Η Κίνα ως ειρηνοποιός στην Μέση Ανατολή… Του Πλάμεν Τόντσεφ

309

Του Πλάμεν Τόντσεφ*

Εξερχόμενη από την περίπου τριετή απομόνωσή της λόγω της πανδημίας, η Κίνα κάνει εντυπωσιακό comeback στη διεθνή διπλωματική σκηνή. Τον περασμένο Σεπτέμβριο ήταν «αυτοκρατορική» η παρουσία του Σι Τζινπίνγκ στην σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO). Δύο μήνες αργότερα συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας στην σύνοδο της ομάδας G20 στην Ινδονησία κι αμέσως μετά παρευρέθηκε στο φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στην Μπανγκόκ. 

 

Η δε επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στην Σαουδική Αραβία τον περασμένο Δεκέμβριο και οι επαφές του με τις χώρες του Περσικού Κόλπου φανέρωσαν τον στόχο του Πεκίνου να εκμεταλλευτεί την εξασθένηση της αμερικανικής επιρροής στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Άλλωστε, αυτή η τάση διαφάνηκε από την ψυχρή υποδοχή, της οποίας έτυχε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κατά την επίσκεψή του στο Ριάντ τον Απρίλιο του 2022. Την προηγούμενη εβδομάδα υπογράφηκε στο Πεκίνο βαρυσήμαντη συμφωνία για την αποκατάσταση των σχέσεων Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, με διαμεσολάβηση της Κίνας. Είχε προηγηθεί η επίσκεψη του Ιρανού προέδρου Ιμπραήμ Ραϊσί στην Κίνα πριν από ένα μήνα περίπου. 

Η Μέση Ανατολή στην Καρδιά της Παγκόσμιας Νήσου

Αναμφισβήτητα, η συμφωνία Ιράν-Σαουδικής Αραβίας είναι μεγάλη επιτυχία της κινεζικής διπλωματίας, η οποία όμως δεν είναι τελείως απροσδόκητη, για τους εξής λόγους:

  • Πρώτον, η αύξηση της κινεζικής επιρροής οφείλεται ώς ένα βαθμό στην απόσυρση των ΗΠΑ από την ευρύτερη Μέση Ανατολή μετά την “στροφή προς την Ασία” (pivot to Asia) το 2011, επί των ημερών του Μπαράκ Ομπάμα. Ακολούθησε η αμερικανική απεμπλοκή από την Κεντρική Ασία, αλλά και η χαοτική φυγή των νατοϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021. Σ’αυτά πρέπει να προστεθούν τόσο η απόφαση της διοίκησης Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από την συμφωνία Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA) για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, οσο και ο απογαλακτισμός των ΗΠΑ από τους υδρογονάνθρακες του Περσικού Κόλπου.
  • Δεύτερον, το Πεκίνο επενδύει χρόνια τώρα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή σημαντικό κεφάλαιο – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η Κίνα έχει εκτενή οικονομική συνεργασία με όλες τις χώρες της περιοχής και συμβάλλει στην αναβάθμιση των υποδομών τους, αλλά και του τεχνολογικού τους οπλοστασίου. Επίσης, διαθέτει αξιόλογους ανθρώπινους πορους, ήτοι ερευνητές και διπλωμάτες με πολύ καλή γνώση των τοπικών γλωσσών, όπως και του σύνθετου πολιτικού και πολιτισμικού μωσαϊκού του αραβομουσουλμανικού κόσμου.
  • Τρίτον, το Πεκίνο δίνει μεγάλη σημασία στην “παγκόσμια νήσο”, όπως την προσδιόρισε πριν από έναν αιώνα ο Χάλφορντ Μακίντερ. Σύμφωνα με την θεώρηση του Βρετανού γεωγράφου και πολιτικού επιστήμονα, η “παγκόσμια νήσος” περιλαμβάνει την Ευρασία και την Αφρική, την τεράστια αυτή περιοχή που εδώ και μια δεκαετία καλύπτεται από τον νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative – BRI). Ενώ η κινεζική ηγεσία απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις κατηγορίες περί γεωπολιτικών στόχων της εμβληματικής πρωτοβουλίας της, είναι σαφές ότι το BRI αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην διεύρυνση της επιρροής του Πεκίνου σ’ολόκληρο το ανατολικό ημισφαίριο.

Πρακτικές πτυχές της εφαρμογής της συμφωνίας

 

Από την άλλη μεριά, μένει να δούμε κατά πόσο θα είναι ομαλή η επαναπροσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, στο ιδιαίτερα ρευστό και εύφλεκτο τοπίο της Μέσης Ανατολής που παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από την λογικη “όλοι εναντίον όλων”. 

