Η γνώση του παρελθόντος θα μπορούσε να βοηθήσει την οικοδόμηση του μέλλοντος
Του Γιώργου Α. Τσάτσου*
Σήμερα, πολλοί ασχολούνται πάλι με την βιομηχανία/μεταποίηση και την επαναφορά της στην πρώτη γραμμή για το μέλλον. Επίσης, διερευνάται από επιστήμονες το τι συνέβη μετά την δεκαετία του ΄70 και μαράθηκε τόσο πολύ αυτός ο κλάδος. Με την ευκαιρία λοιπόν αυτής της συζήτησης, θεώρησα ότι οι σκέψεις αυτές που διατυπώνω, θα μπορούσαν να βοηθήσουν όποιον θέλει να έχει μια εικόνα που να ενσωματώνει και την εμπειρία που έχω ζήσει προσωπικά. Η σκοπιμότητά μας σήμερα δεν είναι τόσο να αναλύσουμε γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος, αλλά να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση για να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.
Πρόσφατα, σε συζήτηση με έναν διακεκριμένο επιστήμονα που ερευνά τη σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ελλάδος, μου επισημάνθη ότι είναι εξαιρετικά μικρός ο αριθμός των μεγάλων Ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες μεσουρανούσαν την περίοδο 1950-80, που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα. Η συζήτηση αυτή προκάλεσε διάφορες σκέψεις στο θέμα αυτό, που είχαν σαν αποτέλεσμα να γραφεί το συνημμένο κείμενο.
Το κείμενο θέλει να τονίσει πόσο «κλειστή» ήταν τότε η Ελληνική οικονομία και πόσο μεγάλος ήταν ο παρεμβατισμός του Ελληνικού Κράτους στον οικονομικό τομέα. Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν την περίοδο εκείνη, είχαν και πολλά αρνητικά αποτελέσματα και ήταν μία από τις αιτίες για την πρόωρη εξαφάνιση πολλών επιχειρήσεων ή επιχειρηματιών. Επίσης, βέβαια, η τότε επικρατούσα αντίληψη περί «μικτής οικονομίας» οδήγησε στην κρατικοποίηση, άμεσα ή έμμεσα, μεγάλου αριθμού τραπεζών, επιχειρήσεων ή κλάδων, πράγμα που σήμερα θεωρείται ζημιογόνο και οικονομικό σφάλμα.
Σκοπός του παρόντος είναι να διατυπωθούν απόψεις για μερικούς από τους λόγους που δεν επέτρεψαν στους Έλληνες επιχειρηματίες να γιγαντωθούν και γίνουν διεθνείς παίχτες. Δεύτερος λόγος του κειμένου αυτού είναι να υπενθυμίσει στους ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 2020, μερικές από τις συνθήκες που επικράτησαν στη μεταπολεμική Ελλάδα του 1950-90, οι οποίες είναι τελείως διαφορετικές απ’ τις σημερινές. Σε άλλο κόσμο έδρασαν οι βιομήχανοι του 1950-90 και σε τελείως άλλο κόσμο καλούνται να επιτύχουν οι σημερινοί επιχειρηματίες. Για την ιστορία, είναι χρήσιμο να περιγραφούν οι καταστάσεις που επικρατούσαν τότε και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όσοι διηύθυναν επιχειρήσεις. Πολλά απ’ αυτά είχαν και τότε επισημανθεί. Η οργάνωση όμως της Ελληνικής κοινωνίας τότε και οι επικρατούσες αντιλήψεις δεν επέτρεψαν να γίνουν αυτά που τότε μπορούσαν να είχαν γίνει. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο μετά την είσοδο της χώρας στην Ε.Ε.
