει λαϊκό θέμα η κρεμάλα (που προοριζόταν για τα χαμηλά στρώματα) ή ο αποκεφαλισμός (που προοριζόταν για τους ευγενείς) με σκοπό, μεταξύ άλλων, τον παραδειγματισμό του όχλου, την αποτροπή των εγκλημάτων. Πριν από τη γενίκευση της γκιλοτίνας κάθε έγκλημα αντιστοιχούσε σε διαφορετική μέθοδο θανάτωσης: καύση στην πυρά για τους αιρετικούς και για τους εμπρηστές, βασανιστήρια μέχρι θανάτου στον τροχό για τους συμμορίτες δολοφόνους, καύση με βραστό λάδι για τους πλαστογράφους, διαμελισμός για τους βασιλοκτόνους ― η φαντασία οργίαζε. Το 1791, μερικοί από τους επαναστάτες ζήτησαν την κατάργηση αυτού του βάρβαρου τσίρκου, αλλά η Εθνοσυνέλευση καταψήφισε την πρόταση κατάργησης της θανατικής ποινής, υπερψήφισε την πρόταση κατάργησης των βασανιστηρίων και γενίκευσε τη μέθοδο της λαιμητόμου για όλα τα κοινωνικά στρώματα. Εκδημοκρατισμός. Η φράση «Όλοι οι καταδικασμένοι σε θάνατο θα αποκεφαλίζονται» παρέμεινε στον ποινικό κώδικα μέχρι εκείνη την ημέρα του 1981. Μόνο οι στρατιωτικοί και όσοι κατηγορούνταν για εγκλήματα σχετικά με τον πόλεμο ―όπως π.χ. οι συνεργάτες των Γερμανών― εκτελούνταν με τουφεκισμό.
Οι διαμάχες γύρω από τη θανατική ποινή και τις μεθόδους θανάτωσης συνεχίστηκαν για σχεδόν δύο αιώνες: δεν έλειψαν τα διαβήματα για την κατάργησή της και οι μεταρρυθμίσεις που καθιστούσαν τις εκτελέσεις όλο και πιο δύσκολες. Ακόμα, δεν έλειψαν οι φωτισμένοι ηγέτες όπως ο Αρμάν Φαγιέρ, που το 1906, από τη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας έδωσε χάρη σε όλους τους καταδικασμένους σε θάνατο. Εκείνη την εποχή, παρ’ ολίγο να καταργηθεί η θανατική ποινή: η Εθνοσυνέλευση φαινόταν μοιρασμένη· ο Αριστίντ Μπριάν, ως υπουργός Δικαιοσύνης, με τη στήριξη του Ζαν Ζορές, έθεσε το ερώτημα σε ψηφοφορία ―αποτέλεσμα 330 υπέρ της θανατικής ποινής, 201 κατά. Στο μεταξύ, οι εφημερίδες ζητούσαν δημοψήφισμα· στην πραγματικότητα αναμόχλευαν τα λαϊκά ένστικτα.
Νομίζω ότι οι πόλεμοι του 20ού αιώνα εξοικείωσαν τόσο τους Γάλλους με τις σφαγές και τα βασανιστήρια ώστε ξέχασαν τη διαμάχη για τη θανατική ποινή. Επήλθε εξαγρίωση, απανθρωποποίηση: γυναίκες που έκαναν εκτρώσεις εκτελούνταν μέσα στη γενική αδιαφορία κι όποιος ήταν ύποπτος για προδοσία, λιποταξία, κατασκοπεία τον έτρωγε το μαύρο φίδι με συνοπτικές διαδικασίες, πάρα πολύ συνοπτικές. Στη δεκαετία του 1950, ο Αλμπέρ Καμύ και ο Άρθουρ Κέσλερ διαμαρτύρονταν ―δεν τους άκουγε κανείς. Φτάνουμε έτσι στην Πέμπτη Δημοκρατία (1958-1981), όπου εκτελέστηκαν 19 εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, 25 Γάλλοι που ανήκαν στο αλγερινό εθνικιστικό κίνημα FLN κι ένας στρατιωτικός που είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Ντε Γκολ. Σε θάνατο είχαν καταδικαστεί πολύ περισσότεροι αλλά έπαιρναν χάρη είτε για λόγους ηλικίας, είτε για λόγους ψυχικής υγείας.
To 1969, η πλειοψηφία των Γάλλων φαίνονταν εναντίον της θανατικής ποινής, αλλά στη δεκαετία του 1970 η εγκληματικότητα επιδεινώθηκε και η τάση αντιστράφηκε: σε δημοσκόπηση του 1975, το 56% ήταν υπέρ της διατήρησης της γκιλοτίνας. Οι υποστηρικτές της πρόσκειντο σε όλα τα κόμματα και η δεξιά ήταν χωρισμένη στα δυο. Ο πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν ήταν εναντίον της θανατικής ποινής αλλά οι υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης προτίμησαν να ακολουθήσουν τη λαϊκή επιθυμία και δεν έθεσαν το ζήτημα στην Εθνοσυνέλευση. Τελικά, στην προεκλογική του εκστρατεία το 1980-81 ο Φρανσουά Μιτεράν δήλωνε ότι θα φρόντιζε να ξεμπερδεύουμε με αυτή τη φρικτή υπόθεση, τονίζοντας ωστόσο ότι δεν θα προκήρυσσε δημοψήφισμα. Έτσι, στην ψηφοφορία του 1981, 37 μέλη της δεξιάς παράταξης (μεταξύ των οποίων ο Ζακ Σιράκ και ο Φρανσουά Φιγιόν) ψήφισαν μαζί με την ευρύτερη αριστερά την κατάργηση της θανατικής ποινής: το σχέδιο νόμου του Μπαντεντέρ πέρασε με 369 υπέρ, 113 κατά και ο νόμος άρχισε να ισχύει στις 9 Οκτωβρίου ―το 2006, επί προεδρίας Ζακ Σιράκ η απαγόρευση της θανατικής ποινής έγινε άρθρο του Συντάγματος.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1981 η Γαλλία ήταν η 36η χώρα στον κόσμο που άφηνε πίσω της το εν λόγω υπόλειμμα της βαρβαρότητας. Ήμουν εκστατικά ευτυχισμένη: ο κόσμος γινόταν σοφότερος. Από τότε έχω διαψευστεί ξανά και ξανά για τη σοφία του κόσμου, αλλά ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ ―93 ετών σήμερα― δεν με έχει απογοητεύσει ούτε μια φορά. Σε όλες τις πολιτικές διαμάχες είναι, σταθερά, στην πλευρά της όρασης και της λογικής: μερικοί άνθρωποι, οι καλύτεροι απ’ όλους μας, δεν τυφλώνονται ποτέ από μόδες και ιδέες· έχουν πάντοτε δίκιο.
Πηγή: athensvoice.gr