Διάφορα περιστατικά που λαμβάνουν χώρα περισσότερο έντονα από την πανδημία και μετά, όταν δηλαδή η εξάρτησή μας από τις ψηφιακές τεχνολογίες έγινε ισχυρότερη, δείχνουν ότι ο ψηφιακός κόσμος μπορεί να γίνει επικίνδυνος ακόμα και για την ίδια μας την ύπαρξη.
Του Γιάννη Μουρατίδη*
Ένα περιστατικό που έχει ήδη συμβεί σε πολλούς από εμάς, είναι η αδυναμία να ταυτοποιήσουμε την ύπαρξη μας. Μπορεί να ακούγεται ακραίο, αλλά για τον οποιονδήποτε ζητά ένα ψηφιακό πιστοποιητικό και την ψηφιακή μας ταυτότητα, δεν υπάρχουμε, αν δεν μπορούμε να εμφανίσουμε τα έγγραφα αυτά. Αν λοιπόν βρεθούμε μπροστά στον ελεγκτή και το κινητό μας τηλέφωνο, όπου συνήθως έχουμε πλέον αποθηκευμένες τις περισσότερες προσωπικές μας πληροφορίες, ξεμείνει από μπαταρία, δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι είμαστε υγιείς, εμβολιασμένοι, έχουμε χρήματα, ούτε καν ότι είμαστε “εμείς”.
Θεωρητικά, αν και με αρκετό κόπο, ακόμα υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για καθένα από αυτά τα προβλήματα. Μπορούμε για παράδειγμα να έχουμε μαζί μας τα πιστοποιητικά που χρειαζόμαστε σε έντυπη μορφή, εκτός από την εφαρμογή πληρωμών στο κινητό μας να έχουμε και μια χρεωστική ή πιστωτική κάρτα και ενδεχομένως μετρητά και τέλος να έχουμε μαζί μας την έντυπη ταυτότητα ή διαβατήριο.
Τι θα συμβεί όμως όταν όλες αυτές οι εναλλακτικές λύσεις καταργηθούν με τον καιρό στο πλαίσιο της ευκολίας και της μείωσης του λειτουργικού κόστους των εταιρειών και των κυβερνήσεων που τις προωθούν; Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι θα έχουμε μαζί μας ένα φορτιστή ή ένα ταμιευτήρα ενέργειας για να μην υπάρχει κίνδυνος να ξεμείνουμε από μπαταρία και ενδεχομένως ένα δεύτερο κινητό τηλέφωνο που θα είναι ακριβές αντίγραφο του πρώτου. Δηλαδή μεγαλύτερο κόστος για να αποδεικνύουμε ότι είμαστε “εμείς” και πάντα με την ανησυχία ότι αν τελικά η τεχνολογία δεν λειτουργήσει δεν θα μπορούμε να το αποδείξουμε.
Μηχανές χωρίς συναίσθημα που λαμβάνουν αποφάσεις
Ένα περιστατικό που αντικατοπτρίζει το μέγεθος αυτού του προβλήματος έχει να κάνει με τα συστήματα συναλλαγών των ψηφιακών υπηρεσιών που παρέχουν οι τράπεζες. Όταν ένα από τα συστήματα αυτά δεν λειτούργησε σωστά, ο κάτοχος μιας πιστωτικής κάρτας δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει το υπόλοιπο του. Μπόρεσε όμως να πληρώσει την επόμενη μέρα και για την ακρίβεια λίγες ώρες μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής. Ωστόσο, επειδή η πληρωμή δεν ήταν εμπρόθεσμη, ο κάτοχος επιβαρύνθηκε με τόκους υπερημερίας. Όταν ζήτησε από τον εκπρόσωπο εξυπηρέτησης τον αντιλογισμό των τόκων, η απάντηση ήταν αρνητική. Στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, ο αντιλογισμός είχε γίνει, αλλά πλέον η πολιτική των τραπεζών είναι πιο αυστηρή όσον αφορά τα έσοδα τους.
Ακόμα όμως και αν το αίτημα του κατόχου της κάρτας δεν ικανοποιήθηκε, αυτός είχε την εναλλακτική να επικοινωνήσει με έναν εκπρόσωπο της τράπεζας και να θέσει το αίτημα του. Τι θα συμβεί αν στο μέλλον δεν υπάρχει κανένας εκπρόσωπος της τράπεζας; Πρακτικά, αυτό θα σημαίνει ότι οι αυτοματισμοί που θα έχει ορίσει η τράπεζα στα συστήματά της, θα αποφασίζουν κάθε φορά αυτόνομα πόσο αυστηροί θα γίνουν για κάθε πελάτη ή για το σύνολο των πελατών. Αν λοιπόν η τεχνητή νοημοσύνη των συστημάτων κρίνει ότι ο πελάτης δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την τράπεζα ή ότι η τράπεζα πρέπει να είναι αυστηρή με τα έσοδα της, θα επιβάλει την οποιαδήποτε “τιμωρία” χωρίς κανένα ενδοιασμό.
Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει με οποιοδήποτε αίτημα που αφορά άδικη πληρωμή, είτε σε ιδιωτικούς οργανισμούς, είτε σε κρατικούς οργανισμούς. Η πολιτική των οργανισμών θα εφαρμόζεται χωρίς ο πολίτης να έχει τη δυνατότητα, με εξαίρεση ίσως τη νομική οδό, να διεκδικήσει αυτό που θεωρεί σωστό.
Χωρίς επίδομα, χωρίς ζωή
Παγκοσμίως γίνεται λόγος για ένα εφ’όρου ζωής βασικό επίδομα επιβίωσης που θα λαμβάνουν οι πολίτες, ανεξάρτητα αν είναι εργαζόμενοι ή όχι. Η λογική είναι ότι αυτό το επίδομα θα επιτρέπει στον καθένα να επιβιώσει, αλλά όχι να διαβιώσει. Θα μπορεί δηλαδή να του εξασφαλίζει τροφή, κατοικία και μετακινήσεις, αλλά όχι ένα ταξίδι ή ένα ιδιόκτητο αυτοκίνητο. Οι πολίτες που θα θέλουν να απολαύσουν τα επιπλέον, θα έχουν την επιλογή να εργαστούν για να αποκτήσουν τα ανάλογα εισοδήματα.
Ακούγεται δίκαιο και είναι, εφόσον το βασικό επίδομα είναι καθολικό και αμετάκλητο. Τι θα μπορούσε να συμβεί όμως αν το βασικό επίδομα συνδεθεί με προϋποθέσεις; Αν, για παράδειγμα, ο πολίτης που το λαμβάνει δεν υπακούει σε μια απαγόρευση κυκλοφορίας, συμμετέχει σε “παράνομες” διαδηλώσεις ή πιο απλά κατηγορηθεί από το κράτος ή τους συμπολίτες του για ανάρμοστη συμπεριφορά; Η διακοπή του επιδόματος ως τιμωρία σε αυτές τις περιπτώσεις, θα μπορούσε να είναι μια τεράστια πηγή φόβου, δεδομένου ότι θα απειλείται η επιβίωση του. Εξαρτημένος από ψηφιακές υπηρεσίες, έτοιμες τροφές και κοινόχρηστα μέσα μεταφοράς, στα οποία δε θα έχει πρόσβαση, θα είναι σχεδόν χωρίς “οξυγόνο”.
Τα επιδόματα που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι μεταξύ άλλων ήταν και ένα παγκόσμιο πείραμα για το εφ’όρου ζωής βασικό επίδομα. Η εφαρμογή τους σε συνδυασμό με την τηλε-εργασία, οδήγησε σε ένα φαινόμενο που ονομάστηκε “Μεγάλη Παραίτηση”. Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλον τον κόσμο ανακάλυψαν τις χαρές της ζωής εκτός εργασίας και παραιτήθηκαν από τις εργασίες τους ή βρήκαν εργασίες λιγότερο απαιτητικές. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να αναζητήσουν εισοδήματα, οπότε επιστροφή στην εργασία ή νέα επιδόματα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος, τα επιδόματα αυτά να μετατραπούν σε εργαλεία χειραγώγησης λόγω της εξάρτησης, είναι μεγάλος.
*Ιστότοπος enallaktikos.gr