Του Αλέκου Παπαδόπουλου*
Στις προηγμένες Δημοκρατίες της Ευρώπης η συναίνεση στα βασικά θέματα που απασχολούν τις κοινωνίες τους είναι καθήκον αυτονόητο. Περιορίζομαι να αναφερθώ μόνο στις μεσογειακού ταμπεραμέντου χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία, για τις συναινετικές και τελικά σωτήριες συμπεριφορές τους κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Στη χώρα μας, αντίθετα, αφήνιασαν. Δίχασαν και έσπειραν μίσος. Έκαναν καριέρα πρωθυπουργών, αρχηγών κομμάτων κ.λπ., που σε κανονικές συνθήκες θα παρέμενε «παιδικό όνειρο». Μια κρίση που θα μπορούσε να επιλυθεί σε τέσσερα έως πέντε χρόνια κράτησε 10 ολάκερα χρόνια, αφήνοντας τη χώρα αδύναμη και εύθραυστη στις δυσκολίες της απρόβλεπτης εποχής μας.
Με το διαφαινόμενο τέλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων θα αναδυθεί αναπόφευκτα ένα μεγάλο εύρος πρωταρχικών προϋποθέσεων για τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας, θα είναι ο πολιτισμός των κομματικών συνεργασιών, το ύφος και ο τρόπος της συνεργασίας, θα είναι ο αλληλοσεβασμός μεταξύ των συνεργαζόμενων κομμάτων που δεν θα επιτρέπει την υπέρβαση των ορίων της πολιτικής ηθικής, ώστε να γίνεται εντέλει ύβρις. Θα είναι η απαλλαγή από το σύνδρομο του κυρίαρχου «πρωθυπουργισμού» καθώς και της αντίληψης ότι το μικρότερο συνεργαζόμενο κόμμα είναι απλώς το «αναγκαίο συμπλήρωμα» κλπ.
Υπάρχει όμως σήμερα και ένα νέο στοιχείο που προέκυψε από τη νέα πολιτική δυναμική, μετά τις εσωτερικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ. Ένα κόμμα με βαριά και πολύχρονη εμπειρία και ισχυρά αποτυπώματα στην κοινωνία, θετικά και αρνητικά. Ως επανερχόμενη και ανερχόμενη ελπίζω πολιτική δύναμη, ο ρόλος και οι ευθύνες του στις νέες πολιτικές εξελίξεις θα είναι δύσκολες αλλά και διαφορετικές.
Αυτό όμως επιβάλλει στο ΠΑΣΟΚ σε κάθε περίπτωση να επικοινωνήσει με έναν σύγχρονο Λόγο, απόλυτα αξιόπιστο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής, και όχι με «αναμασήματα» συνθημάτων του ’70 και του ’80 που δεν αφορούν τις νεότερες γενιές και τις ζωές τους.
Η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία είναι πολύ δύσκολη να επιτευχθεί με βάση τα σημερινά δεδομένα είτε με την απλή αναλογική είτε με την ενισχυμένη κατά τη δεύτερη εκλογή, θα απαιτηθεί, εκτός απροόπτου, η εκλογική συνεργασία των δύο από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα. Ένα από τα κόμματα αυτά θα είναι όπως φαίνεται το ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι στον ρόλο του απλού δανειστή βουλευτικών εδρών για τη διευκόλυνση του πρώτου κόμματος έναντι κάποιων υπουργικών ανταλλαγμάτων.
Πρέπει από τώρα να γίνει αντιληπτό ότι άλλος είναι ο τρόπος λήψης των αποφάσεων σε μια μονοκομματική κυβέρνηση και άλλος σε μια διακυβέρνηση συνεργασίας που την απαρτίζουν συγκροτημένα και με παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας κόμματα.
Σήμερα, εκτός των άλλων, βιώνουμε μια μορφή δυσλειτουργίας της Δημοκρατίας μας επειδή δεν υφίσταται αξιόπιστη και σύγχρονη αντιπολίτευση. Αυτό οδηγεί τη μονοκομματική κυβέρνηση να παρασύρεται πολλές φορές σε προσωποπαγή άσκηση εξουσίας η οποία παράγει οίηση και αυθαιρεσίες και οδηγεί σε παλινωδίες και αστοχίες, οι οποίες επιχειρείται συχνά να καλυφθούν από ατυχείς συνήθως επικοινωνισμούς. Παραμένει βεβαίως το ερώτημα αν μια παρωχημένη σε αντιλήψεις και πρακτικές αντιπολίτευση μπορεί ξαφνικά να μεταμορφωθεί οβιδιακά σε έναν αξιόπιστο κυβερνητικό έταιρο μιας συγκυβέρνησης. Θέλω να πιστεύω ότι σε περίπτωση καταρχήν συμφωνίας μετεκλογικής σύμπραξης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να προηγηθεί μια «προκριματική φάση συναντίληψης» προκειμένου να γίνουν αμοιβαίως αποδεκτές οι παραπάνω θεμελιώδεις προϋποθέσεις πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την προγραμματική συμφωνία και τη συγκρότηση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η πρωτοφανής π.χ. πολιτική γιγάντωση του Πρωθυπουργικού Γραφείου, που υποκαθιστά πολλές φορές τον ρόλο και την ευθύνη των υπουργών, νομίζω ότι δύσκολα θα γινόταν αποδεκτή. Εξάλλου το «επιτελικό κράτος» είναι διοικητικής υφής έννοια και δεν παραπέμπει στη λειτουργία της κυβέρνησης αλλά στη Διοίκηση. Στο πραγματικό επιτελικό κράτος τα υπουργεία παράγουν τις πολιτικές (policies) και ασκούν έλεγχο. Όλες οι εκτελεστικές αρμοδιότητες, όπως όλον προηγούμενο κόσμο, ασκούνται από την καθ’ ύλην ή την κατά τόπο συγκέντρωση.
Αναφορικά με τη λειτουργία της κυβέρνησης ο Πρωθυπουργός στις θεσμικές Δημοκρατίες κατευθύνει και συντονίζει το κυβερνητικό έργο και έχει την τελική πολιτική ευθύνη. Ανάμεσα στον Πρωθυπουργό όμως και τους υπουργούς μεσολαβεί πάντα η Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία συγκροτείται από επτά κεντρικούς υπουργούς και εξειδικεύει τις κατευθυντήριες κεντρικές πολιτικές και εγκρίνει τις πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες των υπουργείων. Δυστυχώς αυτή έχει καταργηθεί. Θεωρώ ότι σε μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι αυτονόητο ότι θα επανέλθει προκειμένου να λειτουργήσει συλλογικά και αποτελεσματικά.
Συναινέσεις που δεν στηρίζονται πάνω σε αρχές και θεσμούς δεν έχουν πλέον μέλλον.
Οι σημερινές επικυρίαρχες ασκήσεις γοητείας της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ προς το σημερινό ΠΑΣΟΚ για την εξασφάλιση απλώς ενός «βοηθού προστήσεως» νομίζω ότι δεν θα καρποφορήσουν. Το επόμενο βήμα θα είναι η παράνοια μιας τρίτης συνεχόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
*πρώην υπουργός