Του Γιώργου Κακλίκη*
Την «ειρηνική εποχή» της διακυβέρνησης Ερντογάν, με χαρακτηριστικό τη διακηρυγμένη από τον Αχμέτ Νταβούτογλου αρχή περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», διαδέχθηκε η «επιθετική περίοδος» που στόχο έχει την επανάκτηση του κλέους και των «απολεσθέντων» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με πρόσχημα τα «δικαιώματα» της Τουρκίας, ο πρόεδρός της προσέδωσε ηρωικό χαρακτήρα στην οχύρωση των τουρκοσυριακών συνόρων, στη στρατιωτική συνδρομή στο αδελφό Αζερμπαϊτζάν, στην επιθετική διεκδίκηση υποτιθέμενων δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και στην ανάμειξη στο εσωτερικό της Λιβύης. Συνεννοούμενος με λίγους πια στη Δύση και με προκλητικές συμπεριφορές έναντι πολλών άλλων, εμμένει στη διεκδικητική τακτική του διακηρύσσοντας αδιάλειπτα τα περί εχθρών της χώρας και περί ανάγκης αλλαγής της δυτικής πολιτικής απέναντι της. Προτρέποντας, μάλιστα, τις δυτικές πρωτεύουσες να συνεννοούνται με την Άγκυρα χωρίς κριτήρια αλληλεγγύης προς τους εταίρους τους εκείνους που, όπως ισχυρίζεται, εποφθαλμιούν τα δικαιώματα της Τουρκίας. Προβάλλει μάλιστα ειρηνικό προσωπείο ζητώντας από την Αθήνα να επιλέξει την οδό του διαλόγου. Υπό τους όρους, βέβαια, που ο ίδιος θέτει ως εάν η ελληνική πλευρά βρισκόταν εκτός ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και χωρίς φίλους.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει γνώση της δυσφορίας που προκαλούν οι ιδιότυπες «ειρηνικές» πρωτοβουλίες του. Πιστεύει όμως ότι τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα πολλών δεν αποκλείεται να κατισχύσουν των περί δικαίου θεωριών και πως, κάποια στιγμή, η Ελλάδα, πιεζόμενη, θα κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός διαλόγου με πιο ελαστικό περίγραμμα.
Με την Τουρκία να γιορτάζει φέτος τα εκατό χρόνια του μικρασιατικού πολέμου και εν αναμονή, την επόμενη χρονιά, των εορτασμών της εκατονταετίας του τουρκικού κράτους, ο κ. Ερντογάν ετοιμάζει ένα σκηνικό στο οποίο η Άγκυρα θα παρουσιάσει στη Δάση «καλές προθέσεις», αρκεί όμως η Ελλάδα να δεχθεί να συζητήσει και το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Μιας ανανεωμένης αξίωσης της Άγκυρας που επινόησε τον ανύπαρκτο «όρο» περί μη οχύρωσης των νησιών αυτών προκειμένου αυτά να παραμείνουν υπό ελληνική κυριαρχία. Η οχύρωση των ελληνικών νησιών έχει να κάνει με την ίδια την άμυνα της Ελλάδας απέναντι σ’ έναν μεγάλο αποβατικό στόλο που ναυλοχεί στη μικρασιατική ακτή και σε μια ολόκληρη στρατιά με τη λόγχη προς το Αιγαίο. Έτσι, με τον τουρκικό στρατό να εξακολουθεί να κατέχει το ένα τρίτο της Κύπρου, με τα τουρκικά πολεμικά πλοία να προκαλούν έργω ελληνικά και ξένα, και με την απειλή του casus belli να επικρέμαται αν η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων, προκαλεί θυμηδία η εμφάνιση της Τουρκίας ως αμυνόμενης και αδικούμενης. Ιδίως, μάλιστα, όταν ο τούρκος πρόεδρος διακηρύσσει πως αν δεν δεχθεί η Ελλάδα ό,τι η Τουρκία θέτει στο τραπέζι, η Άγκυρα «θα πράξει το σωστό».
Το τέχνασμα της «αμυνόμενης», έναντι της Ελλάδας, Τουρκίας προβάλλεται από τη χώρα που εμφανίζεται ως περιφερειακή δύναμη η οποία και πολεμικό υλικό εξάγει, και ανανεώνει πυρετωδώς τους εξοπλισμούς της, και έχει διαταράξει με αχαρακτήριστες αξιώσεις και πράξεις της την περιφέρεια. Προβληματίζοντας έτσι τις μεγάλες πρωτεύουσες που βλέπουν τον άλλοτε «πυλώνα της Συμμαχίας» να εξακολουθεί να υποσκάπτει τη Δύση, διασαλεύοντας τη σταθερότητα και την ειρήνη.
*πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