  • Η αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Τεχεράνη και το Ριάντ δεν αίρει αυτομάτως την βαθιά ριζωμένη καχυποψία μεταξύ τους μετά από δεκαετίες αδυσώπητου ανταγωνισμού για την ηγετική θέση στη Μέση Ανατολή και τον ισλαμικό κόσμο. H συμφωνία αυτή πρέπει να αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να αντέξει στον χρόνο και θα ξεπεραστούν πολλαπλές προκλήσεις – ενδεχομένως και κάποιες προβοκάτσιες από όσους έχουν λόγους να την τορπιλίσουν. 
  • Ταυτόχρονα, η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει από μόνη της τον άμεσο τερματισμό όλων των συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, στις οποίες εμπλέκονται οι δύο χώρες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το Ριάντ και η Τεχεράνη βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα τόσο στην Υεμένη, οσο και στην ανατολική Μεσόγειο (Συρία και Λίβανο).
  • Η συμφωνία αυτή δεν αντιμετωπίζει την εκκρεμότητα με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ την συγκεκριμένη διαμεσολαβητική αποστολή της Κίνας. Μένει, επίσης, να διευκρινιστεί σε ποιόν βαθμό θα υλοποιηθεί το εξαγγελθέν – αλλά αδιευκρίνιστο ακόμη ως προς το ακριβές περιεχόμενό του – μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του Ιράν και της Κίνας διάρκειας 25 ετών και ύψους 400 δισ. δολαρίων. Προς το παρόν, το Πεκίνο λαμβάνει υπόψη του τις αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος της Τεχεράνης και καλείται να ζυγίσει το ενδεχόμενο η παραβίασή τους να ανοίξει άλλο ένα μέτωπο στις ήδη τεταμένες σχέσεις του με την Ουάσινγκτον.
  • Το τελευταίο αυτό σημείο δείχνει ότι, ενώ οι παρεμβατικές δυνατότητες των ΗΠΑ στην περιοχή έχουν μειωθεί, δεν έχουν εξαλειφθεί τελείως. Ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Κίνας και το οικονομικό βάρος της δεν παρέχουν απαραίτητα εγγυήσεις ασφαλείας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και δεν αντισταθμίζουν την παρουσία του Πέμπτου Στόλου του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού στον Περσικό Κόλπο, όπως και του Εκτου Στόλου στην Μεσόγειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ριάντ θεωρεί την Κίνα πολύ σημαντικό οικονομικό και πολιτικό εταίρο, αλλά ο βασικός προμηθευτής οπλικών συστημάτων στο Βασίλειο των Σαούντ παραμένουν οι ΗΠΑ. 
  • Χωρίς να είναι ήσσονος σημασίας, η επαναπροσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας φέρνει σε δύσκολη θέση το Ισραήλ και περιορίζει τις προοπτικές περαιτέρω εξομάλυνσης των σχέσεών του με τον αραβομουσουλμανικό κόσμο μέσω των “συμφωνιών του Αβραάμ”.

Διπλωματικός ακτιβισμός του Πεκίνου

Η διαμεσολάβηση μεταξύ Τεχεράνης και Ριάντ συμπίπτει χρονικά με άλλη μια πολυσυζητημένη κίνηση της κινεζκής διπλωματίας, την ειρηνευτική πρόταση σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την οποία θα προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε σε επόμενο σημείωμα. Ολα αυτά εγγράφονται στο πλαίσιο του αυξανόμενου διπλωματικού ακτιβισμού του Πεκίνου το τελευταίο διάστημα.

Σημειώνεται η εξαγγελία βαρύγδουπων πρωτοβουλιών ευρύτερης εμβέλειας από την Κίνα, π.χ. της Πρωτοβουλίας Παγκόσμιας Ασφάλειας (Global Security Initiative – GSI) και της Πρωτοβουλίας Παγκόσμιας Ανάπτυξης (Global Development Initiative – GDI).  Πριν από λίγες μέρες ο Σι Τζινπίνγκ παρουσίασε και την Πρωτοβουλία Παγκόσμιου Πολιτισμού (Global Civilization Initiative – GCI). Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν την αξιοπιστία αυτής της – κάπως “πληθωριστικής” – παραγωγής προτάσεων από την κινεζική ηγεσία. Πάντως, καθίστανται σαφείς οι προθέσεις του Πεκίνου να συμμετάσχει ενεργά στην διαμόρφωση μιας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων με ευδιάκριτη κινεζική σφραγίδα. 

* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων

Πηγή: liberal.gr