Το σύστημα που διασυνδέει την ερευνητική και τεχνολογική δραστηριότητα με την ανάπτυξη καινοτομιών και τη διάχυση της τεχνολογίας, με την επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης και την ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων καρκινοβατεί
Του Γιάννη Καλογήρου*
Μια σημαντική αδυναμία του ελληνικού συστήματος καινοτομίας είναι οι πολύ χαμηλές επιδόσεις του ως προς τους δεσμούς που αναπτύσσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις με πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς, για την ανταλλαγή γνώσης και τη διερεύνηση νέων επιχειρηματικών ευκαιριών. Η 119η θέση (σε 131 χώρες) στην έκθεση Global Innovation Index 2020 (που αναφέρεται στον δείκτη συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και πανεπιστημίων σε δραστηριότητες Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης) είναι ενδεικτική. Αλλά και στην ετήσια έκθεση on Global Competitiveness Report του World Economic Forum για το 2019, η Ελλάδα βρέθηκε στην 123η θέση (σε 138 χώρες). Ωστόσο, η διεθνής εμπειρία και πρακτική μας έχει δείξει ότι η επίδοση μιας οικονομίας και η θέση της στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας στηρίζεται – σε σημαντικό βαθμό – στην παραγωγή και την αξιοποίηση της γνώσης, καθώς και την ανάπτυξη καινοτομιών, που προκύπτουν από τη συστηματική συνεργασία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις, όπως και με άλλους κοινωνικούς φορείς.
Οι αιτίες της ελλιπούς σύνδεσης της βιομηχανίας με τα πανεπιστήμια προέρχονται και από τους δύο «κόσμους», με αποτέλεσμα (και σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες) το ελληνικό σύστημα καινοτομίας να μη λειτουργεί αποδοτικά και αποτελεσματικά. Το σύστημα δηλαδή που διασυνδέει την ερευνητική και τεχνολογική δραστηριότητα με την ανάπτυξη καινοτομιών και τη διάχυση της τεχνολογίας, με την επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης και την ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων καρκινοβατεί. Η ανάπτυξη καινοτομιών και η αξιοποίησή τους τόσο από υφιστάμενες επιχειρήσεις όσο και από νέες, περνά από ένα σύνολο διασυνδέσεων και αλληλεπιδράσεων του πανεπιστημιακού συστήματος με το παραγωγικό – επιχειρηματικό. Η σύνδεση αυτή στη χώρα μας είτε είναι ατροφική και περιπτωσιακή, είτε απουσιάζει. Αναδεικνύεται, έτσι, ένας κρίσιμος ελλείπων κρίκος. Ένα μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας χαρακτηρίζεται από την αντίληψη, ότι ο ρόλος των πανεπιστημίων είναι «καθαρά επιστημονικός» και ότι δεν πρέπει να συγχέεται με την παραγωγή πρακτικών εφαρμογών, ή την επίλυση προβλημάτων της βιομηχανίας και της οικονομίας. Ταυτόχρονα έχει την άποψη, ότι η σύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις αλλοιώνει τον χαρακτήρα των πανεπιστημίων. Όμως, ήδη γνωρίζουμε από τη διεθνή εμπειρία, ότι η έλλειψη αλληλεπίδρασης με τον παραγωγικό ιστό μιας χώρας, καθιστά αβέβαιη την επιτυχή έκβαση όχι μόνο της εφαρμοσμένης αλλά και της βασικής έρευνας, ιδίως στα πολυτεχνικά/τεχνολογικά ιδρύματα.
Από την άλλη πλευρά όμως, και η ζήτηση των επιχειρήσεων για έρευνα είναι σε γενικές γραμμές εξαιρετικά χαμηλή, ενδεχομένως εξαιτίας του μικρού/μέσου μεγέθους τους (αν και αυτό θα ήταν ένας πρόσθετος λόγος αναγκαστικής συνεργασίας των επιχειρήσεων με τους φορείς της έρευνας), αλλά και του γενικότερου επιχειρηματικού προσανατολισμού τους. Και αυτό, παρόλο που υπάρχουν πολλά καλά παραδείγματα – όπως στην τσιμεντοβιομηχανία, στα τρόφιμα, στη βιομηχανία του αλουμινίου και αλλού – όπου έχει σταθεί εφικτή η επίλυση διαχρονικών προβλημάτων της βιομηχανίας με τη συμβολή των πανεπιστημίων. Υπάρχει όμως σημαντικός δρόμος ο οποίος πρέπει να διανυθεί, ώστε τέτοιες συνεργασίες να αποτελέσουν οργανικό και θεμελιακό στοιχείο της λειτουργίας των ερευνητικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων.
Μια άλλη ανάγκη που αναδεικνύεται, είναι η ανάγκη δημιουργίας νέων επιχειρήσεων εντάσεως γνώσης σε όλους τους τομείς. Δυστυχώς, όλες οι πρόσφατες εμπειρικές έρευνες φανερώνουν ότι την περίοδο της κρίσης, υπάρχει αναπαραγωγή του παλιού μοντέλου επιχειρήσεων – που κατά κανόνα επικεντρώνεται σε απλές, «ελαφρές τεχνολογικά» και χαμηλής έντασης γνώσης δραστηριότητες που βρίσκονται πολύ κοντά στον τελικό καταναλωτή (εστίαση, λιανικό εμπόριο κ.α.).
