Του Κώστα Χριστίδη*
1. Ας αρχίσουμε από την οικονομική αλφαβήτα: οι άνθρωποι για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους χρησιμοποιούν πόρους, οι οποίοι πάντοτε σπανίζουν, επειδή οι ανθρώπινες ανάγκες είναι πολλαπλασιαστές και ουδέποτε ικανοποιούνται ολοσχερώς. Γεννώνται, επομένως, προβλήματα κατανομής των πόρων μεταξύ διαφόρων χρήσεων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, πράγμα που ακριβώς αποτελεί το αντικείμενο αποφάσεων κάθε οικονομικώς δρώντος προσώπου (φυσικού ή νομικού) αλλά και της μελέτης της οικονομικής επιστήμης. Η αποτελεσματική χρήση των πόρων γεννά πλούτο, ο οποίος δεν είναι κάτι δεδομένο, αλλά μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί αναλόγως της καλής ή κακής χρήσης των (σπανιζόντων) πόρων.
Σε κάθε χώρα, μία θεμελιώδης κατανομή των πόρων γίνεται βάσει, αφ’ ενός, θεσμών συναινετικού χαρακτήρα (ιδιωτικός τομέας, λειτουργία της αγοράς) και, αφ’ ετέρου, θεσμών εξαναγκαστικού χαρακτήρα (δημόσιος τομέας, κράτος που διαθέτει το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης – βάσει νόμων, προεδρικών διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων, κλπ. – βίας). Ναι μεν ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί κατά κανόνα (για λόγους μόνιμης και παγκόσμιας εφαρμογής, που δεν μπορούν να αναπτυχθούν στο παρόν άρθρο) με τρόπο πιο παραγωγικό από τον δημόσιο τομέα, ασφαλώς όμως ο δημόσιος τομέας είναι καταλληλότερος από την φύση του για μία σειρά από δραστηριότητες και μάλιστα εξαιρετικά σημαντικές. Και πάλι δεν είναι στους σκοπούς του παρόντος να αναφερθούν αυτές, ωστόσο, λόγω της μειωμένης αποδοτικότητας του δημόσιου τομέα έναντι του ιδιωτικού, αυτές πρέπει να αναλαμβάνονται με περίσκεψη και φειδώ. Ο Ludwig von Mises έχει σχετικά διατυπώσει την εξής σκέψη : “Πολλοί που δεν συμμερίζονται τις απόψεις μου με κατηγορούν ότι “μισώ το κράτος”. Τίποτα δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την αλήθεια. Αν πω ότι η βενζίνη είναι ένα πολύ χρήσιμο υγρό, χρήσιμο για πολλούς λόγους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα έπινα ποτέ βενζίνη, επειδή δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η κατάλληλη χρήση της, αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι εχθρός της βενζίνης και ότι μισώ την βενζίνη. Λέγω μόνον ότι η βενζίνη είναι ένα πολύ χρήσιμο υγρό για ορισμένες περιπτώσεις, αλλά δεν χρησιμεύει σε άλλες”.
2. Οι φόροι είναι χρηματικά ποσά που αποσπώνται με αναγκαστικό τρόπο από τους πολίτες προκειμένου να χρηματοδοτεί το κράτος τις θεμιτές δαπάνες του. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίες δύο παρατηρήσεις :
α) Οι δημόσιες δαπάνες είναι το κρίσιμο μέγεθος που καθορίζει την επιβάρυνση των πολιτών και όχι οι φόροι. Οι δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτούνται, κάθε φορά, με έναν συνδυασμό φόρων και δανεισμού. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι οι φόροι γίνονται άμεσα αντιληπτοί, τουλάχιστον από όσους πράγματι τους πληρώνουν, ενώ τα χρέη δημιουργούν μίαν επίπλαστη ευφορία που μετατρέπεται σε απελπισία όταν έλθει η αναπόδραστη στιγμή του περιορισμού ή της πλήρους αποστέρησης νέων δόσεων δανεισμού.
β) Σε κάθε περίπτωση, η ανταποδοτικότητα αποτελεί το ηθικό θεμέλιο της φορολογίας. Εάν αυτή ελλείπει, έχουμε όχι φορολόγηση αλλά δήμευση ή έννομη αρπαγή. Δεν υπάρχει ανταποδοτικότητα όταν φαύλοι πολιτικοί διορίζουν υπεράριθμους υπαλλήλους στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όταν παρέχουν αφειδώς συντάξεις σε δήθεν “τυφλούς” ή “αναπήρους” ή σε σαραντάρηδες για ψηφοθηρικούς λόγους. Ουδεμία έννοια δικαιοσύνης υπάρχει όταν ο πολίτης πληρώνει δύο φορές το κόστος υπηρεσιών δήθεν δωρεάν παρεχόμενων, την πρώτη μέσω φόρων και την δεύτερη με ‘’φακελάκια’’ σε γιατρούς, υπαλλήλους της εφορίας ή της πολεοδομίας, σε φροντιστήρια κλπ.
