Η βασική ομοιότητα ανάμεσα στις δύο κρίσεις αφορά στο ότι η μία από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές θεωρεί, για διαφορετικούς λόγους, «υπαρξιακό ζήτημα» την αποτροπή των κινήσεων της άλλης. Τότε ήταν οι ΗΠΑ, σήμερα η Ρωσία.
Κάπου εκεί όμως τελειώνουν οι ομοιότητες και αρχίζουν οι διαφορές.
Στην κρίση των πυραύλων του 1962, αποκλειστικά εμπλεκόμενες ήταν οι δύο αδιαφιλονίκητες υπερδυνάμεις της εποχής, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση. Στην τρέχουσα κρίση, το σκηνικό είναι πολύ πιο σύνθετο. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, αφού η Ουκρανία βρίσκεται στην Ευρώπη, ενώ ο κόσμος έχει πάψει να ορίζεται από δύο «πόλους ισχύος».
Το πιο σημαντικό, σήμερα δεύτερη υπερδύναμη δεν είναι η Ρωσία αλλά η Κίνα, που δεν εμπλέκεται άμεσα στην ουκρανική ένταση, υποστηρίζει όμως τις θέσεις της Ρωσίας και αποτελεί υπό μία έννοια τον κρυφό άσο της!
Η αμερικανική υπερέκταση
Το πρώτο γεγονός λοιπόν που αναδύεται στην επιφάνεια από την ουκρανική κρίση είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται απέναντι σε τουλάχιστον δύο μεγάλους αντιπάλους, την Κίνα και τη Ρωσία, με αυτή τη σειρά κατά την αμερικανική ιεράρχηση, και ότι στην πράξη, η πάλαι ποτέ μοναδική υπερδύναμη δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να κινηθεί με άνεση απέναντι στις λιγότερο ή περισσότερο συντονισμένες επιδιώξεις τους.
Για την ακρίβεια, η αμερικανική γεωπολιτική αντίληψη βρίσκεται μπροστά στην παράδοξη επανεμφάνιση, στην ίδια περιοχή, των όσων έζησε το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας από τους Ρώσους. Τότε, όπως και τώρα, αφού οι ΗΠΑ κατέστησαν σαφές ότι επιδιώκουν τη στροφή του αμυντικού τους επικέντρου προς τον Ειρηνικό και την Κίνα, ήρθε ένας «αιφνιδιασμός» στην Ευρώπη να τους «θυμίσει» ότι οι σύμμαχοί τους στη Γηραιά Ήπειρο δεν μπορούν να σταθούν μόνοι τους απέναντι στη Ρωσία, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η επιχειρηματολογία της Ρωσίας είναι προσχηματική, για δεύτερη φορά ο Πούτιν έρχεται μέσω Ουκρανίας να δείξει στους Αμερικανούς ότι δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν από την Ευρώπη και ότι στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει «στροφή εναντίον της Κίνας», ενόσω οι ΗΠΑ εμπλέκονται κυρίαρχα και στην ευρωπαϊκή άμυνα.
Κάτι που ωφελεί βεβαίως άμεσα και ουσιαστικά τους Κινέζους, καθώς είναι πλέον γνωστό ότι οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν τη στρατιωτική υπεροπλία για να διεκδικήσουν τη νίκη σε δύο μεγάλα μέτωπα εκ παραλλήλου. Με μια φράση, οι ΗΠΑ μάλλον βρίσκονται σήμερα σε υπερέκταση της επιδιωκόμενης επιρροής τους, σε σχέση με τις γεωπολιτικές τους δυνατότητες.
Τα τρωτά σημεία της ευρωπαϊκής άμυνας
Το δεύτερο γεγονός αφορά τη δυσκολία συντονισμού της ευρωπαϊκής άμυνας μέσα από τρία διαφορετικά «εργαλεία», το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις διμερείς σχέσεις σε επίπεδο ισχυρών κρατών, απέναντι σε μια κρίση όπως η ουκρανική. Κάτι που εκμεταλλεύεται και θα συνεχίσει βέβαια να εκμεταλλεύεται η Ρωσία του Πούτιν.