Κατά την περίοδο 1967-83 υπήρξα μέλος της διοίκησης της ΑΓΕΤ Ηρακλής και μεταξύ 1970-78 ενεργό μέλος τους διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΒ. Μέσα από αυτές τις δύο θέσεις έζησα τη διαδρομή και την περιπέτεια της βιομηχανίας, αλλά και τα χρόνια μεταξύ 1950-1967 είχα άμεση επαφή με τα βιομηχανικά θέματα από τις συνεχείς συζητήσεις και διδασκαλία από τον πατέρα μου Αλέξανδρο Τσάτσο, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
Θα ήθελα τέλος να τονίσω, ότι μεταφέροντας αυτές τις βιωματικές εμπειρίες, συνειδητά προσπάθησα το προσωπικό μου στοιχείο να μην εκτοπίσει την ψύχραιμη, κατά το δυνατόν, θεώρηση των καταστάσεων αυτής της περιόδου.
1) Παραμορφώσεις στην Οικονομία της Μεταπολεμικής Περιόδου 1950-1990
Εδώ καταγράφονται μερικές από τις διαστρεβλώσεις ή απαγορεύσεις που ήταν μέρος της ζωής του εκάστοτε διευθύνοντος μίας επιχείρησης, στην Ελλάδα του 1950-1990.
Η ΤτΕ καθόριζε:
– Ποιοι μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν και υπό ποιους όρους.
– Το ύψος των επιτοκίων των τραπεζών για δανεισμό και καταθέσεις.
– Τη μετατρεψιμότητα της δραχμής σε ξένο νόμισμα (δηλαδή την απαγόρευε)
– Την ισοτιμία των ξένων νομισμάτων προς τη δραχμή.
– Τα επίπεδα επιτρεπόμενου δανεισμού για επιχειρήσεις.
Το Υπουργείο Εμπορίου καθόριζε τις τιμές πώλησης πάρα πολλών προϊόντων (όπως το τσιμέντο).
Οι τιμές ενέργειες – δηλαδή πετρελαίου, βενζίνης, αερίου, καθορίζονταν από το Υπουργείο όχι την αγορά.
Το συνάλλαγμα ελεγχόταν. Δεν υπήρχε δυνατότητα π.χ. να αγοράσει μόνος του κανείς ξένο νόμισμα ή να επενδύσει σε ξένους τίτλους. Για επενδύσεις, εκτός Ελλάδος, υπήρχε διαδικασία μέσω της ΤτΕ που ήταν απαγορευτική. Ούτε χορηγούσαν, παρά ελάχιστο, ταξιδιωτικό συνάλλαγμα.
Υπήρχαν υψηλοί δασμοί εισαγωγής για την «προστασία» της εγχώριας παραγωγής. Αυτό όμως έπληττε και τις πρώτες ύλες ή άλλα απαραίτητα προϊόντα. Για εισαγωγές χρειάζονταν διάφορες άδειες.
Τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είχαν δικαίωμα να διαχειρίζονται τα χρηματικά τους αποθέματα και άλλα περιουσιακά τους στοιχεία. Υποχρεωτικά τα διαχειρίζονταν η ΤτΕ. Το ΝΑΤ π.χ., υποχρεώθηκε να δραχμοποιήσει τα αποθέματά του σε λίρες Αγγλίας και να χάσει σχεδόν όλη την περιουσία του. Παρόμοια τύχη είχαν σχεδόν όλα τα ασφαλιστικά ταμεία. Το καθεστώς αυτό έχει διαιωνιστεί μέχρι σήμερα.
Επιβάλλονταν στους καταναλωτές, υποχρεωτικοί «κοινωνικοί πόροι» υπέρ λίγων, προνομιούχων (τραπεζοϋπάλληλοι, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, τσιμεντοϋπάλληλοι κτλ) (Έμμεσος φορολογία).
Απαγορεύονταν οι ομαδικές απολύσεις (μέγιστο 2%). Ακόμη και εάν η επιχείρηση είχε προβλήματα, ήταν υποχρεωμένη να μισθοδοτεί το προσωπικό και δεν μπορούσε να μειώσει τον αριθμό του. Αυτό οδηγούσε σε αδιέξοδα.
Φυλάκιση των διοικούντων για χρέη προς το Δημόσιο ή χρέη προς τα Ταμεία. Ως εκ τούτου, σχεδόν αδύνατον να τεθεί μία επιχείρηση σε χρεωκοπία, γιατί οι ιθύνοντες θα πήγαιναν φυλακή. Έτσι, με διάφορα ανορθόδοξα μέσα, συνέχιζαν να λειτουργούν προβληματικές επιχειρήσεις που θα έπρεπε να είχαν κλείσει.
