Ιστορικές υπενθυμίσεις που αξίζει τον κόπο να γίνουν και ευρύτερα γνωστές, 202 χρόνια μετά τον μεγάλο ξεσηκωμό
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Οποιαδήποτε ιστορική αναφορά στον ρόλο του τύπου κατά την διάρκεια του Μεγάλου Αγώνα, παραπέμπει απαραιτήτως στην απαρχή της ελληνικής τυπογραφίας και στην διαμόρφωση της συνειδήσεως του νέου ελληνισμού, σε μια εποχή που ο γραπτός λόγος ήταν μεγίστη πολυτέλεια στην υπόδουλη Ελλάδα.Εξάλλου, οι Οθωμανοί κατακτητές δεν ετρεφαν ιδιαιτερη εκτίμηση στη δυτική τυπογραφία και στο ρόλο της ως προς τη διάδοση του πνεύματος του Διαφωτισμού. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που απαγόρευαν στους υπηκόους τους την εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Από ιστορικής πλευράς ετσι, πρεπει να επισημάνουμε ότι, κατά τον Κ. Σπ. Στάϊκο, αρχιτέκτονα και σημαντικό Ελληνα ιστορικό του βιβλίου, για πρώτη φορά στην ιστορία άρχισαν από το 1470 να εκτυπώνονται στην Ιταλία ελληνικά κείμενα, ως φυσικό επακόλουθο της συστηματικής καλλιέργειας των ελληνικών γραμμάτων , η οποία παρατηρείται στον ιταλικό χώρο από τα τέλη του 14ου αιώνα. Και, βεβαίως, η καλλιέργεια αυτή είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη της ιταλικής Αναγέννησης, στο πλαίσιο της οποίας σημαντική υπήρξε και η ελληνική επιρροή.
Πρωτεργάτες της ελληνικής τυπογραφίας την περίοδο εκείνη ησαν Ιταλοί και Γερμανοί, οι οποίοι τύπωναν κυρίως γραμματικά εγχειρίδια για να υποστηρίξουν τις ελληνικές σπουδές στα πολυάριθμα κέντρα που
. καλλιεργούσαν τα ουμανιστικά γράμματα . Το βιβλίο που επανειλημμένα εκδόθηκε από το 1470 και μετά ήταν το Ερωτήματα , του Μανουήλ Χρυσολωρά, μία γραμματική την οποία συνέγραψε ο μεγάλος δάσκαλος με αποκλειστικό σκοπό την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από τους δυτικούς.
0ι Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν την τυπογραφία το 1476, τότε που ο Κρητικός Δημήτριος Δαμιλάς , σε συνεργασία με τον Ιταλό Dionigi Paravicino , τύπωσε στο Μιλάνο το πρώτο ελληνικό και χρονολογημένο βιβλίο: την Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών, του Κωνσταντίνου Λάσκαρη . Ωστόσο , παρά την πρωτοκαθεδρία του Μιλάνου ως συστηματικού κέντρου έκδοσης ελληνικών βιβλίων κατά την δεκαετία 1470- 1480, τα δύο πρώτα ελληνικής ιδιοκτησίας τυπογραφεία συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν στην Βενετία, το 1486 και το 1499. Έτσι, μπορεί να πει κανείς ότι η τυπογραφία μπήκε στην Ελλάδα από την Ιταλία , στην οποία, από το 1470 έως το 1520, τυπώθηκαν 120 βιβλία, δύο έργα της βυζαντινής γραμματείας και ένα της κρητικής λογοτεχνίας, καθώς και ένα με αποσπάσματα από συγγράμματα του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα.
Η Επανάσταση του 1821 και οι ιδεολογικές της ανάγκες, εξυπηρετήθηκαν από έξι τυπογραφεία -της Καλαμάτας/Κορίνθου (1821- 1822), του Μεσολογγίου (1823-1826) , των Ψαρών (1824) , της Ύδρας (1824- 1827), των Αθηνών (1823-1826) , της Διοίκησης (1825-1827)- με συνολική γνωστή παραγωγή περίπου 50 βιβλία-φυλλάδια, 216 μονόφυλλα και επτά ελληνικές και ξενόγλωσσες εφημερίδες. Οι εξεγερμένοι Έλληνες συνάθροισαν και στον τομέα αυτόν όλες τις δυνάμεις και τα μέσα που διέθεταν: οι τυπογραφικές μηχανές, τα στοιχεία και ο υπόλοιπος τυπογραφικός εξοπλισμός στάλθηκαν από τους Έλληνες και τους φιλέλληνες της Ευρώπης, η τεχνογνωσία αναζητήθηκε σε όλες τις εστίες όπου οι Έλληνες την άσκησαν προεπαναστατικά (Κωνσταντινούπολη, Κυδωνίες, Χίος, πόλεις της Διασποράς). Επιστρατεύθηκαν και οι ταλαντούχοι άλλων ειδικοτήτων , όπως ωρολογοποιοί και οπλουργοί. Αναζητήθηκαν οι συντάκτες «εφημεριδογράφοι» ανάμεσα στους έμπειρους αλλά και στους νέους Έλληνες και φιλέλληνες, οι μεταφραστές και οι συγγραφείς. Αναζητήθηκαν επίσης οι μηχανισμοί διάδοσης των εντύπων: συνδρομητές, πωλητές, αγοραστές.
Από αυτά τα ιστορικά γεγονότα είναι σαφές ότι στην τότε υπόδουλη Ελλάδα, όπου κυριαρχούσε και ο αναλφαβητισμός, ο τύπος ήταν υπόθεση κυρίως των Ελλήνων της Διασποράς . Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί ότι τα έντυπα που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό απευθύνονταν στις κατά τόπους ελίτ και όχι βέβαια στο ευρύ κοινό.
Πέρα, όμως, από τις παραπάνω παραμέτρους, όπως αναφέρουν σε θαυμάσιες εργασίες τους η κ. Έλλη Δρούλια-Μητράκου και ο κ. Τριανταφ. Ε. Σκλαβενίτης, την περίοδο προ αλλά και κατά την διάρκεια του 1821 τροχοπέδη για την έκδοση εντύπων στην Ελλάδα αποτελούσε και η απουσία εξελιγμένων τυπογραφείων, απουσία που συνοδεύεται, ως είναι επόμενο, από ανεπάρκεια ειδικευμένων τεχνιτών στην τυπογραφία και από έλλειψη κατάλληλων ανθρώπων για την εργασία του «εφημεριδογράφου». Με άλλα λόγια, με σημερινά κριτήρια, στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα υπάρχει παντελής έλλειψη δημοσιογράφων.
Στα πλαίσια αυτά, η έλλειψη υποδομής σε τυπογραφικά πιεστήρια αλλά και σε έμψυχο υλικό γίνεται άμεσα αισθητή από τους επικεφαλής του Αγώνα, που θέλουν να ξεσηκώσουν τον λαό στα όπλα και να τον εμψυχώσουν. Ο ελληνικός λαός, από την άλλη πλευρά, αγωνιά να ενημερωθεί για τις εξελίξεις στις επαναστατημένες περιοχές. Σημαντικό πρόβλημα, παράλληλο με την έκδοση του περιοδικού τύπου, αποτελούσε και η διακίνησή του. Η έλλειψη οργανωμένου κράτους και κοινωνικής υποδομής κατοπτρίζεται και στις μεταφορές και επικοινωνίες. Τα ταχυδρομεία ήταν ανοργάνωτα, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία των περιοδικών εντύπων να μην είναι δυνατόν να εξαπλωθεί. Παράλληλα πρόβλημα σοβαρό ήταν και ο αναλφαβητισμός, ισχυρό όπλο του κατακτητή κατά του πνεύματος.
Η πρώτη έντυπη εφημερίδα σε απελευθερωμένο ελληνικό έδαφος ήταν η Σάλπιγξ Ελληνική, που κυκλοφόρησε στην Καλαμάτα, τον Αύγουστο του 1821 . Η φυσιογνωμία του Θεσσαλού λόγιου αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη , έμπειρου συνεκδότη της εφημερίδας Λόγιος Ερμής της Βιέννης, έχει αφήσει την σφραγίδα της στην Σάλπιγγα, αν και τα τρία φύλλα που εκδόθηκαν περιορίζουν την δυνατότητα παρουσίασης μίας ολοκληρωμένης εικόνας της προσπάθειας και των σκοπών αυτού του περιοδικού εντύπου. Στα δύσκολα πρώτα χρόνια του Αγώνα που ακολουθούν, με τις εσωτερικές διαμάχες και τις δυσχέρειες στα πεδία των μαχών, τα δημοσιογραφικά φύλλα σιωπούν. Προτεραιότητα είναι η ευόδωση του απελευθερωτικού στόχου και οι διπλωματικές ενέργειες στα ευρωπαϊκά κράτη, ώστε η Επανάσταση να γίνει αποδεκτή. Οι εσωτερικές αντιθέσεις εντείνονται και συχνά θέτουν σε κίνδυνο τον Αγώνα.
