Η ρωσο-τουρκική γεωπολιτική συμπληρωματικότητα… Του Γιώργου Πρεβελάκη

240

Του Γιώργου Πρεβελάκη*

Στη διεθνή βιβλιογραφία αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο η διάκριση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική σκηνή, όπως την καθιέρωσαν το 1648 οι συνθήκες της Βεστφαλίας. Η πολιτική και η γεωπολιτική εμπλέκονται με αμφίδρομες εξαρτήσεις. Η παγκοσμιοποίηση και οι υβριδικές μορφές πολέμου αμβλύνουν πλέον de facto τα όρια της εθνικής κυριαρχίας.

Η παρατήρηση αυτή συναρτάται με το μέγεθος και την ευρύτερη σημασία της χώρας. Η Ελλάδα, μικρή και ταυτοχρόνως σημαντική γεωστρατηγικά χώρα, αποτελεί από παλιά χαρακτηριστικό παράδειγμα διαπλοκής των εσωτερικών και των εξωτερικών δικτύων. Στη νεότερη Ιστορία, ο Διχασμός και ο Εμφύλιος μπορούν να ερμηνευθούν και ως «εσωτερικοποίηση» διεθνών αντιπαραθέσεων.

Η κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την οποία παρέλαβε η σημερινή κυβέρνηση, δεν ήταν ούτε ευνοϊκή ούτε συμφέρουσα. Η κακή εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και οι αδυναμίες στις αμυντικές υποδομές ενθάρρυναν την προσπάθεια του Ερντογάν να εκφοβίζει την ελληνική πλευρά, ώστε να προωθεί τα μακροπρόθεσμα αναθεωρητικά σχέδια της Τουρκίας. Η ενορχηστρωμένη εισβολή με τους πρόσφυγες στον Εβρο, τυπικό δείγμα υβριδικού πολέμου, έδωσε σαφή ένδειξη αυτών των προθέσεων.

Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει. Η Ελλάδα υποστηρίζεται από τους Δυτικούς συμμάχους της. Εχει, επίσης, προχωρήσει στην αμυντική της προετοιμασία. Τα επιτεύγματα αυτά, όπως είναι κατανοητό, συνεπάγονταν κόστος και εντάσεις – επί παραδείγματι, η δημοσίως εκπεφρασμένη οργή του Ερντογάν, μετά την επιτυχή επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, όπου, εμμέσως πλην σαφώς, κατήγγειλε τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Οργή, έστω και λιγότερο στοχοποιητική, εκφράζεται και από τη ρωσική πολιτική ηγεσία. Οι δύο αυτές αντιδράσεις συνδέονται. Η αλληλεγγύη της Δύσης στα ελληνοτουρκικά εξασφαλίστηκε εν πολλοίς χάρη στην ελληνική στάση στο ουκρανικό, αιτία της ρωσικής μήνιδος.

Η σύγκλιση της προσωποποιημένης έχθρας συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους. Η διμερής επίθεση στην ελληνική ηγεσία είναι η παράπλευρη απώλεια των επιλογών της εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία απειλεί την Ελλάδα έξωθεν, χωρίς μεγάλες δυνατότητες να την υπονομεύσει έσωθεν. Οι ελληνικές υπηρεσίες είναι σε εγρήγορση εδώ και δεκαετίες. Επίσης δεν υφίσταται πραγματική τουρκοφιλία, λόγω της ιστορικής μνήμης και των θρησκευτικών διαφορών. Η Ρωσία διαθέτει τα μέσα τα οποία απουσιάζουν από το τουρκικό οπλοστάσιο. Λόγω της παραδοσιακής ρωσοφιλίας σε ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού, της θρησκευτικής εγγύτητας και των πολλαπλών δεσμών με την ελληνο-ρωσική διασπορά, η Ρωσία έχει δίκτυα για να επηρεάζει την ελληνική κοινή γνώμη. Ταυτοχρόνως διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην εσωτερική αποσταθεροποίηση των εχθρών της, από την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης. Ενδεχομένως, τα «τεχνικά» αυτά πλεονεκτήματα αξιοποιήθηκαν για την ανατροπή του Ντράγκι στην Ιταλία.

Υπό την τουρκική στρατιωτική απειλή, η Ρωσία μπορεί να ελπίζει σε «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Ταυτοχρόνως, η Τουρκία θα ωφελούνταν αν επανερχόταν ο παλαιότερος συσχετισμός δυνάμεων.

Η Τουρκία και η Ρωσία αλληλοσυμπληρώνονται, αν αποσκοπήσουν να επιβληθούν στην Ελλάδα. Ο,τι δεν κατέχει η μία, μπορεί να το συνεισφέρει η άλλη. Υπό την τουρκική στρατιωτική απειλή, η Ρωσία μπορεί να ελπίζει σε «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Ταυτοχρόνως, η Τουρκία θα ωφελούνταν πολύ αν επανερχόταν ο παλαιότερος συσχετισμός δυνάμεων – ενδεχομένως μέσα από μια πολιτική αστάθεια στην ελληνική εσωτερική πολιτική.

Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν η πρόσφατη απόφαση να συνταχθεί αμέσως και σαφώς η Ελλάδα με τη Δύση στο ουκρανικό ήταν σωστή· μήπως, δηλαδή, έπρεπε να σταθμιστεί ο κίνδυνος από τα συνδυασμένα μέτωπα με τις δύο μεγαλύτερες περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής μας. Αυτό θα κριθεί από τις μελλοντικές εξελίξεις. Αν εξασφαλιστεί πολιτική σταθερότητα στο άμεσο και το απώτερο μέλλον, η Ελλάδα θα έχει κερδίσει. Στην αντίθετη περίπτωση, η επιλογή της ελληνικής ηγεσίας να συνταχθεί με τη Δύση θα έχει απλώς αναβάλει τις αρνητικές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά επί τινα χρόνο. Δύσκολα, πάντως, θα ισχυριστεί κανείς ότι η άμεση καταστροφή είναι προτιμότερη από τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο.

Ολοένα και περισσότερο ο κόσμος στον οποίο ζούμε θυμίζει τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Ρευστότητα, ανασφάλεια, κίνδυνοι και ευκαιρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο το οποίο επιβάλλει στους ηγέτες να αναλαμβάνουν κινδύνους. Η Ελλάδα και η ηγεσία της βρίσκονται αντιμέτωπες με διακυβεύματα συγκρίσιμα με τα όσα, 100 χρόνια πριν, χρειάστηκε να διαχειριστεί ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.

Αρνηση της επικίνδυνης πραγματικότητας συνεπάγεται βέβαιη καταστροφή. Η αποδοχή της πραγματικότητας, όμως, δεν εξασφαλίζει υποχρεωτικά την επιβίωση. Πολλά εξαρτώνται από την ωριμότητα των λαών, από την ικανότητά τους να αποφεύγουν τις παγίδες των υβριδικών πολέμων. Οι τραγικές εμπειρίες του εικοστού αιώνα είχαν διδάξει γεωπολιτική φρόνηση στις προηγούμενες γενεές. Η «βελούδινη» αποκατάσταση της Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή οφείλει πολλά σε αυτή την κληρονομία. Σήμερα, η ψηφιακή επανάσταση της πληροφορίας έχει καταστήσει τα διακυβεύματα εξαιρετικά σύνθετα.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris 1).

Πηγή: kathimerini.gr