Έπειτα από σχεδόν έξι εβδομάδες πολέμου, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να διαφωνούν για το εάν θα έπρεπε η όχι να επιβάλουν κυρώσεις κατά των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου.
Όσο περνάει ο καιρός, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις βέβαια ενισχύονται και πλέον, ως φαίνεται, ετοιμάζονται να πλήξουν τις ρωσικές εξαγωγές άνθρακα και ενδεχομένως πετρελαίου.
Το ρωσικό φυσικό αέριο εξακολουθεί ωστόσο να παραμένει στο απυρόβλητο για μια σειρά από πολύ πρακτικούς λόγους, που έχουν να κάνουν με την εξάρτηση πολλών ευρωπαϊκών οικονομιών από αυτό.
Ο ιστοχώρος GZERO του Eurasia Group παρουσιάζει σε ανάλυσή του τα «υπέρ» και τα «κατά» της επιβολής κυρώσεων κατά του ρωσικού φυσικού αερίου.
Επιχειρήματα υπέρ των κυρώσεων
- Η κοινή γνώμη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάζεται να στηρίζει στην παρούσα φάση την υιοθέτηση μιας πιο σκληρής στάσης έναντι της Ρωσίας, πράγμα που ίσως να μην συνεχίσει για πολύ. Ακόμη και σε χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη ρωσική ενέργεια, οι πολίτες βλέπουν θετικά το ενδεχόμενο επιβολής εμπάργκο ή σημαντικών περιορισμών στις σχετικές εισαγωγές από τη Ρωσία. Το GZERO επικαλείται, για του λόγου το αληθές, σχετικές δημοσκοπήσεις από την Πολωνία και τη Γερμανία.
- Τέτοιου τύπου κυρώσεις θα μπορούσαν να πλήξουν τη ρωσική οικονομία και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η Ρωσία πουλά επί του παρόντος περί τα 400 εκατομμύρια ευρώ φυσικού αερίου ημερησίως στις χώρες της ΕΕ, με τα έσοδα από τις εν λόγω εξαγωγές να αντιστοιχούν περίπου στο 2% του ρωσικού ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, εάν οι συγκεκριμένες εξαγωγές κοπούν, τότε ο Πούτιν θα χάσει παράλληλα και τη δυνατότητα που έχει να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία.
- Εθνικά εμπάργκο θα μπορούσαν να προκαλέσουν ένα ντόμινο καθιστώντας πιο εύκολη και μαζική την επέκταση των κυρώσεων. Η ΕΕ έχει διαμηνύσει πως σχεδιάζει να περιορίσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία κατά 2/3 μέσα σε έναν χρόνο. Εάν, ωστόσο, κάποια από τα κράτη-μέλη της ΕΕ προχωρήσουν μεμονωμένα σε εθνικά εμπάργκο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Λιθουανίας, τότε αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ντόμινο κάνοντας και τις υπόλοιπες χώρες, τη Γερμανία και την Ιταλία για παράδειγμα που είναι και από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού φυσικού αερίου, να αναλάβουν δράση προς την ίδια κατεύθυνση πιο γρήγορα από όσο αρχικά αναμένετο.
- Μια τέτοια κίνηση θα αφαιρούσε μελλοντικά κάθε ενεργειακό διαπραγματευτικό χαρτί από τα χέρια της Ρωσίας. Η πλευρά Πούτιν γνωρίζει καλά πως οι Ευρωπαίοι τον έχουν κατά καιρούς απειλήσει με κυρώσεις τις οποίες όμως δεν έχουν υλοποιήσει. Εάν ωστόσο κάνουν κάποια στιγμή τις απειλές του πράξη, τότε τα δεδομένα του παιχνιδιού αυτομάτως αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και τα περιθώρια των ρωσικών εκβιασμών.
Επιχειρήματα κατά των κυρώσεων
- Θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις οικονομίες της ευρωζώνης σε ύφεση, προκαλώντας παράλληλα απώλειες πολλών θέσεων εργασίας. Και εάν αρχίσουν να χάνονται θέσεις εργασίας, τότε το πιο πιθανό είναι πως θα αρχίσει έπειτα να ξεφουσκώνει και η στήριξη μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ της Ουκρανίας και των αντιρωσικών κυρώσεων.
- Τέτοιου τύπου κυρώσεις θα μπορούσαν να εκληφθούν από τον Πούτιν ως πράξη πολέμου και ως γνωστόν, όταν κάποιος απειλείται ή νιώθει εγκλωβισμένος λόγω δικών του λαθών (όπως ίσως ένιωθε ο Πούτιν σε μια τέτοια περίπτωση), τότε εκείνος μπορεί να γίνει και περισσότερο επικίνδυνος, εξαπολύοντας για παράδειγμα στρατιωτικά πλήγματα κατά ευρωπαϊκών εδαφών και ευρωπαϊκών στόχων.
- Πιθανές κυρώσεις κατά των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου θα δημιουργούσαν βραχυπρόθεσμα κενά τα οποία, ως έχουν σήμερα τα πράγματα, δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν. Πιθανές εισαγωγές αερίου από τις ΗΠΑ, το Κατάρ και την Αλγερία θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν μεγάλο μέρος των ρωσικών απωλειών, ωστόσο ακόμη δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να γίνει κάτι τέτοιο με επιτυχία.
- Η Κίνα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να βγει ενισχυμένη από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά του ρωσικού φυσικού αερίου, σπεύδοντας να απορροφήσει και μάλιστα σε τιμές ευκαιρίας τα φορτία εκείνα που θα μπλοκάρει η ΕΕ. Η Δύση ωστόσο δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να κάνει στην παρούσα φάση «δώρα» στο Πεκίνο ενισχύοντας τη διαπραγματευτική του θέση διεθνώς.
Πηγή: www.kathimerini.gr