Περιοριστικοί κανόνες για την απασχόληση και υποχρεωτικές προσλήψεις παλαιών πολεμιστών κτλ.. Υψηλό κόστος υποχρεωτικής ασφάλισης (60%). Δεν επιτρεπόταν η αμοιβή με την ώρα ή ελαστικά ωράρια.
Ασφαλώς, υπήρχαν και άλλες, σημαντικές παραμορφώσεις ή απαγορεύσεις οι οποίες δεν έχουν περιληφθεί στον κατάλογο.
Όλοι αυτοί οι περιορισμοί και οι τεχνητές διαστρεβλώσεις ανάγκαζαν τον εκάστοτε επιχειρηματία, ήθελε δεν ήθελε, να προσαρμόζεται σε μία ανορθολογική κατάσταση, στην οποία πολλοί νόμοι της αγοράς είχαν αντικατασταθεί με νόμους, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Ή λειτουργούσε κανείς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ή δεν λειτουργούσε καθόλου.
Μοιραίο αποτέλεσμα αυτής της νοσηρής (για κάποιον που είχε συνηθίσει στους νόμους της αγοράς) κατάστασης, ήταν ότι οι επιχειρηματίες είχαν προσαρμοστεί και λειτουργούσαν υποχρεωτικά, μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Δυστυχώς όμως, αυτό ήταν κακό για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, γιατί πολλά από τα κριτήρια επιτυχίας τους ήταν τεχνητά. Όταν αργότερα, με την Ε.Ε., οι αγορές απελευθερώθηκαν, φάνηκαν οι αδυναμίες που είχαν προκληθεί από τις παραμορφώσεις.
Με όλους αυτούς τους περιορισμούς δεν μπορούσε μία Ελληνική επιχείρηση να αναπτυχθεί σε μεγάλο μέγεθος και να διεθνοποιηθεί. Ο εγκλεισμός στην μικρή και φτωχή, σε σύγκριση με άλλες, Ελληνική αγορά, περιόριζε τις προοπτικές της για ανάπτυξη.
2) Χρηματιστήριο – ΧΑ
Ο θεσμός του χρηματιστηρίου είναι απαραίτητος για τις επιχειρήσεις, ώστε να αντλούν απ’ αυτό κεφάλαια, δεν είναι όμως ένα καζίνο, που διάφοροι καιροσκόποι «παίζουν». Δυστυχώς όμως, το ΧΑ για πολλά χρόνια, ήταν το δεύτερο χωρίς να είναι το πρώτο.
Για να λειτουργήσει σωστά ένα χρηματιστήριο, χρειάζονται προϋποθέσεις που να προστατεύουν τον επενδυτή. Μερικές απ’ αυτές είναι:
1) Εξασφάλιση χρηστής διαχείρισης των εισηγμένων επιχειρήσεων. Αυστηρός έλεγχος από λογιστικά γραφεία της διαχείρισης.
2) Εξασφάλιση ότι όλοι έχουν την ίδια πληροφόρηση, ώστε να μην επωφελούνται οι γνώστες μυστικών πληροφοριών, εις βάρος αυτών που δεν γνωρίζουν.
3) Εξασφάλιση ότι οι εισηγμένες επιχειρήσεις δεν είναι σε κατάσταση χρεοκοπίας
4) Ελάχιστος όγκος συναλλαγών, που να δίνει στις εισηγμένες μετοχές κάποια εμπορευσιμότητα.
5) Ελάχιστο ποσοστό μετοχών ανά επιχείρηση, ώστε να εξασφαλίζεται η άνετη διαπραγμάτευση (δηλαδή ρευστότητα των τίτλων). κτλ.
