Στο ίδιο έργο θεατές… Του Κωνσταντίνου Φίλη

377

Του Κωνσταντίνου Φίλη*

Το 2022 ξεκίνησε όπως έκλεισε το 2021. Με ακραία ρητορική από μεριάς της Άγκυρας περί αποστρατιωτικοποίησης ελληνικών νησιών, με τη δημοσιοποίηση βίντεο που παρουσιάζει τούρκους κομάντο να κολυμπούν την απόσταση που χωρίζει τα τουρκικά παράλια από το Καστελόριζο (σε συνέχεια σχετικής δήλωσης του Ακάρ) και τέλος με ένα ακόμη παραλήρημα του κυβερνητικού εταίρου, Μπαχτσελί, και την επίθεση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στον Νίκο Δένδια. Η Τουρκία, για μία ακόμη φορά, αψηφά τη συνήθη διπλωματική πρακτική, στοχοποιώντας πρόσωπα, όπως άλλωστε το έχει κάνει και με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, επιβεβαιώνοντας πως σκέπτεται και λειτουργεί ως μία μη κανονική χώρα. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό και κατά πόσο πρέπει να ανησυχούμε;

Κατά πρώτον, είναι προφανές ότι η Τουρκία προκρίνει τη ρητορική ένταση για να κουκουλώσει τη φάση αναδίπλωσης, στην οποία συνολικά βρίσκεται. Ο Ερντογάν πιέζεται: στο εσωτερικό, με το εθνικό νόμισμα να καθίσταται ανυπόληπτο και τον ετήσιο πληθωρισμό να καταγράφεται το 2021 στο 36,8%, τον υψηλότερο από το 2002, όταν το AKP ήρθε στην εξουσία και στο εξωτερικό, όπου είναι υποχρεωμένος να προσεγγίσει κράτη και ηγεσίες, τα οποία είχε στοχοποιήσει στο πρόσφατο παρελθόν. Μεταξύ των οποίων, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, ακόμη και τη Σαουδική Αραβία. Βέβαια, ο βαθμός επιτυχίας αυτής της προσπάθειας δεν μπορεί να προδιαγραφεί, ωστόσο, επειδή τα περιθώρια ελιγμών στενεύουν εκ των πραγμάτων λόγω της ευάλωτης οικονομικής θέσης, η τουρκική ηγεσία αναγκάζεται να δείξει σε άλλα μέτωπα ένα πιο σκληρό και άτεγκτο πρόσωπο για να μην κατηγορηθεί για πολυεπίπεδη υποχωρητικότητα. Επίσης, βλέπουμε τον Ακάρ να κάνει συνεχώς τονωτικές ενέσεις στις ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες πράγματι δεν διάγουν τις καλύτερες μέρες τους. Όμως, ο στρατός στην Τουρκία έχει βαθιές ρίζες στο σύστημα, κρατικό και παρακρατικό, και πρέπει να «τρέφεται» με εθνική αυτοπεποίθηση.

Με αυτό λοιπόν τον τρόπο, συντηρείται η ένταση, αν και η δική μας πλευρά σωστά δεν «τσιμπάει» σε κάθε πρόκληση, και έτσι προσπαθεί η Άγκυρα να εμφανίζει στον διεθνή παράγοντα ότι η ευθύνη ανήκει δήθεν στην Ελλάδα. Κατηγορούμαστε ότι δεν τηρούμε τις συνθήκες, εν προκειμένω Λωζάννης και Παρισίων, και μάλιστα με το αθεμελίωτο επιχείρημα ότι η μερική ή ολική αποστρατιωτικοποίηση συγκεκριμένων νησιών αποτελούσε προϋπόθεση για να περιέλθουν στην Ελλάδα, η Άγκυρα προσπαθεί εκ του μη όντος να κατασκευάσει μία υπόθεση αμφισβήτησης κυριαρχίας, πέραν της πάγιας περί γκρίζων ζωνών. Συνολικά, πάντως, η συμπεριφορά της Τουρκίας το τελευταίο χρονικό διάστημα υποδηλώνει ανησυχία. Αφενός, για να μην εκλάβει η Ελλάδα την υφιστάμενη κατάσταση ως ευκαιρία να επιβάλλει τις θέσεις της έναντι της Άγκυρας και αφετέρου, σε συνέχεια του προηγούμενου, να μην επιτρέψει στην Ελλάδα να προβεί σε ενέργειες επί του πεδίου, οι οποίες θα δημιουργήσουν τετελεσμένες καταστάσεις. Υπάρχει γενικευμένος φόβος, επί παραδείγματι, ότι η Ελλάδα θα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε ενοχλητικές για την Τουρκία περιοχές, που δεν είναι απαραίτητα στο Ανατολικό Αιγαίο.

Πρέπει, συνεπώς, να ανησυχούμε ότι το 2022 θα έχουμε επανάληψη των γεγονότων Αυγούστου – Νοεμβρίου 2020 ή και κάτι χειρότερο; Αν και η όποια εκτίμηση είναι επισφαλής, η απάντηση είναι όχι, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου. Όμως, είναι ανησυχητικό ότι ο εθνικισμός αποτελεί πλέον το αντίδοτο στην εγχώρια πίεση που αισθάνεται ο Ερντογάν και στον διχασμό στον οποίο οδηγείται η γειτονική χώρα. Δεν υπάρχει συνεπώς καμία αμφιβολία ότι οι επιθέσεις στην Ελλάδα, γίνονται, μεταξύ άλλων, και για λόγους αντιπερισπασμού. Αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, η αντιπολίτευση στον Ερντογάν, πλην του φιλοκουρδικού κόμματος, υπερθεματίζει σκόπιμα στις εθνικιστικές κορώνες γιατί δεν θέλει να του επιτρέψει να καταστήσει την εξωτερική πολιτική προνομιακό του πεδίο. Προκειμένου λοιπόν να τον στριμώξει για τις αποτυχίες του στην οικονομία, βγαίνει πιο προωθημένα στα εξωτερικά, όπου έτσι και αλλιώς γνωρίζουμε ότι οι κεμαλιστές τον καταγγέλλουν ως ενδοτικό έναντι της Ελλάδας.

*διευθυντής IGA & αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ»