Του Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη*
Αντιμέτωπες με την ακριβή ενέργεια, τις αυξανόμενες εκπομπές CO2, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον πληθωρισμό, οι διεθνείς συναλλαγές αγαθών βρίσκουν φυσικά όρια. Πώς μπορεί να προσαρμοστεί η οικονομία; Πριν τρία χρόνια The Economist χρησιμοποίησε τον όρο «slowbalisation» για να περιγράψει την εύθραυστη κατάσταση του διεθνούς εμπορίου και των συναλλαγών.
Μετά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ο ρυθμός της οικονομικής ολοκλήρωσης σταμάτησε τη δεκαετία του 2010, καθώς οι επιχειρήσεις αντιμετώπισαν τους μετασεισμούς μιας οικονομικής κρίσης, μιας λαϊκίστικής εξέγερσης ενάντια στα ανοιχτά σύνορα και του εμπορικού πολέμου του Ντόναλντ Τραμπ.
Η ροή αγαθών και κεφαλαίων παρέμεινε στάσιμη. Οι CEO ανέβαλαν μεγάλες αποφάσεις για επενδύσεις στο εξωτερικό: η στρατηγική της στιγμής είναι: «αναμονή και βλέπουμε». Κανείς δεν ήξερε αν η παγκοσμιοποίηση αντιμετώπιζε ένα χτύπημα ή εξαφάνιση.
Τώρα το όραμα έχει τελειώσει, καθώς η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν πυροδοτήσει έναν επανασχεδιασμό του παγκόσμιου καπιταλισμού στις νέες γενιές, τα διάφορα φόρουμ και τις κυβερνήσεις. Παντού στον κόσμο, οι αλυσίδες εφοδιασμού μεταμορφώνονται, από τα αποθέματα των 9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αποθηκεύονται ως ασφάλιση έναντι των ελλείψεων και του πληθωρισμού, μέχρι τον αγώνα για εργατικό δυναμικό καθώς οι πολυεθνικές μετατοπίζονται από την Κίνα στο Βιετνάμ. Η Ιαπωνική Nintendo θα μετατοπίσει ένα τμήμα της παραγωγής των παιχνιδομηχανών Nintendo Switch από την Κίνα στο Βιετνάμ. Οι αμερικανικές κατασκευάστριες υπολογιστών Hewlett Packard και Dell σκέφτονται να μεταφέρουν μέχρι και το 30% της παραγωγής φορητών υπολογιστών τους από την Κίνα σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Αυτό το νέο είδος παγκοσμιοποίησης έχει να κάνει με την ασφάλεια και όχι την αποτελεσματικότητα, δίνει προτεραιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ κρατών. Εναλλακτικά, εάν οι επιχειρήσεις και οι πολιτικοί δείξουν αυτοσυγκράτηση, θα μπορούσε να αλλάξει η παγκόσμια οικονομία προς το καλύτερο, διατηρώντας τα οφέλη του ανοικτού πνεύματος και βελτιώνοντας την ανθεκτικότητα.
Ανθεκτικότητα
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, ο πρωταγωνιστής της παγκοσμιοποίησης ήταν η αποτελεσματικότητα. Οι επιχειρήσεις επέλεξαν την παραγωγική τους δραστηριότητα εκεί όπου το κόστος ήταν χαμηλότερο, ενώ οι επενδυτές ανέπτυξαν κεφάλαια εκεί όπου οι αποδόσεις ήταν υψηλότερες. Οι κυβερνήσεις φιλοδοξούσαν να αντιμετωπίζουν τις επιχειρήσεις ισότιμα, ανεξάρτητα από τον ορθολογισμό τους και να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες με δημοκρατικά και απολυταρχικά καθεστώτα. Πάνω από δύο δεκαετίες, αυτό οδήγησε σε εκθαμβωτικά εξελιγμένες αλυσίδες αξίας που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του συνόλου των συναλλαγών. Όλα αυτά κράτησαν τις τιμές χαμηλά για τους καταναλωτές και βοήθησαν τον κόσμο να βγει από την ακραία φτώχεια, καθώς ο αναδυόμενος κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, βιομηχανοποιήθηκε.
Αλλά η υπερ-αποτελεσματική παγκοσμιοποίηση είχε επίσης προβλήματα. Οι ασταθείς ροές κεφαλαίων αποσταθεροποίησαν τις χρηματοοικονομικές αγορές. Πρόσφατα, δύο άλλες ανησυχίες φάνηκαν μεγάλες. Πρώτον, ορισμένες αλυσίδες εφοδιασμού δεν έχουν τόσο καλή αξία όσο φαίνεται: κυρίως διατηρούν το κόστος χαμηλό, αλλά όταν σπάσουν, ο λογαριασμός μπορεί να είναι αποκαρδιωτικός. Τα σημερινά σημεία συμφόρησης έχουν μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 1%. Εξάλλου, ο Covid 19, οι πόλεμοι, οι ακραίες καιρικές συνθήκες ή κάποιος άλλος ιός θα μπορούσαν εύκολα να διαταράξουν τις αλυσίδες εφοδιασμού την επόμενη δεκαετία (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, αποπαγκοσμιοποίηση: τάση διαίρεσης του κόσμου σε μπλοκ, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 30.08.2022).
Η δεύτερη ανησυχία είναι ότι η μονομερής επιδίωξη του πλεονεκτήματος του κόστους οδήγησε σε μια εξάρτηση από απολυταρχικά καθεστώτα που καταχρώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και χρησιμοποιούν το εμπόριο ως μέσο εξαναγκασμού. Οι ελπίδες ότι η οικονομική ολοκλήρωση θα οδηγούσε σε μεταρρυθμίσεις διαψεύστηκαν: οι απολυταρχίες αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Μια ένδειξη ότι οι επιχειρήσεις μεταβαίνουν από την αποτελεσματικότητα στην ανθεκτικότητα είναι η τεράστια συσσώρευση προληπτικών αποθεμάτων: για τις μεγαλύτερες 3000 επιχειρήσεις παγκοσμίως, αυτά έχουν αυξηθεί από 6% σε 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ από το 2016 (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, Αιμ. Γαλαριώτης, Μ. Εσκαντάρ, ανθεκτικότητα versus μεγέθυνση, Πολυτεχνείο Κρήτης, 22/12/2020). Οι βιομηχανίες που βρίσκονται υπό τη μεγαλύτερη πίεση ήδη ανακαλύπτουν, εκ νέου τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, με την ενθάρρυνση των κυβερνήσεων που από την Ευρώπη μέχρι την Ινδία, επιθυμούν τη στρατηγική αυτονομία τους.
Συμπερασματικά, οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις πρέπει να θεωρήσουν ότι η ανθεκτικότητα προέρχεται από τη διαφοροποίηση και όχι από τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων τους σε εθνικό έδαφος. Η απάντηση είναι οι επιχειρήσεις να διαφοροποιήσουν τους προμηθευτές τους σε αυτούς τους τομείς και να αφήσουν την αγορά να προσαρμοστεί. Η επόμενη φάση της παγκοσμιοποίησης περιλαμβάνει το μέγιστο δυνατό βαθμό διαφάνειας. Μια νέα ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ασφάλειας είναι ένας εύλογος στόχος.
*Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός
Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ
Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France
CIHEAM – International Center for Advanced Mediterranean Agronomic Studies, France, Greece
Πηγή: ot.gr