Δυστυχώς, ο οποιοσδήποτε γνωρίζει για το ΧΑ, θα διαπιστώσει ότι σχεδόν όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπήρχαν τότε, αλλά και σήμερα, δεν μπορεί κανείς να πει ότι το επίπεδο είναι ικανοποιητικό. Η υπόθεση Folie Folie έδειξε αμέλεια, σε τεράστιο βαθμό, στις ελεγκτικές διαδικασίες και έλλειψη αντίδρασης όταν έγιναν γνωστές ορισμένες ανωμαλίες.
Στο παρελθόν υπήρχαν εταιρείες (π.χ. Τσιμέντα Χαλκίδος), που είχαν απωλέσει όλα τους τα κεφάλαια, η καθαρά θέση των οποίων ήταν πολλές φορές αρνητική και των οποίων οι τίτλοι συνέχιζαν να διαπραγματεύονται στο ΧΑ. Αυτό σε άλλες χώρες είναι ποινικό αδίκημα.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ΧΑ δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον βασικό λόγο ύπαρξής του, δηλαδή να παρέχει κεφάλαια στις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις και ήταν μόνο ένας χώρος που διάφοροι παίκτες, σπεκουλάροντας, προσπαθούσαν να κερδίσουν χρήματα.
Ως προς το Insider Trading, δεν έχω ακούσει κανείς να έχει καταδικαστεί, ενώ είναι προφανές ότι οι συνθήκες μυστικότητας δεν τηρούνται, όπως συμβαίνει στα πιο σοβαρά χρηματιστήρια.
Μόλις δέ το ΧΑ απέκτησε την ικανότητα να χρηματοδοτεί επιχειρήσεις (1999), έγιναν τόσες υπερβολές και σκάνδαλα, που έχασε πάλι ότι κύρος μπορούσε να είχε.
Αυτά όλα αναφέρονται, γιατί η έλλειψη χρηματιστηρίου είναι κι αυτός, ένας απ’ τους λόγους που δεν αναπτύχθηκαν υγιείς επιχειρήσεις, με καλή διαχείριση και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Δεν ήταν δηλαδή ρεαλιστικό τότε, μια επιχείρηση να αντλήσει κεφάλαια από το ΧΑ.
3) Πηγές Χρηματοδότησης – Υπερδανεισμός
Μια επιχείρηση σπάνια δημιουργεί μόνη της αρκετά κέρδη για να χρηματοδοτήσει μία σημαντική ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της σε πολλές, νέες αγορές. Τρεις τρόπους έχει οποιαδήποτε επιχείρηση, για να αντλήσει χρήματα:
1) Τους μετόχους: Δηλαδή, την οικογένεια ή το χρηματιστήριο
2) Κέρδη: Δηλαδή, εσωτερική δημιουργία ρευστότητας.
3) Δανεισμό: Δηλαδή, προεξόφληση μελλοντικών κερδών
Το φορολογικό καθεστώς σε μία χώρα έχει μεγάλη σημασία. Μπορεί να βοηθήσει ή να εμποδίσει (φρενάρει) την ανάπτυξη.
Μεταπολεμικά, το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα, με τους Νόμους 2687 και 4171, υπήρξε ευνοϊκό κι επέτρεψε σε επιχειρήσεις (όπως η ΑΓΕΤ), να επανεπενδύσουν όλα τα αποθέματα που δημιουργούσαν, χωρίς να πληρώνουν φόρους. Επιτρεπόταν δηλαδή ενισχυμένες αποσβέσεις. Αυτό χρηματοδότησε την ανάπτυξη πολλών καλών μονάδων. Είναι όμως, λίγο σαν το κύμα του surfing που σπρώχνει για ένα διάστημα μπροστά, αλλά έχει πέρας, γιατί δεν είναι αιώνιο.
