Οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα ορυκτά καύσιμα δεν έχουν θέση στο αυριανό ενεργειακό μείγμα, αλλά η Ε.Ε. κινδυνεύει με την απόλυτη ενεργειακή φτωχοποίηση
Του Κωστής Ν. Σταμπολή*
Οι οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζουν Ευρώπη και ΗΠΑ κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία (24/2) έχουν επικεντρωθεί στον τραπεζικό και τον ενεργειακό τομέα, ενώ παράλληλα έχει πληγεί σημαντικά ο χώρος του εμπορίου και της βιομηχανίας με την αποχώρηση σχεδόν όλων των μεγάλων ξένων εταιρειών. Και ενώ οι τραπεζικές κυρώσεις και αυτές εναντίον συγκεκριμένων ατόμων, όπως είναι οι Ρώσοι ολιγάρχες, δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα στην εφαρμογή τους στο θέμα της ενέργειας, η δομή του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος είναι τέτοια που καθιστά την όποια εφαρμογή όχι μόνο προβληματική αλλά και επιφέρουσα τα αντίθετα αποτελέσματα, αφού συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών και οδηγούν σε έλλειμμα προμήθειας.
Το πόσο δύσκολο είναι τελικά να εφαρμοστούν ενεργειακές κυρώσεις κατά της Μόσχας, μειώνοντας ή και τερματίζοντας την προμήθεια πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, φάνηκε από το 5ο πακέτο ευρωπαϊκών κυρώσεων που ανακοινώθηκε στις αρχές Απριλίου και την παράταση που δόθηκε ευθύς μετά για τις εισαγωγές ρωσικού άνθρακα, με κύριο αποδέκτη τη Γερμανία, αφού οι βιομηχανίες της και οι ηλεκτροπαραγωγοί της δεν μπορούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να εξεύρουν εναλλακτικό προμηθευτή. Και ασφαλώς ούτε αυτή τη φορά συμπεριλήφθηκαν το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στα προς αποκλεισμό ενεργειακά καύσιμα.
Μια ενδεχόμενη άμεση αποκοπή της Ευρώπης από ρωσικές ενεργειακές προμήθειες προκειμένου να στερήσει σημαντικά συναλλαγματικά έσοδα στη Μόσχα, τα οποία τη βοηθούν να χρηματοδοτεί τον κρατικό της προϋπολογισμό και έμμεσα τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, θα είχε καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις στην Ευρώπη, η οποία αίφνης θα ευρίσκετο ενεργειακά ξεκρέμαστη, αφού ως γνωστόν εισάγει περίπου το 40% του φυσικού αερίου και το 25% του πετρελαίου από τη Ρωσία. Ενώ η απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο στο μεγαλύτερο ποσοστό προμήθειας είναι εφικτή σε βάθος χρόνου (6-9 μήνες) λόγω ύπαρξης αρκετών εναλλακτικών προμηθευτών, στην περίπτωση του φυσικού αερίου κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Έχοντας αποκλείσει την οικειοθελή αποχή από εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, ο φόβος που διακατέχει τώρα τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, είναι η διακοπή της ροής από τη Μόσχα με αφορμή την απόφαση του προέδρου Πούτιν για την πληρωμή των εισαγωγών σε ρούβλια. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό να συμβεί αφού, βάσει του Προεδρικού Διατάγματος της 31ης Μαρτίου, οι Ευρωπαίοι εισαγωγείς θα εξακολουθούν να πληρώνουν σε ευρώ και αυτά θα μετατρέπονται αυτομάτως σε ρούβλια άμα τη καταβολή.
Επιπλέον, η Μόσχα θα είναι η τελευταία που θα επισπεύσει τη διακοπή ροής αερίου προς την Ευρώπη, καθότι θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα διάθεσης του αερίου που εξάγει στις ευρωπαϊκές χώρες και αντιστοιχεί σχεδόν στο 28% της συνολικής της παραγωγής, που το 2020 έφθασε στα 639 δισ. κ.μ. (bcma) και στο 75% των συνολικών εξαγωγών αερίου. Με πολλές χιλιάδες χιλιομέτρων αγωγών και ένα εκτενές πλέγμα συμπιεστών, μετρητικών σταθμών και υπόγειων δεξαμενών, υποδομές που έχουν αναπτυχθεί συστηματικά τα τελευταία 50 χρόνια, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και για την ίδια τη Ρωσία να επαναπροσανατολίσει τις εξαγωγές της προς την Ανατολή (Κίνα) και τον Νότο (Ινδία, Πακιστάν), όπου δεν διαθέτει αντίστοιχο δίκτυο μεταφοράς αερίου, ενώ ο τερματισμός παραγωγής στα μεγάλα κοιτάσματα αερίου στη χερσόνησο Yamal είναι εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία με υψηλό κόστος.