H πολυφωνία και η διάσταση συμφερόντων είναι απολύτως υπαρκτή, τόσο σε σχέση με τις ΗΠΑ όσο και σε σύγκριση μεταξύ των ίδιων των ευρωπαϊκών κρατών, ανάλογα και με τη γεωγραφική τους θέση, το ύψος των συναλλαγών με τη Ρωσία και την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Κάτι ακόμη που καθίσταται απόλυτα ευδιάκριτο είναι ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι διατεθειμένες να στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία, παρά μόνο να την εξοπλίσουν (κι αυτό εν πολλοίς αφού της επιτεθεί ξανά η Ρωσία) και να λάβουν οικονομικές κυρώσεις.
Η αποτελεσματικότητα των τελευταίων όμως αμφισβητείται από πολλούς ειδικούς. Διότι όσο αυξάνεται η διασύνδεση οικονομικών συμφερόντων τόσο δυσκολότερη γίνεται η επιβολή σκληρότατων κυρώσεων, χωρίς ζημία και για εκείνους που τις επιβάλλουν ή τις αποδέχονται, ενώ η Ρωσία μετά από χρόνια προστριβών, έχει λάβει σοβαρά μέτρα για να περιορίσει τις επιπτώσεις τους.
Εν ολίγοις, έχει καταστεί σαφές ότι η Δύση προτιμά μια αναίμακτη -για εκείνη- λύση, ακόμη κι αν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία (δεδομένου και ότι η τελευταία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, άρα δεν υπάρχει σχετική συμβατική υποχρέωση), κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τον υπόλοιπο κόσμο.
Όπως εξίσου σαφές είναι ότι κύριος συνομιλητής του Πούτιν είναι οι ΗΠΑ, καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, παρότι δύο εξ αυτών διαθέτουν και πυρηνικά όπλα (Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία), χωρίς κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, δεν έχουν το απαιτούμενο ειδικό βάρος, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά. Στη γεωπολιτική, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ένας χάρτινος τίγρης. Κι αυτό, αν αλλάξει ποτέ, δεν πρόκειται να αλλάξει σύντομα.
Τα σενάρια για το πιθανό αποτέλεσμα
Είναι ασφαλώς παρακινδυνευμένο να εξετάζονται σενάρια σε μια κρίση πολυσύνθετη, καθώς είναι γνωστό από το παρελθόν ότι οι εξελίξεις εξαρτώνται συχνά από τυχαία γεγονότα, πρωτοβουλίες τοπικών συμφερόντων, παρερμηνείες και «ατυχήματα» επί του πεδίου.
Ωστόσο η πλειονότητα των ειδικών εκτιμά πως μια εκτεταμένη ρωσική εισβολή, με στόχο π.χ. την κατάληψη της Ουκρανίας, πρέπει να θεωρείται απίθανη. Αρκετοί ωστόσο αναμένουν είτε μια ανάφλεξη περιορισμένη χρονικά και τοπικά, πιθανώς με στόχο την εδραίωση επικοινωνίας μεταξύ της Κριμαίας και των «ανεξάρτητων» περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας, είτε την προσπάθεια ανατροπής του σημερινού καθεστώτος μέσα και από χειρουργικές στρατιωτικές ενέργειες. Πιθανή επίσης θεωρείται και η αναγνώριση από τη Ρωσία της ανεξαρτησίας των ρωσόφωνων περιοχών του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ.
Εξίσου, αν όχι και περισσότερο, πιθανό κατά την άποψη του υπογράφοντος και αρκετών ειδικών είναι ότι η Ρωσία θα αρκεστεί στη «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας, μέσα και από μια θετική για εκείνην ερμηνεία των συμφωνιών του Μινσκ, θέτοντας έτσι σε εφαρμογή την έμμεση αποδοχή των «ζωνών επιρροής» στην Ευρώπη.