Προφανώς, οι Έλληνες επιχειρηματίες – βιομήχανοι είχαν επενδύσει το μέγιστο μέρος της περιουσίας τους στις βιομηχανίες τους, από τις οποίες είχαν πλέον εξάρτηση. Το Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.) όμως, δεν ήταν τότε σε θέση να προσφέρει νέα κεφάλαια, ούτε μπορούσαν οι επιχειρήσεις τότε να εισαχθούν σε ξένα χρηματιστήρια. Η δημιουργία ρευστότητας από κέρδη, περιοριζόταν πολύ συχνά από αγορανομικές διατάξεις που ήλεγχαν τις τιμές και μείωναν τα κέρδη, μερικές δε φορές, υποχρέωναν την επιχείρηση και σε ζημιές. Εναπέμεινε ο δρόμος του δανεισμού και οι Έλληνες επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν σε ύψη δανεισμού, που δεν ήταν επιτρεπτά σε άλλες οικονομίες. Το θέμα του δανεισμού εκείνης της περιόδου είναι περίπλοκο, γιατί υπήρχαν πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια, πολλές παρεμβάσεις, ρυθμιζόμενοι όροι από την ΤτΕ κτλ. Δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί σε βάθος εδώ. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες επί το πλείστον, ανέλαβαν υπερβολικούς κινδύνους (ρίσκα) και χρηματοδότησαν με ανορθόδοξους τρόπους την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους. Ένας φρόνιμος και συντηρητικός διαχειριστής, είναι αμφίβολο να είχε αναλάβει τέτοιους κινδύνους, αλλά για πολλούς λόγους, οι περισσότερες ελληνικές βιομηχανίες παρασύρθηκαν ή και υποχρεώθηκαν σε υψηλότερο δανεισμό απ’ ότι έπρεπε, και αυτό αργότερα δημιούργησε σοβαρά προβλήματα και οδήγησε πολλές στην καταστροφή.
Η αλήθεια είναι ότι συνήθως οι επιχειρηματίες δεν είχαν και ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις, γιατί το όλο σύστημα έπασχε από πολλές πλευρές και υπήρχαν υπερβολικά πολλές παραμορφώσεις, όπως έχει αναφερθεί. Το θέμα βέβαια είναι πολύ ευρύ και δεν αντιμετωπίζεται με λίγα λόγια.
4) Κρατικός Παρεμβατισμός
Ο κρατικός παρεμβατισμός την περίοδο 1950-90, ασκήθηκε με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Στο πρώτο ήδη κεφάλαιο επισημαίνονται πολλές από τις παρεμβάσεις ή απαγορεύσεις που ίσχυαν τότε. Εδώ επαναλαμβάνονται ενδεικτικά μερικές, αλλά το κείμενο αυτό δεν είναι πλήρες.
Στον οικονομικό τομέα, οι ΤτΕ ή ΕΤΕ υπήρξαν όργανα επιβολής της οικονομικής πολιτικής ή του ελέγχου της χρηματοδότησης. Και οι δύο αυτές τράπεζες ελέγχονταν από το Κράτος και εφάρμοζαν τις εντολές του εκάστοτε Υπουργού Συντονισμού-Οικονομικών. Ως εκ τούτου, όλες οι χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων ελέγχονταν, έτσι ή αλλιώς, από το Κράτος. Η Νομισματική Επιτροπή είχε τον τελευταίο λόγο στα θέματα αυτά. Ο οποιασδήποτε μεγάλος επιχειρηματίας, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, έπρεπε να τυγχάνει της έγκρισης των κυβερνώντων.
Μετά την μεταπολίτευση, δηλαδή 1974, εφαρμόστηκε πολιτική κρατικοποιήσεων: Αερομεταφορές, λιπάσματα, τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, ναυπηγεία, ορυκτός πλούτος, πολεμική βιομηχανία, ενέργεια, μεταφορές, υπήχθησαν άμεσα ή έμμεσα στον κρατικό έλεγχο. Όλα αυτά περιόρισαν το πεδίο δράσης του ιδιωτικού τομέα, αλλά επιπλέον δημιουργήσαν πολύ σημαντικά ελλείμματα και μονοπωλιακές καταστάσεις, όπου οι τιμές των παρερχομένων υπηρεσιών καθορίζονταν από κάποιον υπουργό. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν για το «βόλεμα» κομματικών ημετέρων.