Τέτοιες δραστηριότητες είναι χρήσιμες για βιοπορισμό, δεν είναι όμως χρήσιμες στο να δώσουν δυναμική στο παραγωγικό σύστημα, να συνδέσουν τη γνώση με την καινοτομία και να οδηγήσουν σε περισσότερες, ποιοτικότερες και πιο βιώσιμες θέσεις εργασίας.
Μία άλλη λανθασμένη σχετική αντίληψη είναι, ότι η καινοτομία συνδέεται μόνο με κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, σύμφωνα με πλείστα όσα εμπειρικά παραδείγματα, αποδεικνύεται ότι και παραδοσιακοί κλάδοι (οι αποκαλούμενοι χαμηλής τεχνολογίας) έχουν ένα σημαντικό απόθεμα γνώσης, την οποία μπορούν να αξιοποιήσουν για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων. Λόγω μάλιστα του γεγονότος, ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε αυτούς τους κλάδους, η δυνατότητα δημιουργίας καινοτόμων επιχειρήσεων σε αυτούς δεν είναι ουτοπική. Η σημερινή συζήτηση, δηλαδή, για τη δημιουργία ενός κύματος νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups, τεχνοβλαστών κ.ά.) δεν θα πρέπει να αποτελέσει μια παγίδα που θα οδηγήσει σε εταιρείες – φούσκες, αλλά να δώσει τη δυνατότητα να ανανεωθεί ο επιχειρηματικός ιστός της χώρας και να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες απασχόλησης για ανθρώπους με καλό υπόβαθρο γνώσης – τόσο τεχνολογικό όσο και επιχειρησιακό – το οποίο η χώρα μας διαθέτει σε επάρκεια.
O ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος σε αυτό το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς οι επιχειρηματικές ικανότητες μπορεί να μη διδάσκονται (με τη στενή έννοια του όρου) αλλά πάντως καλλιεργούνται. Σαφώς, υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που σε κάθε περίπτωση θα προχωρήσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα γιατί έχουν το ταλέντο – χάρισμα. Ταυτόχρονα υπάρχει όμως και ένα ποσοστό που (επίσης λόγω ιδιοσυγκρασιακών, πολιτισμικών και άλλων χαρακτηριστικών) δεν θα αναλάβει ποτέ ένα επιχειρηματικό εγχείρημα. Όμως, μια συστηματική καλλιέργεια επιχειρηματικής κουλτούρας, δεξιοτήτων και ικανοτήτων (ιδίως στους αποφοίτους των πανεπιστημίων, των πολυτεχνείων και στους ερευνητές) θα έχει μια σημαντική, θετική επίδραση στην πραγματοποίηση καινοτόμων και επιτυχημένων επιχειρηματικών εγχειρημάτων από την πλευρά τους – είτε μετά το τέλος των σπουδών τους, είτε αργότερα, όταν θα έχουν
αποκτήσει και την ανάλογη εργασιακή εμπειρία και πρακτική γνώση.
Επίσης, ακόμα κι αν τελικώς απασχοληθούν σε άλλους οργανισμούς ή σε ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, το να μάθουν να σκέπτονται με έναν τρόπο που να συνδέει την πρωτοβουλία και τη δημιουργικότητα με την ανάπτυξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και επιχειρηματικών εγχειρημάτων είναι εξίσου θετικό. Μια νέα δυναμική θα εκδηλωθεί και στις υφιστάμενες επιχειρήσεις που θα μπορέσουν έτσι αναπτύξουν νέες δραστηριότητες, να δημιουργήσουν νέες παραγωγικές μονάδες και να προωθήσουν την αποκαλούμενη εταιρική επιχειρηματικότητα (corporate entrepreneurship). Επομένως, είναι σημαντική η εισαγωγή στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση κύκλου μαθημάτων που να συνδέονται με την οικονομία, τη διοίκηση και την επιχειρηματική πρακτική. Επίσης, θα είναι πολύτιμη η καλλιέργεια ενός κλίματος που να ευνοεί την ανάπτυξη δεξιοτήτων, επιχειρησιακών ικανοτήτων, στάσεων, νοοτροπιών και πρακτικών που συνδέονται με την ανάληψη πρωτοβουλιών, τη δημιουργικότητα και την ανάπτυξη καινοτομιών. Η οργανωμένη εξάλλου συμμετοχή των σπουδαστών και των ερευνητών στον σχεδιασμό και την υλοποίηση συγκεκριμένων τεχνολογικών και επιχειρηματικών εγχειρημάτων, μπορεί να συμβάλλει τόσο στην κινητοποίηση για καλύτερη αξιοποίηση της γνώσης που παράγεται στα πανεπιστήμια, όσο και στη δημιουργία νέων καινοτόμων επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση στην αναγκαία αλλαγή του επιχειρηματικού προτύπου στην ελληνική οικονομία.
H πρόσφατη εμβληματική πρωτοβουλία για τη συστηματική συνεργασία του ΣΕΒ με το ΕΜΠ και τον «Δημόκριτο» σε μια ευρεία θεματολογία και η συνεργατική προώθησή της (μαζί με αρκετές άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες), μπορεί: αφενός να συνεισφέρει στη διαμόρφωση ενός λειτουργικού συστήματος καινοτομίας στη χώρα μας και αφετέρου, ευρύτερα, να συμβάλει στη δρομολόγηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου με επίκεντρο τη γνώση και την καινοτομία, που εδώ και πάνω από μία δεκαετία εκκρεμεί η υλοποίησή του.
*ομότιμος Καθηγητής Τεχνολογικής Οικονομικής και Βιομηχανικής Στρατηγικής στο ΕΜΠ