Του Ρωμανού Γεροδήμου
Σχόλιο για το brain drain με αφορμή το tweet του Κυριάκου Μητσοτάκη για την «καταπληκτική ποιότητα ζωής» στην Ελλάδα.
Σε πρόσφατο tweet του, αναφερόμενος στους Έλληνες που έχουν φύγει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, ο πρωθυπουργός έγραψε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με «καταπληκτική ποιότητα ζωής» και ότι, αν μπορεί να τους προσφέρει καλή εργασία και καλές απολαβές, τότε η επιστροφή είναι μονόδρομος. Γι’ αυτό, καταλήγει στο μήνυμά του, η κυβέρνηση έχει δώσει φορολογικά κίνητρα για την επιστροφή νέων από το εξωτερικό.
Όπως είναι αναμενόμενο, το tweet αυτό άνοιξε (ξανά) μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον είναι όντως «καταπληκτική» η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναδείχθηκε η κλασική πόλωση που περιγράφει τα πάντα με όρους άσπρου-μαύρου ανάλογα με την ιδεολογία και τις εμπειρίες του καθενός: Ολυμπιακός/ Παναθηναϊκός, αντιδεξία/αντιαριστερά, γάτες/σκύλοι, Star Wars/Star Trek, Ελλάδα=Παράδεισος / Ελλάδα=Κόλαση.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς γίνεται κάποιος να έχει τόσο απόλυτη άποψη (θετική ή αρνητική) για τη γενικότερη ποιότητα ζωής σε μία χώρα ή πόλη όταν δεν έχει ένα έστω και ελάχιστα αξιόπιστο μέτρο σύγκρισης∙ όταν, δηλαδή, δεν έχει ζήσει ή δουλέψει σε άλλη χώρα ή πόλη, όταν καλά-καλά δεν έχει βγει καν ποτέ από τον τόπο του, ή ακόμη και όταν δεν έχει βιώσει την ίδια του την πόλη από διαφορετικές οπτικές γωνίες: ως ηλικιωμένος, ως άτομο με ειδικές ανάγκες, ως μετανάστης, ως φτωχός, ως πλούσιος, ως γυναίκα, ως πολιτισμικά ή πνευματικά ανήσυχος άνθρωπος.
Προφανώς τα σπασμένα (ή ανύπαρκτα) πεζοδρόμια και οι κάδοι σκουπιδιών που ξεχειλίζουν, μεταξύ άπειρων άλλων παραδειγμάτων, είναι αντικειμενική πραγματικότητα την οποία βιώνει κάποιος∙ το ίδιο και ο ήλιος ή η θάλασσα. Δεν χρειάζεται να έχεις ταξιδέψει για να νιώθεις παγιδευμένος ή ευτυχισμένος. Όταν όμως εκφέρεις άποψη με τόση πεποίθηση για την ανωτερότητα ή κατωτερότητα του τόπου σου σε σχέση με άλλους τόπους, ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης; Οι ταινίες εποχής; Οι τηλεοπτικές σειρές του Netflix; Τα σκανδιναβικά θρίλερ; Τα στερεότυπα; Λίγες μέρες τουρισμού;
Οι αναπαραστάσεις των ΜΜΕ και της ευρύτερης κουλτούρας –εθνικής και παγκόσμιας– παίζουν τεράστιο ρόλο στο πώς φανταζόμαστε τη ζωή σε άλλους τόπους αλλά και στο πώς αντιλαμβανόμαστε τη ζωή στον δικό μας. Τα αφηγήματα, οι μύθοι, οι φωτογραφίες, οι διηγήσεις, όλοι αυτοί οι κατασκευασμένοι κόσμοι, δημιουργούν ένα φαντασιακό μωσαϊκό, ένα φίλτρο μέσα από το οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Αυτά τα ερμηνευτικά και συναισθηματικά πλαίσια δεν είναι απλώς αναπόφευκτα∙ μας είναι απαραίτητα για να νοηματοδοτούμε την καθημερινότητά μας. Αρκεί να μην είμαστε κολλημένοι σε αυτά.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές έρευνες για το θέμα του brain drain, δηλαδή της απώλειας ανθρώπινου δυναμικού από τη χώρα (π.χ. από τον καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη και από τον ΣΕΒ). Οι μελέτες αυτές δίνουν έμφαση σε θέματα εργασίας και εισοδήματος, ωστόσο τονίζουν τη διαφοροποίηση παραγόντων και κινήτρων (ή αντικινήτρων). Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός λόγος για τον οποίο νέοι και μη έφυγαν από την Ελλάδα ή δεν επιστρέφουν σε αυτήν. Πάντως σίγουρα δεν φταίει από μόνη της η υψηλή φορολογία.
Η αντίληψη του καθενός για την ποιότητα ζωής είναι, ούτως ή άλλως, κάτι εξαιρετικά υποκειμενικό και εξαρτάται από τις βιωμένες εμπειρίες, την ανατροφή, το κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιό του, τις ανάγκες και τις προτεραιότητές του. Ταυτόχρονα οι ανάγκες αυτές αλλάζουν ανάλογα με τον «κύκλο ζωής» στον οποίο βρίσκεται κάποιος. Ένας εικοσάρης μπορεί να κυνηγάει τις επαγγελματικές ευκαιρίες και το χτίσιμο της καριέρας. Ένας τριαντάρης μπορεί να αναζητάει υποδομές για τα παιδιά του ή να επιθυμεί την αυτοβελτίωση. Ένας σαραντάρης, και πολύ περισσότερο ένας πενηντάρης, ίσως αρχίζει να ψάχνει αλλού το νόημα: στην αίσθηση της κοινότητας και του ανήκειν, στη μετάδοση γνώσεων και της υποστήριξης των άλλων. Ένας εξηντάρης ή εβδομηντάρης μπορεί να νοιάζεται για το αποτύπωμα που θα αφήσει πίσω του, την υλική, φυσική ή δημιουργική κληρονομιά του, ενώ επίσης χρειάζεται διαφορετικές κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες. Μια χώρα με καλή, πόσο μάλλον «καταπληκτική», ποιότητα ζωής καλύπτει επαρκώς όλες αυτές τις διαφορετικές ανάγκες.
Όπως, όμως, αλλάζουν οι προτεραιότητες στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, ταυτόχρονα μεταβάλλονται και οι συνθήκες μέσα στις χώρες και στις πόλεις. Τα τελευταία χρόνια οι συνθήκες αυτές έχουν αλλάξει, εάν όχι δραματικά, τότε σίγουρα ορατά, τόσο στη Βρετανία –για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα το οποίο γνωρίζω καλά– όσο και στην Ελλάδα. Μας προβληματίζουν –και πάρα πολύ καλά κάνουν– οι αποτυχίες του κρατικού μηχανισμού στις φωτιές, τις πλημμύρες και το χιόνι∙ η de facto ανομία και η ανυπαρξία κράτους δικαίου με την ελληνική δικαιοσύνη να είναι σε μια μόνιμη κρίση∙ η θλιβερή κατάσταση στα πανεπιστήμια∙ οι ελλείψεις σε πόρους, προσωπικό, φαντασία και ενσυναίσθηση στα σχολεία και στα νοσοκομεία μας. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η ποιότητα ζωής δεν είναι μόνο θέμα αντίληψης και αφηγημάτων, αλλά και θέμα αντικειμενικής πραγματικότητας.
