Του Κώστα Μποτόπουλου*
Τις ίδιες ημέρες που στην Ελλάδα ασχολούμαστε, όχι αδικαιολόγητα, αλλά, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικά, με το αν η Ακροδεξιά ξανασηκώνει κεφάλι, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η προσοχή έχει στραφεί σε μια πολύ σημαντικότερη δημοκρατική απειλή: το ρόλο του Facebook και γενικώς των λεγόμενων «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» στη διαμόρφωση ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών και, εντέλει, ενός άλλου είδους ανθρώπου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καταγγελίες στο αμερικανικό Κογκρέσο μιας πρώην υπαλλήλου της εταιρείας περί τείχους σιωπής, περί συνειδητής ώθησης των νέων στην εξάρτηση, στην απομόνωση και στην κατάθλιψη και περί έμμεσης διευκόλυνσης ακραίων πολιτικών τάσεων (υποδαύλιση εθνικισμού και ρατσισμού, υποβοήθηση προπαγάνδας απολυταρχικών καθεστώτων, στήριξη της ρητορικής του Τραμπ και της εφόδου στο Καπιτώλιο) είναι και σημαντικές και εμπεριστατωμένες. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν βρίσκονται υπό τη σκιά μιας τριπλής αντίφασης.
Πρώτον, το ίδιο το γεγονός που προκάλεσε και πάντως ενίσχυσε τις καταγγελίες, η πρόσκαιρη διακοπή λειτουργίας του Facebook, δείχνει όχι ανάγκη απεξάρτησης, αλλά ακριβώς το αντίθετο: τον βαθμό εξάρτησης των χρηστών, που μόνο με των ναρκομανών μπορεί να παρομοιαστεί.
Δεύτερον, το γεγονός που προβάλλεται από τη γενναία insider ως ρίζα του κακού, ότι δηλαδή το Facebook «βάζει τα αστρονομικά του κέρδη πάνω από τους ανθρώπους», δεν είναι κάτι που συνέβη τώρα ή σταδιακά, αλλά αυτό που οδήγησε στην ίδια τη σύλληψή του: «συνδέστε» τους ανθρώπους για να αποκτήσετε δύναμη επάνω τους και επομένως στο πορτοφόλι τους (η καταπληκτική ταινία του David Fincher για τη γένεση του Facebook, «The Social Network», αναδεικνύει πεντακάθαρα αυτό το στοιχείο).
Και τρίτον, και ίσως και επικινδυνότερο, γιατί και η ίδια η καταγγέλλουσα μοιάζει να μην το αντιλαμβάνεται, η εκκίνηση της όλης συζήτησης, έστω και με διάθεση ανάταξης των κακώς κειμένων, γίνεται από θέση πλήρους υποστήριξης της ύπαρξης και της προσφοράς τέτοιων εργαλείων: «Πιστεύω ακράδαντα ότι το Facebook μπορεί να βγάλει από τον καθένα μας τον καλύτερο εαυτό του», έτσι άρχισε την κατάθεση στο Κογκρέσο η κυρία Haugen.
Οταν δέχεσαι αξιωματικά ότι το Facebook είναι «καλό» αλλά κάπου στράβωσε στον δρόμο – τυφλώθηκε από την πολλή δόξα και τα πολλά κέρδη, άλλαξε τους αλγορίθμους του για να γίνει ακόμα πιο «σέξι», κολακεύτηκε από το ότι πολιτικοί σαν τον Τραμπ το χρησιμοποιούσαν ως αποκλειστικό «μεγάφωνο» -, τότε καταλήγεις σε «λύσεις» σαν κι αυτές που πρότεινε η κυρία Haugen και που πιθανότατα θα αποφασίσει το Κογκρέσο: διοικητικά μέτρα, θέσπιση υποχρεώσεων «διαφάνειας», χρηματικές κυρώσεις, άντε και υποχρέωση διάσπασης του τεράστιου ομίλου με πώληση ορισμένων εταιρειών του (για τις οποίες αμέσως θα βρεθεί νομικός τρόπος να ξανατεθούν υπό την επιρροή του). Τι γίνεται όμως αν το «αβγό του φιδιού», για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που παραπέμπει και στην ελληνική κατάσταση, δεν είναι η κακή διαχείριση ή η κακή χρήση, αλλά η εναπόθεση από δισεκατομμύρια ανθρώπους της προσωπικής τους ζωής και της διαμόρφωσης των απόψεών τους σε τεχνολογικά «εργαλεία» των οποίων είναι αδύνατο να καταλάβουν τη χρήση; (Η ίδια η κυρία Haugen είπε ότι δεν γνωρίζει με τι τρόπο το Facebook παρακολουθεί τους νέους μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους και οδηγεί τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν Τραμπ.) Μια εναπόθεση που φαίνεται συνειδητή – μπορώ να αποφασίσω να μην έχω Facebook (αν και ακόμα και εγώ έχω υποκύψει στο WhatsApp) -, αλλά δεν είναι, αντικειμενικά, εν γνώσει προδιαγραφών και αποτελεσμάτων.
Φυσικά, λύση σε έναν δημοκρατικό, έστω μετα-δημοκρατικό κόσμο, δεν μπορεί να είναι η απαγόρευση ή η οπισθοδρόμηση. Ούτε το ξερίζωμα των αγελαίων ενστίκτων του ανθρώπινου είδους είναι δυνατό, ιδίως από τη στιγμή που το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι. Τότε; Μήπως απλώς να κάνουν όσοι παίρνουν τις αποφάσεις το ελάχιστο, γνωρίζοντας ότι δεν κάνουν παρά το ελάχιστο; Και μήπως οι υπόλοιποι να σκεφτόμαστε πού και πού ότι υπάρχει και ζωή πέρα από το Facebook, ότι πηγή πραγματικής (δια)μόρφωσης είναι η σοβαρή δημοσιογραφία, η λογοτεχνία, η πρόσωπο με πρόσωπο κουβέντα;
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος
Πηγή: in.gr