Στην πράξη, η Ρωσία έχει ήδη επιτύχει ως ένα βαθμό τους στόχους της. Παρότι σε ένα θετικό σενάριο εκτόνωσης της κρίσης χωρίς περιπέτειες, όλοι θα υποστηρίξουν πως βγήκαν κερδισμένοι, η «ατζέντα» της Ρωσίας βρέθηκε δυναμικά στο προσκήνιο, δείχνοντας ότι τα συμφέροντά της δεν μπορεί να αγνοηθούν, ενώ αναδείχθηκε το πόσο ευάλωτη παραμένει η Ευρώπη, κυρίως με δική της υπαιτιότητα, τόσο στον ενεργειακό όσο και στον αμυντικό τομέα.
Το ερώτημα τώρα είναι αν εξαιτίας αυτής της εύκολης αλλά περιορισμένης «νίκης», έχει ανοίξει η όρεξη του Πούτιν για σημαντικότερες διεκδικήσεις, κι αν αυτό θα αποβεί δίκοπο μαχαίρι.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εμείς στην Ελλάδα αλλά και οι ανά τον κόσμο ανεπτυγμένες δημοκρατίες θα πρέπει να κρατήσουμε ορισμένα διδάγματα. Σε σχέση όχι μόνο με την αντίδραση των ξένων παραγόντων αλλά και στην ολοένα και περισσότερο επανεμφανιζόμενη σημασία της λεγόμενης «σκληρής ισχύος», αυτής των όπλων, ως εργαλείου των λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικών καθεστώτων.
Η κατοχή επαρκών όπλων αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή αμυντική συνθήκη, όταν ο αντίπαλος έχει σημαντικά μεγαλύτερη προθυμία χρήσης τους.
ΥΓ: Οι εξελίξεις τρέχουν γρήγορα. Δύο μόλις μέρες μετά τη συγγραφή του ανωτέρω σχολίου, ο Πούτιν προχώρησε στην υλοποίηση ενός από τα πιθανά σενάρια που αναφέρθηκαν. Αναγνώρισε την ανεξαρτησία των εδαφών που κατέχουν οι αυτονομιστές στο Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ, ενώ έστειλε και στρατεύματα στις περιοχές τους. Το ερώτημα τώρα αφορά την επόμενη κίνηση του.
Θα αρκεστεί σε αυτό ο ηγέτης της Ρωσίας, κατά κανόνα προσεκτικός και στυγνός υπολογιστής στη χρήση ένοπλης βίας; ή θα διεκδικήσει τα -διπλάσια σε έκταση- εδάφη που οι αυτονομιστές θεωρούν «δικά τους» αλλά ελέγχονται από τον στρατό της Ουκρανίας; Θα θελήσει να δημιουργήσει μια ζώνη χερσαίας επικοινωνίας, ανάμεσα στην προσαρτημένη από τη Ρωσία Κριμαία κι αυτές τις περιοχές;
Η απάντηση είναι ότι εξαρτάται από το πως θα ερμηνεύσει τις αντιδράσεις της Δύσης, με δεδομένο ότι κύρια προτεραιότητα του δεν είναι η προσάρτηση εδαφών, αλλά η μεταβολή των γεωστρατηγικών συνθηκών στην Ευρώπη, η ανακοπή της προέλασης του ΝΑΤΟ στα σύνορα του και η όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρη αναγνώριση μιας γεωγραφικής σφαίρας ρωσικής επιρροής, στην Ευρώπη, ώστε να διασφαλίσει και το “στρατηγικό βάθος” της χώρας του.
Η πρωτοβουλία κινήσεων παραμένει στα χέρια του, κι αυτό είναι αναμενόμενο καθώς στη συγκεκριμένη διεθνή συγκυρία, δεδομένης της εγγύτητας της Ουκρανίας στη Ρωσία και της στρατιωτικής υπεροχής της στην ευρύτερη περιοχή, διαθέτει γενικώς το κοινώς λεγόμενο «πάνω χέρι».
Πηγή: euro2day.gr