Ωστόσο, πότε ήταν η τελευταία φορά που χρειαστήκαμε, χρησιμοποιήσαμε ή επισκεφθήκαμε σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες ή δικαστήρια στη Βρετανία; Γνωρίζουμε ότι η ζωή μιας δασκάλας ή μιας νοσοκόμας εκεί είναι πραγματική κόλαση; Γνωρίζουμε ότι πολλά παιδιά που μπαίνουν τώρα στο γυμνάσιο έχουν επίπεδο ανάγνωσης και γραφής δευτέρας δημοτικού; Γνωρίζουμε ότι τα πανεπιστήμια έχουν υιοθετήσει επιχειρηματικά μοντέλα διοίκησης προσωπικού που θα τα ζήλευαν οι επενδυτικές του Σίτι, και ότι πολλοί φοιτητές παίρνουν πτυχία χωρίς να πατάνε στην αίθουσα, χωρίς να διαβάζουν, χωρίς να θέλουν να μάθουν; Γνωρίζουμε ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας κοντεύει να καταρρεύσει, και ότι αν έχεις (π.χ.) καρκίνο μπορεί να περιμένεις πολλούς μήνες για διάγνωση και ακόμη περισσότερους για θεραπεία; Γνωρίζουμε πόσο χρονοβόρο είναι να δεις τον γιατρό σου και πόσο δύσκολο είναι να τον πείσεις να σου δώσει ένα παραπεμπτικό για εξετάσεις; Γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνο είναι να περπατάς βράδυ σε αρκετές γειτονιές του Λονδίνου; Έχουμε περιμένει δύο ώρες σε αναμονή για να μιλήσουμε με το καφκικό σύστημα των φορολογικών αρχών μόνο και μόνο για να μας κλείσει το τηλέφωνο ο υπάλληλος μόλις το σηκώσει; Έχουμε προσπαθήσει να βγάλουμε άκρη με παρόχους υπηρεσιών που δεν έχουν καταστήματα ή άλλους τρόπους επικοινωνίας; Έχουμε συνομιλήσει με γονείς εφήβων για να αντιληφθούμε ότι οι νέες γενιές στη Βρετανία ουσιαστικά μεγαλώνουν μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα; Αντιλαμβανόμαστε ότι σε λίγα χρόνια θα περνάμε πολύ περισσότερο χρόνο στο μετασύμπαν, σαν μπαταρίες παροχής κέρδους για τον κάθε Ζούκερμπεργκ και τον Μπέζος, αντί στον δημόσιο χώρο; Έχουμε παρατηρήσει ότι τα βρετανικά ΜΜΕ και η κοινωνία ασχολούνται, εδώ και χρόνια, με ανόητα, ανούσια θέματα, με ασκήσεις προβολής αρετής (virtue signalling) και ηθικούς πανικούς, ενώ η χώρα πλήττεται από το Μπρέξιτ, η Κίνα διεισδύει στη Δύση, ο πλανήτης καίγεται, και η Ευρώπη είναι στο κατώφλι πολέμου; Έχουμε βιώσει την έλλειψη σεβασμού στον δημόσιο χώρο; Αντιλαμβανόμαστε το επιστημολογικό χάσμα και την κρίση προσοχής (attention crisis) στα οποία βρίσκεται η Δύση, με τον μισό πληθυσμό να προσλαμβάνει μια διαφορετική πραγματικότητα απ’ ό,τι ο άλλος μισός, και εν τέλει σχεδόν τους πάντες να ιδιωτεύουν και να επιλέγουν τη διαφυγή της καλοπέρασης απ’ ό,τι την επίπονη απαίτηση της κοινωνικής αλλαγής;
Ο πρωθυπουργός έχει δίκιο στην ουσία της παρατήρησής του: η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα είναι καλύτερη απ’ ό,τι (συνήθως) νομίζουμε, ενώ έχει βελτιωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια και έχει κάθε προοπτική βελτίωσης στο άμεσο μέλλον. Αδικεί όμως τον εαυτό του και την κυβέρνησή του όταν ισχυρίζεται ότι αυτό οφείλεται στις φοροελαφρύνσεις (αυτή η παροχοκεντρική αντίληψη όμως είναι κυρίαρχη εδώ και χρόνια στο πολιτικό σύστημα, και εμείς την ανεχόμαστε γιατί μας βολεύει).
Υποψιάζομαι, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, ότι η ψηφιοποίηση του κράτους και η δραστική ελάττωση της σουρεαλιστικής χαρτούρας και της τριτοκοσμικής αναμονής στα γκισέ των δημοσίων υπηρεσιών που κυριολεκτικά μάστιζαν την καθημερινότητα ολόκληρων γενεών αποτελούν ασύγκριτα σημαντικότερο κίνητρο επιστροφής, απ’ ό,τι κάποιες φοροελαφρύνσεις που για τα δεδομένα των μισθών του εξωτερικού, και της μείωσης του εισοδήματος που θα αντιμετώπιζε κάποιος που επιστρέφει, είναι αμελητέες.
Αυτό που όμως με στεναχωρεί περισσότερο στη συζήτηση για την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα είναι το ότι δεν συνειδητοποιούμε τον δικό μας ρόλο. Ίσως πιο σημαντικό πρόβλημα απ’ την κατάσταση στα πανεπιστήμια ή τα νοσοκομεία να είναι η αντίληψη, η κοσμοθεωρία μας∙ αυτή η τόσο αποπνικτική κυρίαρχη κουλτούρα της υποταγής και της σύμβασης, που σκοτώνει την ποικιλομορφία και μεταθέτει μονίμως το πρόβλημα από το «εγώ» στο «αυτοί».
Παρατηρώ συχνά φίλους που με επισκέπτονται από την Ελλάδα στο Λονδίνο, με το που πατάνε το πόδι τους στην Αγγλία να θαυμάζουν την πειθαρχία του κόσμου, την καθαριότητα, την ευγένεια, τους τρόπους, και να κριτικάρουν ασταμάτητα την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα τους ξενίζουν οι ατομικές συμπεριφορές που υποστηρίζουν και συντηρούν αυτόν τον διαφορετικό τρόπο ζωής, και ενώ οι ίδιοι συνεχίζουν να αναπαράγουν συμπεριφορές που προκαλούν το πρόβλημα. Μας αρέσει η ησυχία στο μετρό αλλά δεν σκεφτόμαστε ότι αυτή βασίζεται στο να μη μιλάμε δυνατά ούτε εμείς. Μας αρέσει που η οδήγηση είναι ασφαλής, αλλά μας ξενίζουν τα τσουχτερά πρόστιμα και οι κάμερες που σου στέλνουν αυτομάτως την κλήση σπίτι σου. Μας αρέσει η ευγένεια αλλά εμείς δεν μάθαμε ποτέ να λέμε «ευχαριστώ», «παρακαλώ», «συγγνώμη», ενώ αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που μας εξυπηρετούν σαν υποτακτικούς. Μας αρέσει που το εργασιακό περιβάλλον είναι αξιοκρατικό, αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε για να χώσουμε τους γνωστούς μας. Νομίζουμε ότι το σύστημα θα εξακολουθήσει να είναι όπως το θέλουμε, ακόμη κι αν εμείς συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε χωρίς ευθύνη.
Μια επιφανειακή ανάγνωση αυτού του φαινομένου θα ήταν ότι υποδηλώνει ασέβεια. Στην ουσία όμως υποδηλώνει κάτι άλλο: ανασφάλεια και απουσία αντίληψης της ισχύος μας. Θεωρούμε ότι είμαστε ανίσχυρα πιόνια σε ένα τεράστιο σύστημα. Και επειδή ακριβώς δεν συνειδητοποιούμε τη θετική ή αρνητική ισχύ της δικής μας, ατομικής, πράξης, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθήσουμε για το καλύτερο (ή ότι δεν θα χαθεί και ο κόσμος αν επιλέξουμε το χειρότερο). Επί της ουσίας δεν είμαστε κακοί άνθρωποι, αλλά κακοί «επιστήμονες»: κακοί αναγνώστες και ερμηνευτές της πραγματικότητας. Αυτό δεν λύνεται με φοροελαφρύνσεις.
Πηγή: athensvoice.gr