Του Γιώργου Σεφερτζή*
Με μοναδική ίσως εξαίρεση την οριακή επανεκλογή Σημίτη το 2000, τις εκλογικές αναμετρήσεις της ύστερης Μεταπολίτευσης έκρινε πάντα η λεγάμενη αρνητική ψήφος. Αντιδεξιά εν πρώτοις. Αντιμνημονιακή εν συνεχεία. Το κύμα της τελευταίας ιππεύοντας ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία το 2015. Με τη δυναμική του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου η ΝΔ τον διαδέχτηκε το 2019.
Το ερώτημα είναι αν από μια αντίστοιχη δυναμική κριθεί και η αγνώστου χρόνου και λοιπών χαρακτηριστικών στοιχείων επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα διεξαχθεί σε ένα πολωτικό περιβάλλον και με την πολιτική οξύτητα να διαχέεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Πλην όμως υπάρχουν δυόμισι νέα δεδομένα που μεταβάλλουν ήδη τους όρους του κομματικού ανταγωνισμού.
Το μισό είναι η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού που σε περίπτωση οριακής αναμέτρησης ενδέχεται να κάνει τη μεγάλη διαφορά. Από τα δύο άλλα το πρώτο είναι η ενισχυόμενη προσώρας παρουσία του ΚΙΝΑΛ στον ενδιάμεσο χώρο. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει κάθε λόγο να υπολογίζει ότι, υπό προϋποθέσεις, θα είναι ο κερδισμένος της σύγκρουσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων του σημερινού ατελούς δικομματισμού. Προς το μέρος του λογικά θα κατευθυνθούν οι απωθούμενοι από την ακραία αντιπαράθεση ψηφοφόροι. Πολύ δε περισσότερο που η ιδέα σχηματισμού μιας κυβέρνησης συνεργασίας ούτε ξένη τούς είναι ούτε απωθητική. Γι’ αυτό και η επιμονή του κυβερνώντος κόμματος στη στρατηγική της αυτοδυναμίας ίσως αποδειχθεί το μεγάλο λάθος-παγίδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, επενδύοντας στις προτιμήσεις της καταρχήν τασσόμενης υπέρ των μονοκομματικών και άρα σταθερότερων κυβερνήσεων πλειοψηφίας. Το δεύτερο νέο δεδομένο είναι ακριβώς ότι η όποια πλειοψηφία θα είναι αυτή τη φορά σχετική, αφού οι πρώτες από τις μάλλον υποχρεωτικά διπλές επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, θα μπορέσει υπό αυτές τις συνθήκες να κρατήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, χάρη στο οποίο ο Πρωθυπουργός κυριάρχησε υποστηριζόμενος από τους κατά τεκμήριο αντιδεξιούς κεντρώους;
Εξαρτάται από τρεις κυρίως παραμέτρους. Είναι αυτές που κάνουν σύνθετη την εξίσωση με την οποία θα απαντηθεί το «δίλημμα της διακυβέρνησης».
Η πρώτη είναι η παράμετρος συγκυρία. Η κυβέρνηση μπορεί, ως έναν βαθμό, να την ελέγξει επιλέγοντας τον κατάλληλο πολιτικό χρόνο στησίματος των πρώτων καλπών. Κανείς, ωστόσο, δεν εγγυάται ότι θα μπορέσει να διατηρήσει μέχρι τέλους τον έλεγχο των εξελίξεων. Η ρευστότητα είναι τέτοια και η αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα τόσο μεγάλη που όχι μόνο κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι πρόκειται να συμβεί στο μεσοδιάστημα και πόσα ακόμα επεισόδια τύπου Δούκα – Λιβανού θα παιχτούν, αλλά και τι, από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέχρι τη διαμόρφωση των τιμών καταναλωτή, θα βαρύνει περισσότερο ως κριτήριο προσδιορισμού και του δείκτη εμπιστοσύνης προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η δεύτερη παράμετρος είναι αυτή της κοινωνικής ψυχολογίας. Αν η τελευταία γίνει και πάλι αρνητική, κινούμενη στον αστερισμό του «πάμε γι’ άλλα», το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δύσκολα θα αντέξει. Όχι γιατί θα νοσταλγήσει κανείς την «πρώτη φορά Αριστερά». Αλλά γιατί πολλοί θα θυμηθούν τη διάσημη πια τηλεοπτική αποστροφή περί των ωραίων ημερών της «Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης».
Η τρίτη παράμετρος είναι περισσότερο στρατηγική. Αφορά το ύψος των ποσοστών των ψηφοφόρων που είτε θα προτιμήσουν την αποχή είτε θα αποφασίσουν να επιλέξουν ως βέλτιστο το λιγότερο κακό. Πρώτον, για την τσέπη τους. Δεύτερον, για την πατρίδα τους και το μέλλον της.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο των κομματικών επιτελών! Θα χρειαστούν πολύ θάρρος, φαντασία και ενσυναίσθηση για να φέρουν το εκλογικό διακύβευμα στα μέτρα τους.
*επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής