Του Tyler Cowen
Υπάρχει μια νέα κοινή πεποίθηση σχετικά με το ευρώ, η οποία εν μέρει οφείλεται και στην πρόσφατη είσοδο της Κροατίας στην ευρωζώνη με πολλούς πανηγυρισμούς και μικρή αναστάτωση: το νόμισμα λειτουργεί μια χαρά και η κρίση του ευρώ του 2011 αποτελεί πια μακρινή ανάμνηση.
Δυστυχώς, το πραγματικό σενάριο δεν είναι και τόσο ρόδινο.
Περιστάσεις
Οι βασικές δυσκολίες για το ευρώ προκύπτουν όταν συμπίπτουν δύο περιστάσεις: όταν υπάρχουν αποπληθωριστικές πιέσεις και οι οικονομικές συνθήκες ποικίλλουν πολύ μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Τα καλά νέα είναι ότι καμία από αυτές τις δύο συνθήκες δεν επικρατεί επί του παρόντος. Αυτά είναι και τα άσχημα νέα.
Τα ποσοστά του πληθωρισμού είναι τους τελευταίους μήνες υψηλά, ειδικά στη ζώνη του ευρώ, ενώ αναμένεται να κινηθούν υψηλότερα του 9% για τον Δεκέμβριο του 2022. Ο πληθωρισμός φέρνει τα δικά του προβλήματα (περισσότερα γι’ αυτό αργότερα), βραχυπρόθεσμα ωστόσο δεν οδηγεί σε τεράστια ανεργία και αθετήσεις δανείων. Αν μη τι άλλο, βοηθά ορισμένους οφειλέτες.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2011, υπήρξε ισχυρή αποπληθωριστική πίεση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, θέτοντας σε κίνδυνο τη φερεγγυότητά του. Οι εγγυήσεις καταθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν επίσης απολύτως αξιόπιστες – κι έτσι πολλοί άνθρωποι απέσυραν τις καταθέσεις τους, αυξάνοντας την πίεση τόσο στην κυβέρνηση όσο και στις τράπεζες. Όποια προβλήματα και αν έχουν τα κράτη της ευρωζώνης σήμερα, δεν είναι αυτού του είδους.
Ένα δεύτερο ζήτημα το 2011 ήταν ότι ορισμένες χώρες τα πήγαιναν πολύ καλύτερα από άλλες. Η Γερμανία είχε μια σχετικά ισχυρή οικονομία, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν σχετικά αδύναμες. Η Ελλάδα, η Ιταλία και μερικά από τα υπόλοιπα κράτη της “περιφέρειας” θα προτιμούσαν ένα ασθενέστερο ευρώ, προκειμένου να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους, ωστόσο η ισχύς της Γερμανίας και ορισμένων άλλων χωρών της ευρωζώνης με ευημερούσες οικονομίες περιόριζε την υποτίμηση του ευρώ.
Σήμερα, τα προβλήματα στη ζώνη του ευρώ είναι πιο ομοιόμορφα κατανεμημένα. Τα τρέχοντα δεδομένα δείχνουν μια ρηχή και όχι βαθιά ύφεση, ωστόσο χώρες όπως η Γερμανία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πραγματικές προκλήσεις. Το ευρώ, με τη σειρά του, έχει υπάρξει σχετικά αδύναμο το τελευταίο διάστημα, γεγονός που περιόρισε εν μέρει τον καθοδικό κίνδυνο τον οποίο αντιμετωπίζουν οι οικονομίες της ευρωζώνης.
Μετά, υπάρχει η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε υψηλό πληθωρισμό, υψηλές τιμές πετρελαίου και πολιτική αβεβαιότητα. Αυτά όμως δεν είναι προβλήματα που θέτουν σε κίνδυνο την ευρωζώνη. Αν μη τι άλλο, ο πόλεμος στην Ουκρανία αυξάνει τα πολιτικά οφέλη από τη χρήση του ευρώ και κάνει τη νομισματική ένωση ισχυρότερη.
Δομικά προβλήματα
Δυστυχώς, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί αναβάλλουν, μα δεν εξαλείφουν τα βασικά προβλήματα της δομής της ευρωζώνης. Πρώτον, εάν η ζώνη λειτουργεί καλύτερα σε περιόδους πληθωρισμού, οι πολιτικοί οι οποίοι είναι αφοσιωμένοι υποστηρικτές της θα προσκολληθούν περισσότερο σε υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού. Αυτό θα δυσκολέψει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιτύχει τον στόχο της για σταθερότητα των τιμών.
Υπάρχει επί του παρόντος ένας βολικός (και ορθός) αποδιοπομπαίος τράγος για έναν τέτοιο πληθωρισμό – συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν. Η γερμανική κοινή γνώμη δεν είναι καθόλου χαρούμενη για τους τρέχοντες ρυθμούς πληθωρισμού, ωστόσο μέχρι στιγμής κανένας εκ των Γερμανών πολιτικών ηγετών δεν ωρύεται ότι ο ρυθμός πληθωρισμού πρέπει να μειωθεί αμέσως κάτω από το 2%. Αυτή είναι η σωστή απάντηση τώρα, αλλά με την πάροδο του χρόνου υπάρχει ο κίνδυνος οι υψηλότεροι ρυθμοί πληθωρισμού να γίνουν ανεκτοί ή ακόμη και να “θεσμοθετηθούν” – δηλαδή να ενσωματωθούν στην οικονομία – πέρα από το σημείο μέχρι του οποίου κάτι τέτοιο θα ήταν κατάλληλο.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι το εξής: ο υψηλός πληθωρισμός οδηγεί τελικά σε μια διαδικασία αποπληθωρισμού και κατά τη διάρκεια αυτών των αποπληθωρισμών τα πραγματικά επιτόκια είναι συχνά υψηλά. Η ΕΚΤ αυξάνει τα ονομαστικά επιτόκια και καθώς ο πληθωρισμός μειώνεται, τα επιτόκια αυτά αυξάνονται σε πραγματικούς όρους, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια, ασκούνται ορισμένες αποπληθωριστικές πιέσεις στο σύστημα.
Αυτές οι αποπληθωριστικές πιέσεις είναι ακριβώς εκείνο που η ευρωζώνη δεν χειρίζεται συνήθως σωστά. Η Ιταλία, ειδικότερα, αντιμετωπίζει συνεχιζόμενα δημοσιονομικά προβλήματα και αν η κυβέρνησή της έπρεπε να δανειστεί με πολύ υψηλότερα πραγματικά επιτόκια, η τρέχουσα δημοσιονομική της πορεία μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη. Μπορεί να αναγκαστεί να μειώσει τις κρατικές δαπάνες ή και να αυξήσει τους φόρους, κάτι που θα οδηγούσε στο είδος του καθοδικού σπιράλ το οποίο χαρακτήρισε την προηγούμενη κρίση της ευρωζώνης.
Οι αποκλίνουσες οικονομικές προοπτικές για τα κράτη της ευρωζώνης μπορεί επίσης να επανεμφανιστούν. Κάποια στιγμή, η Γερμανία θα ξεπεράσει τις τρέχουσες συσταλτικές πιέσεις, ωστόσο η Ιταλία δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ εδώ και 25 χρόνια. Είναι αρκετά εύκολο να φανταστεί κανείς ένα 2024 με τη Γερμανία σε μια ισχυρή ανάκαμψη, αλλά την Ιταλία να συνεχίζει να μένει στάσιμη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ευρώ πολύ ισχυρό για την ιταλική οικονομία, όπως συνέβη και πριν από περισσότερο από μια δεκαετία.
Εν ολίγοις, υπάρχουν ακόμη λόγοι ανησυχίας για το εάν η ευρωζώνη θα μπορέσει να επιτρέψει στον εαυτό της μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Ο πληθωρισμός καλύπτει πολλά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων των δυσλειτουργιών της ευρωζώνης – αλλά ποτέ για πολύ.
Πηγή: capital.gr