Οι παρεμβάσεις της αγορανομίας και οι έλεγχοι τιμών, για δήθεν έλεγχο του πληθωρισμού υπήρξαν αυθαίρετες και καταστρεπτικές για πολλούς κλάδους, χωρίς να πετύχουν τον σκοπό για τον οποίο υποτίθεται ότι επιβλήθηκαν.
Στην εργασιακή πολιτική, το κράτος καθόριζε συχνά τα επίπεδα αμοιβών και πλείστα άλλα εργασιακά θέματα και χωρίς να ξέρει τι κάνει και τι επιπτώσεις έχει αυτό. Έτσι, υπέσκαπτε την ανταγωνιστικότητα πολλών επιχειρήσεων και επιτάχυνε την καταστροφή τους. Επίσης, τα μέτρα αυτά επιτάχυναν τον πληθωρισμό.
Όπως ήδη ελέχθη, απαγορευόταν πέραν των εξαγωγών, οποιαδήποτε δραστηριότητα ή επένδυση στο εξωτερικό. Έτσι, ελληνικές επιχειρήσεις αποκλείστηκαν από πολλές δυνατότητες ανάπτυξής εργασιών, εκτός ελληνικού χώρου.
Μετά το 1981 ο ΟΑΕΔ, για να «εξυγιάνει» τις προβληματικές επιχειρήσεις, επενέβη και κρατικοποίησε και πολλές που δεν χρειάζονταν.
Και το υπουργείο Χωροταξίας εφάρμοσε, για τη δήθεν προστασία περιβάλλοντος, πληθώρα περιοριστικών διατάξεων όπως και απαγόρευσε την εγκατάσταση πολλών μονάδων ή επιβάρυνε υπέρμετρα το κόστος λειτουργίας τους.
Και η φορολογική πολιτική υπήρξε συνήθως αντιαναπτυξιακή, πλήττοντας τους παραγωγούς και ενθαρρύνοντας την παραοικονομία.
Και τέλος, έγιναν παρεμβάσεις από το Κράτος για την απόκτηση του ελέγχου οικονομικών συγκροτημάτων, με κριτήρια πολιτικά και όχι οικονομικά (Συγκρότημα Ανδρεάδη, ΑΓΕΤ, Αθηναϊκή Χαρτοποιία).
Πάλι, το θέμα είναι ευρύ και αντικείμενο συγγραφής βιβλίου. Άλλωστε υπάρχουν ήδη λίγα τέτοια συγγράμματα. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής υπήρξαν ολέθρια, όπως είχα προβλέψει στα κείμενα που είχα γράψει το 1976-9.
Να σημειωθεί τέλος, ότι οι πολιτικές αυτές έτυχαν ευρείας αποδοχής από το Ελληνικό κοινό και οι διαμαρτυρόμενοι ήταν μία μικρή μειοψηφία. Οι λόγοι που αυτό συνέβη είναι:
1) Άγνοια από τους κυβερνώντες και παραπληροφόρηση στα οικονομικά θέματα.
2) Έλλειψη κατανόησης του ρυθμιστικού ρόλου των αγορών και πλήρη παρανόηση του τι αυτό σημαίνει (Η νοοτροπία επιζεί και σήμερα π.χ. ο Μινώταυρος του Φιλελευθερισμού).
3) Η εσφαλμένη εντύπωση ότι το Κράτος θα προστατεύσει τον καταναλωτή και το κοινωνικό σύνολο, ενώ οι επιχειρηματίες θα το εκμεταλλευτούν.
4) Μερικά παραδείγματα κακοδιοίκησης από επιχειρηματίες.
5) Σκοπιμότητες του πελατειακού κράτους- βόλεμα ημετέρων.
6) Έλεγχος και εξουσία από τους πολιτικούς -Διαφθορά-Πολιτικές αντιπάθειες-Ιδεοληψίες.
7) Φθόνος προς τους επιτυχείς.
5) H Οικογένεια και η Επιχείρηση – Επαγγελματική Διοίκηση
Τέλος, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ας κοιτάξουμε και την πλευρά της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων.