Το 1824 κυκλοφορούν νέες εφημερίδες: Τα Ελληνικά Χρονικά στο Μεσολόγγι, με εκδότη τον Ελβετό Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγερ, η Εφημερίς των Αθηνών, από τον Γεώργιο Ψύλλα, ο Φίλος του Νόμου στην Ύδρα με εκδότη τον Ιταλό Ιωσήφ Κιάππε. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε η Γενική Εφημερίς της Διοικήσεως, αρχικά με υπεύθυνο τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και στην συνέχεια τον Γ. Χρυσίδη. Στα χρόνια 1827-1828 βγήκε στην Ύδρα και στην Αίγινα η Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος του Παντελή Παντελή.
Στην Ελλάδα εκδίδοντα επίσης εφημερίδες δίγλωσσες, πολύγλωσσες ή και εξ’ ολοκλήρου ξενόγλωσσες. Πρώτος υπήρξε ο βραχύβιος Ελληνικός Τηλέγραφος /Telegrafo Greco , σε τέσσερις γλώσσες , στο Μεσολόγγι, από τον Ιταλό κόμη Γκάμπα, σύντροφο του Λόρδου Βύρωνα. Αργότερα, ο Κιάππε εξέδωσε την γαλλόφωνη δισεβδομαδιαία εφημερίδα L· Abeille Grecque (7/4/1827-16/3/1829) , η οποία πρωτοκυκλοφόρησε στην Ύδρα και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η εφημερίδα αυτή, που διακινείτο στις χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, είχε στόχο να ενημερώνει και να διαφωτίζε1 το κοινό του εξωτερ1κού πάνω στις εξελίξεις του Αγώνα. Άλλες ξενόγλωσσες εφημερίδες που κυκλοφόρησαν με στόχο την ενημέρωση της ξένης κοινής γνώμης ήταν οι Courrier d’ Orίent (6/12/1828-21/10/1829) , Le Mirroir Grec (1832 -1833), Abeille Grecque της Σύρου (1832) και η Moniteur Grec (1832-1833) . Ξεχωρίζει η παρουσία της εφημερίδας Απόλλων (Μάρτιος- Οκτώβριος 1831) του Αν. Πολυζωίδη στην Ύδρα, η οποία σηματοδοτεί την απαρχή της πρώτης δημοσιογραφικής αντιπολίτευσης.
Ας σημειωθεί, γράφει η Έλλη Δρούλια-Μητράκου, ότι η σχέση του ελληνικού τύπου κατά την διάρκεια του Αγώνα με το κίνημα του φιλελληνισμού είναι στενή. Τα περισσότερα τυπογραφεία είχαν προέλθει μετά από μέριμνα φιλελλήνων, και κυρίως από τους L. Stanhope και Firmin Didot. Οι συντάκτες των εφημερίδων ήταν οι ίδιοι φιλέλληνες, όπως οι περιπτώσεις του Ελβετού Μάγερ καI των Ιταλών Γκάμπα και Κιάππε. Όσον αφορά τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Γεώργιο Ψύλλα, ήταν και οι δύο εμποτισμένο από το πνεύμα του Διαφωτισμού.
Από τις εφημερίδες της Επανάστασης παρουσιάζονται οι προσπάθειες του αγωνιζομένου για ελευθερία έθνους και συνάμα τα εμπόδια που στάθηκαν στον δρόμο του: οι προσπάθειες κατάπνιξης της Επανάστασης από τους εχθρούς και τα προσκόμματα που προέβαλε η ξένη διπλωματία, καθώς καI οι δυσκολίες που οφείλονταν σε εσωτερικές διχογνωμίες. Και είναι γωστό οι τελευταίες σε ποιες τραγωδίες οδήγησαν την μετά την αποτίναξη του – ι τουρκικού ζυγού Ελλάδα. Πλην όμως, για τον ρόλο του τύπου στα τραγικά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε ξεχωριστά.