Επειδή όμως έχει προ πολλού απολεσθεί η όποια συναλλαγματική πίστη ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη, και υπάρχει διάχυτη η καχυποψία ότι η απόφαση για πληρωμές σε ρούβλια αποτελεί μια καλοστημένη παγίδα του Κρεμλίνου ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να διακόψει τη ροή του φυσικού αερίου, η μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση μετά την άλλη ενεργοποιούν προγράμματα έκτακτης ανάγκης. Μέσω αυτών σχεδιάζουν ακόμα και περιορισμούς στην ηλεκτροδότηση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τυχόν ελλείψεις στην ενεργειακή τροφοδοσία από τη Ρωσία.
Καθίσταται εμφανές πλέον το πόσο ενεργειακά ευάλωτη είναι τελικά η Ευρώπη έναντι της Ρωσίας. Μια Ευρώπη η οποία χάρη στη μονόφθαλμη προσήλωσή της στο θέμα της κλιματικής αλλαγής και της επίτευξης φιλόδοξων στόχων για απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και την έναντι οποιουδήποτε κόστους προώθηση των ΑΠΕ και των πέριξ αυτών τεχνολογιών, παρέβλεψε την αναγκαιότητά τους στη λειτουργία του ενεργειακού συστήματος στην περίοδο μετάβασης και υποβάθμισε εγκληματικά το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας. Τώρα, εν μέσω ενεργειακής κρίσης και πολύ υψηλών τιμών που υποσκάπτουν την όποια οικονομική πολιτική, η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί τη χρησιμότητα του άνθρακα, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου (που μεταξύ τους παρέχουν πολύτιμα ηλεκτρικά φορτία βάσης), μεταθέτοντας για αργότερα την πολυπόθητη απεξάρτηση από αυτά τα «πρωτόγονα» καύσιμα.
Προκειμένου να προχωρήσει σε μια γρήγορη απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και να ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ε.Ε., η Κομισιόν στις 8 Μαρτίου ανακοίνωσε ένα κατεπείγον πρόγραμμα ενεργειακού μετασχηματισμού, γνωστό ως REPowerEU. Το πρόγραμμα, πέρα από την προφανή ενίσχυση του δυναμικού των ΑΠΕ με χρονικό ορίζοντα το 2030, έχει θέσει υπερφιλόδοξους στόχους για την άμεση αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου. Έτσι, μεταξύ άλλων προβλέπει μέχρι το τέλος του 2022 την αντικατάσταση 100 bcma εισαγόμενου ρωσικού αερίου με ένα συνδυασμό LNG, υδρογόνου και βιομεθανίου. Ουσιαστικά μιλάμε για την αντικατάσταση μιας μορφής εξάρτησης από μια άλλη, αφού προβλέπονται επιπλέον εισαγωγές 60 bcma LNG που θα έρθουν να προστεθούν στα 100 bcma που ήδη εισάγει η Ευρώπη και αντιστοιχούν στο 25% της συνολικής κατανάλωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις Βρυξέλλες στις 25/3 υποσχέθηκε 15 bcma αμερικανικού LNG. Όπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν διαθέσιμες τέτοιου μεγέθους extra ποσότητες LNG στη διεθνή αγορά για να προμηθεύσουν την Ε.Ε., αλλά ούτε υφίστανται οι απαραίτητες υποδομές σε τέρμιναλ LNG, αποθηκευτικούς χώρους και αγωγούς. Βάσει υπολογισμών του ΙΕΝΕ εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν περί τα 60 δισ. ευρώ επενδύσεων σε έναν χρονικό ορίζοντα 3-5 ετών ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές που θα επιτρέψουν στην Ε.Ε. να εισάγει αέριο από εναλλακτικούς προμηθευτές, μέσω αγωγών αλλά και LNG, ώστε να μειώσει κατακόρυφα την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο.
Εντύπωση προκαλεί πάντως ότι ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή που διακυβεύεται η ενεργειακή ασφάλεια της Ε.Ε., το επιτελικό σχέδιο της Κομισιόν δεν αναφέρει λέξη για την προφανή ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και αερίου. Με τους Ευρωπαίους ιθύνοντες να εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα ορυκτά καύσιμα δεν έχουν θέση στο αυριανό ενεργειακό μείγμα και την επίτευξη μηδενικών ρύπων το 2050, ή και νωρίτερα, να αποτελεί αδιαπραγμάτευτο όρο τη στιγμή που η Ε.Ε. είναι υπεύθυνη μόνο για το 7% των παγκόσμιων εκπομπών του θερμοκηπίου. Δίδοντας όμως το καλό παράδειγμα εις πείσμα της αρνητικής συμπεριφοράς των μεγάλων ρυπαντών (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, ΗΠΑ), η Ε.Ε. κινδυνεύει με την απόλυτη ενεργειακή φτωχοποίηση.
*σύμβουλος Στρατηγικής στην Ενέργεια και πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)