Οι περισσότερες οικογενειακές επιχειρήσεις, και εδώ αναφέρονται μόνο αυτές μεγαλύτερου μεγέθους, διαρκούν δύο, ενδεχομένως τρεις γενιές. Είναι σύνηθες ο ιδρυτής να ακολουθηθεί από κάποιον ταλαντούχο γιο και αρκετές φορές να υπάρξει και ικανή τρίτη γενιά. Σπάνιο είναι μία οικογένεια να έχει άξιους διαδόχους για περισσότερες γενιές από τρεις, αλλά εγείρονται κι άλλα, σοβαρά προβλήματα.
Συνήθως, μετά τη δεύτερη γενιά, οι απόγονοι πολλαπλασιάζονται και γίνονται πολυάριθμοι. Αυτό δημιουργεί πίεση από πολλά μέλη της οικογένειας, να μετατρέψουν τις μετοχές τους σε ρευστοποιήσιμο χρήμα ή και σε άλλες πιέσεις για συνδιοίκηση ή απολαβή διαφόρων προνομίων, που απορρέουν από τη διεύθυνση.
Παράδειγμα 1: Η οικογένεια Dycherhof της Γερμανίας – Τσιμεντοβιομηχανία και Οικοδομικά Υλικά. Κατά το 1990, η οικογένεια αποτελείτο από 145 ενήλικα μέλη, που συμμετείχαν στις οικογενειακές συνελεύσεις. Προφανώς, αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει και η επιχείρηση πωλήθηκε.
Παράδειγμα 2: Στη Δανία, η οικογένεια που ήλεγχε την FLSmith-Μηχανήματα, Κατασκευή Εργοστασίων Τσιμέντου, αποτελείτο από περίπου 40 μέλη κι αυτό οδήγησε σε πολλά αδιέξοδα και τελικά στον διαμελισμό της επιχείρησης, που κατέληξε να μείνει το ένα πέμπτο του αρχικού της μεγέθους.
Όλα αυτά οδηγούν σχεδόν πάντα σε ένα από τα δύο πράγματα:
1) Πώληση της επιχείρησης ή διαμελισμό σε κομμάτια και μοίρασμα των τμημάτων.
2) Εισαγωγή σε χρηματιστήριο, ώστε οι μετοχές να γίνουν εμπορεύσιμες.
Προκειμένου να επιτευχθεί το δεύτερο, η επιχείρηση χρειάζεται να διευθύνεται από επαγγελματίες διοικούντες, οι οποίοι πλέον υπηρετούν τα συμφέροντα των μετόχων της επιχείρησης κι όχι πλέον της οικογενείας.
Υπάρχει στο εξωτερικό, μικρός αριθμός οικογενειακών επιχειρήσεων στις οποίες παραμένει ένας ο ιδιοκτήτης, αλλά αυτό είναι αρκετά σπάνιο. Συνήθως, μέχρι την τρίτη γενιά, η ιδιοκτησία έχει αλλάξει ή δε διοίκηση ασκείται πλέον από επαγγελματίες. Μόνο έτσι εξασφαλίζεται η επιτυχής συνέχιση των εργασιών για μακρά χρονικά διαστήματα.
Στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, υπήρξαν ελάχιστες Ελληνικές επιχειρήσεις στις οποίες η διεύθυνση να πέρασε έξω απ’ την οικογένεια, σε διευθυντές καριέρας.
Το Αλουμίνιο της Ελλάδος, ως πολυεθνική, όπως και η ESSO PAPAS είχαν τέτοια διεύθυνση. Η Εθνική Τράπεζα είχε επαγγελματίες στη διοίκηση, αλλά αυτοί διορίζονταν από το εκάστοτε κόμμα και συνεχώς άλλαζαν. Γι’ αυτόν τον λόγο η Εθνική δεν μπόρεσε να γίνει διεθνής οργανισμός, όπως θα μπορούσε, και συντηρήθηκε στην ζωή και εξουσία με διάφορα μονοπωλιακής φύσης μέτρα.
Γενικά, οι Ελληνικές οικογένειες που ήλεγχαν τις μεγάλες επιχειρήσεις του τόπου, δεν θέλησαν να περάσουν τον έλεγχο της διοίκησης σε ανεξάρτητα επαγγελματικά στελέχη, για πολλούς λόγους.