Οι ανήθικες αυτές πρακτικές οδήγησαν στην πελώρια “φούσκα” του υπερτροφικού και πελατειακού κράτους που έσκασε με πάταγο προ ολίγων ετών. Οι μνήμες είναι νωπές και οι συνέπειες, στις οποίες οδήγησαν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και η καταβύθιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, υπήρξαν τραγικές.
3. Σήμερα οι Έλληνες μπορούν να καταταχθούν, αναφορικά με τους φόρους σε δύο κατηγορίες πολιτών, τους φοροπληρωτές (tax-payers) και τους φοροκαταναλωτές (tax-consumers). Είναι προφανές ότι η πρώτη κατηγορία πρέπει να αυξηθεί και η δεύτερη να μειωθεί, όπως άλλωστε μας θύμισε με πρόσφατες δηλώσεις του και ο Διοικητής της ΤτΕ. Ή, κατ’ άλλη διατύπωση, να μειωθούν οι φοροφυγάδες, αλλά ταυτοχρόνως αν όχι προηγουμένως, να μειωθούν οι φοροφαγάδες !
Πώς επιτυγχάνεται αυτό ; Προέχει ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών, που είναι μία επίπονη και αέναη διαδικασία, ενόψει μάλιστα των τεχνολογικών εξελίξεων και δη της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία θα καθιστά σε ολοένα περισσότερες περιπτώσεις προβληματική την παραδοσιακή πρακτική αντιμετώπισης των αναγκών με την πρόσληψη περισσότερων (μόνιμων) δημοσίων υπαλλήλων.
Ακολούθως, πρέπει να υλοποιηθεί μία ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση με τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά : πρώτον, να δημιουργεί αρκετά έσοδα για να μπορεί το κράτος να χρηματοδοτεί τις αναγκαίες αρμοδιότητές του – και μόνον αυτές. Δεύτερον, να χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια. Τρίτον, να ανταποκρίνεται στην επιταγή του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία “οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους’. Τέταρτον, να μην περιέχει αντικίνητρα για επιπλέον εργασία, αποταμίευση, επενδύσεις.
4. Ευτυχώς, υπάρχει λύση που ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές αυτές. Είναι ο αναλογικός φόρος εισοδήματος, που συνίσταται στην καθιέρωση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat- tax rate), σχετικά χαμηλού (π.χ. 17%), με ταυτόχρονο καθορισμό ενός υπολογίσιμου αφορολόγητου ορίου (π.χ. 100% για τα πρώτα 5.000 € του εισοδήματος και 75% για τα επόμενα 5.000 €) και κατάργηση κάθε άλλης φοροαπαλλαγής. Ανάλογα συστήματα ήδη εφαρμόζονται σε αρκετές χώρες (και σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ) με εντυπωσιακά αποτελέσματα και θα ήταν ευχής έργο η όσο το δυνατόν ταχύτερη καθιέρωση μιας σχετικής παραλλαγής και στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει ο Τάσος Αβραντίνης στο εξαιρετικό βιβλίο του “Ενιαίος Φορολογικός Συντελεστής : Ένας απλός αναπτυξιακός και δίκαιος φόρος”, η καθιέρωση του ενιαίου φορολογικού συντελεστή σε συνδυασμό με την απλοποίηση συνολικά του φορολογικού συστήματος της χώρας θα ενθάρρυνε την παραγωγή, θα ενίσχυε τα κίνητρα δημιουργίας και πλουτισμού των ανθρώπων, θα απλοποιούσε δραστικά τις φορολογικές διαδικασίες, θα περιόριζε την φοροδιαφυγή και την φοροαποφυγή και θα αποκαθιστούσε την φορολογική δικαιοσύνη. Βάσει της συγκεκριμένης ρύθμισης που αναφέρω παραπάνω, ένας φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 15.000 € θα κατέβαλε φόρο 1.062,5 € και άλλος με δεκαπλάσιο εισόδημα (150.000 €) θα κατέβαλε φόρο 24.012, 5 € , δηλ. 22,6 φορές περισσότερο φόρο (!). Αυτό ανταποκρίνεται στις αρχές της πραγματικής και όχι μιας μεταφυσικής αντίληψης περί δικαιοσύνης. Επιπλέον, θα επέτρεπε στους ικανούς και εργατικούς ανθρώπους από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να εξέλθουν από την παγίδα φτώχειας (poverty trap), στην οποία τους καταδικάζει η ψευδεπίγραφη “προοδευτική” φορολογία.
Ιδού, λοιπόν, στάδιον δόξης λαμπρόν για μία τολμηρή, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση !
*νομικός- οικονομολόγος