Η Ευρώπη απέναντι στην κρίση… Του Γιάννο Παπαντωνίου

320

Του Γιάννο Παπαντωνίου

Σχόλιο για τον πόλεμο στην Ουκρανία μετά την εισβολή της Ρωσίας, τα νέα δεδομένα για την Ευρώπη, τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις αντιδράσεις των κρατών.

Η ουκρανική κρίση έχει θέσει σε δοκιμασία το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα και, ιδιαίτερα, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απειλή κατά της ειρήνης είναι απροκάλυπτη και αναπτύσσεται με τη συνεχή αύξηση της ρωσικής επιθετικότητας, αλλά και μια ασύστολη πολεμική ρητορική που περιλαμβάνει και ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών όπλων. Ο πόλεμος έχει προκαλέσει μείζονα ανθρωπιστική κρίση, που εξελίσσεται σε τραγωδία. Περισσότεροι από 13.000 χιλιάδες Ουκρανοί είναι νεκροί, μεταξύ τους περίπου 3.300 πολίτες, ενώ τεράστιες υλικές καταστροφές προκαλούν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού. Ήδη 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν διαφύγει στο εξωτερικό.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο η ρωσική εισβολή αποτελεί βάναυση παραβίαση της διεθνούς έννομης τάξης, καταπατώντας θεμελιώδεις αρχές όπως τον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Η διεθνής κοινότητα έχει κινητοποιηθεί για τον τερματισμό των εχθροπραξιών και την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφος της Ουκρανίας. Αυστηρές οικονομικές κυρώσεις έχουν επιβληθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΕ, ενώ η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε περίπου ομόφωνα, με ψήφους 141 έναντι 5  (και 35 αποχές),  τη Ρωσία.

Η εισβολή εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο του Βλαντιμίρ Πούτιν για «μεγάλη Ρωσία», που θα προσεγγίζει σε μέγεθος και επιρροή το σοβιετικό μπλοκ – και σε κάποιο βαθμό την παλιά Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο Πούτιν δεν φαίνεται διατεθειμένος να υποχωρήσει από τα δύο κεντρικά του αιτήματα, (α) την κατοχύρωση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία – που είναι ήδη κατειλημμένη – και την προσάρτηση των ρωσόφωνων περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας, και (β) την αποστρατιωτικοποίηση και «ουδετεροποίηση» του απομένοντος ουκρανικού κράτους. Στόχος είναι ο εδαφικός ακρωτηριασμός και η μετατροπή του σε περίκλειστο κράτος χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα και κυρίως χωρίς μέσα να αμυνθεί, προς όφελος της Ρωσίας. Επιμονή σε αυτούς τους όρους δεν είναι συμβατή με γρήγορο τερματισμό της κρίσης. Οι Ουκρανοί, έχοντας ήδη υποστεί μεγάλες θυσίες, δεν θα εγκαταλείψουν τον αγώνα για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία τους – εκτός αν υποστούν συντριπτική ήττα.

Οι οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ισοδυναμούν με πλήρη χρηματοοικονομικό αποκλεισμό της Ρωσίας. Το ρούβλι έχασε το 30% της αξίας του την περασμένη βδομάδα – λόγω του παγώματος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας ύψους περίπου 600 δις δολαρίων – ενώ το ΑΕΠ της Ρωσίας αναμένεται να σημειώσει πτώση της τάξης του 35% το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Ήδη, η αποκοπή ρωσικών τραπεζών από το παγκόσμιο σύστημα συναλλαγματικών συναλλαγών SWIFT έχει προκαλέσει συνωστισμό στα ATMγια την προμήθεια ρευστών. Η προοπτική χρεοκοπίας τραπεζών ή και της ίδιας της χώρας διαφαίνεται πλέον στον ορίζοντα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε το κόστος της στρατιωτικής επιχείρησης θα αγγίξει τις φθίνουσες χρηματοδοτικές δυνατότητες της Ρωσίας, ώστε ο Πούτιν να οδηγηθεί στον τερματισμό του πολέμου και την έναρξη διαπραγματεύσεων πριν συντελεστεί η ολοκληρωτική καταστροφή της Ουκρανίας. Οι δύο πλευρές  έχουν αρχίσει να συνομιλούν, χωρίς να σημειώνεται απτή πρόοδος. Στις αποφάσεις του Πούτιν θα βαρύνει η στάση του στρατιωτικού κατεστημένου καθώς και των οικονομικών ολιγαρχών, που πλήττονται από τις κυρώσεις. Σε περίπτωση εσωτερικής διάστασης απόψεων, υπάρχει το ενδεχόμενο – που δύσκολα αξιολογείται – να εξαναγκαστεί ο Πούτιν να αποχωρήσει ώστε να μεθοδευτεί η αντικατάστασή του.

Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε μετά την τελευταία τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρώσο πρόεδρο ότι «τα χειρότερα έρχονται». Για την αποτροπή αυτής της δραματικής εξέλιξης έχουν σημασία, πέρα από την κλιμάκωση των κυρώσεων, και οι διπλωματικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ρόλος της ΕΕ πρέπει να είναι ενεργός, δεδομένου ότι η Ουκρανία ανήκει στην Ευρώπη και μάλιστα προσβλέπει να ενταχθεί στην Ένωση, ενώ στενές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις συνδέουν την ΕΕ με τη Ρωσία, που επίσης είναι πρωτευόντως ευρωπαϊκή δύναμη. Αν η Ευρώπη αναπτύξει συλλογικά και αποφασιστικά την επιρροή της, θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στην ειρηνική διευθέτηση της κρίσης. Το πρόβλημα είναι ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει τελματώσει. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η δημιουργία της Ευρωζώνης είναι το τελευταίο ενοποιητικό επίτευγμα που, και αυτό, παραμένει ημιτελές χωρίς το σκέλος της δημοσιονομικής ένωσης. Κυρίως, όμως, δεν έχει υπάρξει αξιόλογη πρόοδος στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, που είναι καθοριστικός για την εξεύρεση πολιτικής λύσης στην κρίση.

Οι μέχρι σήμερα απόπειρες για τη δημιουργία κοινών δομών εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής έχουν προσκρούσει σε δύο μεγάλα εμπόδια. Το πρώτο είναι η ανάγκη ομοφωνίας για σημαντικά θέματα στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών, που στην πράξη το αδρανοποιεί ως φορέα άσκησης πολιτικής. Προς το παρόν η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική ασκείται με πρωτοβουλία των σημαντικότερων εταίρων, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Θετική εξέλιξη αποτέλεσε η δημιουργία της θέσης του Υψηλού Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, όπως τελικά διαμορφώθηκε με την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2009. Ο Υψηλός Εκπρόσωπος, σήμερα ο Γιοσέπ Μπορέλ, θεωρείται de facto ο Υπουργός Εξωτερικών της ΕΕ και λειτουργεί ως κεντρικός συντονιστής των εξωτερικών υπηρεσιών και, γενικότερα, των δραστηριοτήτων εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης ασκώντας καθήκοντα προέδρου του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών.

Όμως, η σύσταση αυτής της θέσης δεν συνοδεύτηκε από διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, που συνεχίζουν να αποφασίζονται σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες ομοφωνίας. Η χρησιμότητα του νέου θεσμού εξαντλείται στην εξασφάλιση καλύτερης διαλειτουργικότητας στην προβολή των ευρωπαϊκών θέσεων για τον περιορισμένο αριθμό θεμάτων όπου έχει επιτευχθεί συμφωνία.

Το δεύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη κοινής πολιτικής ασφάλειας αναφέρεται στην απροθυμία των περισσότερων κρατών-μελών να συγκροτήσουν κοινές δομές άμυνας και να τις στηρίξουν με τα αναγκαία μέσα. Η εκδήλωση της κρίσης στην Ουκρανία με τη ρωσική εισβολή άλλαξε ριζικά τα δεδομένα στο αμυντικό πεδίο. Η αλλαγή εκδηλώθηκε με τις δεσμεύσεις του νέου Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς για μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών μέσω δημιουργίας ειδικού ταμείου ύψους 100 δις ευρώ και, ταυτόχρονα, αύξησης του ποσοστού των ετήσιων αμυντικών δαπανών στο ΑΕΠ σε τουλάχιστον 2%.Παράλληλα καταργήθηκε η απαγόρευση αποστολής στο εξωτερικό – συγκεκριμένα στην Ουκρανία -οπλικών συστημάτων. Στα ζητήματα αυτά η Γερμανία κρατούσε σθεναρά αρνητική στάση επί πολλές δεκαετίες. Η μεγάλη αυτή ανατροπή αντανακλά την αναγνώριση υπαρκτού πλέον κινδύνου ασφάλειας για την ευρωπαϊκή ήπειρο από την πλευρά της Ρωσίας. Η απόφαση αναστολής της λειτουργίας του αγωγού NordStream 2 που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία για τη μεταφορά φυσικού αερίου ενισχύει την αξιοπιστία αυτής της μεταστροφής.

Η νέα γερμανική προσέγγιση σηματοδοτεί μια γενικότερη αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας. Το ισχύον πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας προσδιορίζεται από τη Διαρκή Δομική Συνεργασία, ένα σχήμα που επιτρέπει την συνέργεια των αμυντικών δομών των κρατών-μελών της ΕΕ για την πραγματοποίηση κοινών στρατιωτικών αποστολών, κυρίως για ειρηνευτικούς σκοπούς. Η αναγνώριση της ρωσικής απειλής αναμένεται να οδηγήσει σε διεύρυνση των στόχων της συνεργασίας και σε νέες δεσμεύσεις για αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών.

Προϋπόθεση για την ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας είναι ο περιορισμός του δικαιώματος βέτο στις αποφάσεις του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών. Αυτή η κίνηση, σε συνδυασμό με  υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, θα συμβάλει αποφασιστικά στην επίτευξη αυτού που ο Εμανουέλ Μακρόν έχει αποκαλέσει «στρατηγική αυτονομία», με στόχο την πληρέστερη κάλυψη της ευρωπαϊκής ασφάλειας και την αποτελεσματικότερη προστασία των κοινών συμφερόντων σε παγκόσμια κλίμακα.

Η αντιμετώπιση της ουκρανικής κρίσης μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη μιας περισσότερο ενωμένης και ισχυρής Ευρώπης, που θα ασκεί επιρροή ανάλογη με την οικονομική της δύναμη και σύμφωνα με τις αρχές και αξίες της.

Πηγή: athensvoice.gr