Η έλευση τα επόμενα έτη σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σε συνδυασμό με το νέο ΕΣΠΑ και την ΚΑΠ, αποτελούν μια ευκαιρία ιστορικών διαστάσεων όχι μόνο για να καλύψουν πλήρως το υπερδεκαετές επενδυτικό κενό, αν κατευθυνθούν εξ ολοκλήρου σε επενδύσεις, αλλά επιπλέον να επιδιωχθεί μια ανακατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα της δώσει διαρκή και διατηρήσιμη ώθηση για τις επόμενες δεκαετίες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί η μέγιστη στρατηγική στόχευση στη διάθεση αυτών των πόρων, αλλά και γενικότερα στην επενδυτική πολιτική της χώρας. Η στρατηγική αυτή στόχευση οφείλει να περιλαμβάνει πρώτα από όλα την εστίαση στους κλάδους εντάσεως εργασίας. Την παροχή, δηλαδή, σχετικά υψηλότερης προτεραιότητας και ισχυρότερων κινήτρων στις επενδύσεις σε επιχειρηματικές δραστηριότητες που στηρίζονται δηλαδή συγκριτικά περισσότερο στην εργασία έναντι των υπόλοιπων συντελεστών παραγωγής. Έτσι, κάθε μονάδα επιπλέον φυσικού κεφαλαίου θα δημιουργεί περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, απομειώνοντας γρηγορότερα το απόθεμα αναξιοποίητου πόρου που ονομάζεται ανεργία. Επίσης, χρειάζεται ειδική μέριμνα για τη σχετικά μεγαλύτερη τόνωση των επενδύσεων που θα συνεισφέρουν περισσότερο στην ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Οι σημαντικές ευκαιρίες και οι προκλήσεις του μέλλοντος για την ελληνική οικονομία δεν έρχονται χωρίς αντίστοιχα σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες. Πρώτα από όλα, η πανδημία δεν έχει τελειώσει· και παρά την παρατηρούμενη φθίνουσα επίπτωση που έχει στις οικονομίες όλου του κόσμου, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Δεύτερον, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης αλλά και άλλων ανεξάρτητων παραγόντων προέκυψε μετά τα μέσα του 2021 μια εκρηκτική άνοδος των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με αμφιβολίες για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Η ενέργεια είναι ένα πρακτικά αναντικατάστατο ενδιάμεσο αγαθό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή όλων των υπόλοιπων αγαθών και συνεπώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως το “ψωμί της οικονομίας”. Η διατήρηση υψηλών ποσοστών ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα επιβάλλει τη λήψη στοχευμένων μέτρων ενίσχυσης των ευάλωτων “τελικών καταναλωτών” της. Όμως τα μέτρα αυτά έχουν μειωμένο όφελος, διότι δεν μπορούν να προστατέψουν τα αδύναμα νοικοκυριά από τις έμμεσες επιδράσεις της ενεργειακής κρίσης. Καθώς το κόστος της ενέργειας υπεισέρχεται σε όλους τους κρίκους κάθε αλυσίδας αξίας, οι τεράστιες αυξήσεις της τιμής του αναπόφευκτα μετακυλίονται στην τιμή όλων των τελικών και ενδιάμεσων αγαθών. Τίθεται, επομένως, η ανάγκη για τον γενικότερο περιορισμό της “μετάδοσης” του “ιού” του υπέρογκου ενεργειακού κόστους μεταξύ των ιστών της οικονομίας, και ιδιαίτερα της παραγωγικής οικονομίας.
Τρίτον, η έκρηξη του κόστους της ενέργειας ενισχύθηκε με επιπλέον πληθωριστικούς παράγοντες που οδήγησαν στην εκτόξευση του πληθωρισμού παγκοσμίως. Παρά το γεγονός ότι ένα ήπιο ύψος πληθωρισμού, 2-3%, θα είχε μάλλον ευεργετικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία, η οποία διατηρεί πρακτικά σταθερό επίπεδο τιμών μετά το 2011, το υπερβολικό ύψος του τρέχοντος πληθωρισμού σε Ελλάδα και Ευρωζώνη ενέχει επιπλέον κινδύνους, πέρα των προκλήσεων που δημιουργεί στο πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων. Η ελληνική οικονομία δυσκολεύεται να καταστεί πιο ανταγωνιστική σε πραγματικούς όρους, το οποίο συνεπάγεται τη μεγάλη ανάγκη ο πληθωρισμός στην Ελλάδα να παραμείνει χαμηλότερα του μέσου πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Το υψηλό επίπεδο πληθωρισμού γενικά στην Ευρωζώνη, όμως, επιφέρει πιέσεις στην ΕΚΤ να μετριάσει ή και να αναστείλει πλήρως τη σαφώς επεκτατική νομισματική πολιτική που ακολουθεί τα τελευταία έτη. Αυτό θα είχε προφανείς αρνητικές συνέπειες στους ρυθμούς ανάπτυξης όλων των οικονομιών του ευρώ, αλλά για την Ελλάδα θα προκύπτουν επιπλέον προβλήματα από την άνοδο των ζητούμενων αποδόσεων του χρέους της, ενόσω μάλιστα η χώρα μας κινδυνεύει να μην προλάβει να συμμετάσχει στο κανονικό QE της ΕΚΤ όσο αυτό είναι ακόμα σε ισχύ.
Τέλος, μια σειρά από παράγοντες, όπως η πανδημία και η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επέβαλαν τη σημαντική αύξηση των δημόσιων δαπανών που σε συνδυασμό με την περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα και τα μειωμένα δημόσια έσοδα, οδήγησαν στην αναπόφευκτη αύξηση του δημόσιου χρέους. Το μεγάλο ύψος του ελληνικού χρέους αφενός αυξάνει την επικινδυνότητα της μεταστροφής της πολιτικής της ΕΚΤ, προς υψηλότερα επιτόκια και αναστολή ή περιορισμό των αγορών κρατικών χρεογράφων, και αφετέρου αποτελεί έναν εγγενή κίνδυνο για την ελληνική οικονομία, που περιορίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές της. |