1) Δεν ήθελαν να χάσουν τον έλεγχο και ενδεχομένως κάποια προνόμια.
2) Δεν ήξεραν πώς να το κάνουν (θέλει κάποιο βαθμό sophistication κι αυτό)
3) Δεν είχαν πολλά να κερδίσουν. Δηλαδή, το χρηματιστήριο δεν ήταν ικανό να απορροφήσει με κέρδη για τους μετόχους της, την δημοσιοποίηση της επιχείρησης
4) Δεν έβρισκαν ή εμπιστευόταν τα απαραίτητα στελέχη, που σπάνιζαν εκείνη την εποχή.
5) Η Ελληνική αγορά ήταν μικρή και φτωχή και δεν δικαιολογούσε αυτό που εθεωρείτο πολυτέλεια, δηλαδή μια σωστά αμειβόμενη επαγγελματική διεύθυνση. Οι καλοί διευθυντές έχουν υψηλές αμοιβές.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι το 1990, σχεδόν καμία ελληνική επιχείρηση δεν είχε στην κορυφή εξωτερικούς, επαγγελματίες διευθυντές. Πολλές απ’ τις οικογένειες που ήλεγχαν και διοικούσαν επιχειρήσεις όμως, εφάρμοζαν υψηλής στάθμης επαγγελματική διεύθυνση απ’ τα στελέχη της ίδιας της οικογένειας και αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν υστερούσαν ως προς την ποιότητα της διεύθυνσης.
Επίλογος
Ο κυριότερος λόγος που δεν έγιναν βιώσιμες οι περισσότερες Ελληνικές επιχειρήσεις ήταν το μικρό τους μέγεθος. Το μεγάλο μέγεθος επιτρέπει την άντληση κεφαλαίων, την πρόσληψη ικανών στελεχών, την εξασφάλιση υψηλής τεχνολογίας, τη δημιουργία εκτεταμένου εμπορικού δικτύου και την απόκτηση σύγχρονων μονάδων παραγωγής. Σε όλα αυτά, η μικρή επιχείρηση υστερεί και δεν αντέχει τον ανταγωνισμό, εκτός εάν έχει πολύ υψηλή εξειδίκευση.
Το γεγονός ότι στην περίοδο 1950-90 η Ελληνική οικονομία υπήρξε «κλειστή», δεν επέτρεψε τη διεθνοποίηση των Ελληνικών εταιρειών και τις καταδίκασε σε μικρό μέγεθος. Η Ελληνική αγορά ήταν και είναι περιορισμένη. Διεθνείς εταιρείες, σαν τις Philips, Sony, Siemens, Unilever, Nestle, IBM και τόσες άλλες, έγιναν γίγαντες γιατί αναπτύχθηκαν πέρα από τα όρια της χώρας τους, άσχετα εάν η ίδια η χώρα τους ήταν μικρή ή μεγάλη.
Δεν πρέπει να μας ξενίζει λοιπόν, ότι με τους περιορισμούς που επέβαλε η Ελληνική κοινωνία εκείνη την περίοδο, δεν έγινε δυνατόν να δημιουργηθούν επιχειρήσεις οι οποίες να έχουν το απαραίτητο μέγεθος, τεχνολογία και εμπορικά δίκτυα για να καταστούν βιώσιμες σε μακροπρόθεσμη βάση.
Τελικά, πρέπει να τεθεί το ερώτημα: «Εάν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, ας πούμε σαν τις σημερινές, θα είχαν την ικανότητα οι Έλληνες επιχειρηματίες να δημιουργήσουν μεγάλα, διεθνή συγκροτήματα;»
Η απάντηση βέβαια είναι άγνωστη, αλλά κρίνοντας από την ναυτιλία, θα μπορούσε κανείς να πει, ότι κατά πάσαν πιθανότητα, «ναι».
*Γόνος μιάς οικογένειας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην βιομηχανία τσιμέντου και στην παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας σε κρίσιμες εποχές