Του Πλάμεν Τόντσεφ*
Η κοσμογονία που συντελείται αυτό το χρονικό διάστημα στη διεθνή σκηνή, με αποκορύφωμα τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και την κλιματική κρίση, έχει εξαλείψει το σύνολο σχεδόν των βεβαιοτήτων του μεταψυχροπολεμικού ιστορικού κύκλου. Μετά από μια περίπου εικοσαετή περίοδο αμερικανικής μονοκρατορίας, η Κίνα έχει πλέον εδραιωθεί ως το αντίπαλο δέος των ΗΠΑ και αναδυόμενη «υπερδύναμη» που επιδιώκει την αντικατάσταση της Pax Americana με μια άλλη – απείρως πιο σύνθετη – παγκόσμια τάξη, αλλά με ισχυρό κινεζικό αποτύπωμα.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες κατανόησης τόσο της υψηλής στρατηγικής του Πεκίνου, όσο και των δυνατοτήτων της Κίνας να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της. Οι δυσκολίες αυτές οφείλονται εν μέρει στην έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης λόγω της μυστικοπάθειας των κινεζικών αρχών, όπως μάς υπενθυμίζει η μυστηριώδης εξαφάνιση και μετέπειτα καθαίρεση του Υπουργού Εξωτερικών της Κίνας. Εν μέρει, όμως, οφείλονται και σε παρωχημένες αντιλήψεις στη Δύση που χρήζουν επικαιροποίησης, αν όχι πλήρους αναθεώρησης. Κατά τρόπο αναπόφευκτα επιγραμματικό, το σημείωμα αυτό περιέχει κάποιες βασικές διευκρινίσεις για την Κίνα που κρίνονται απαραίτητες.
Θα γίνει η Κίνα η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο;
Πριν από μια δεκαετία περίπου θεωρείτο δεδομένο ότι μέχρι το 2025 η Κίνα θα καθίστατο η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ. Σήμερα, η βεβαιότητα αυτή έχει δώσει τη θέση της σε νέες εκτιμήσεις ότι η εν λόγω εξέλιξη, αν πράγματι επιβεβαιωθεί, αναβάλλεται κατά μια δεκαετία το λιγότερο. Η παράλυση της κινεζικής οικονομίας το 2022 λόγω της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό (zero-COVID) όχι απλά ανέδειξε, αλλά και επέτεινε, χρόνια προβλήματά της, όπως είναι η φούσκα στον τομέα των ακινήτων, η κατασπατάληση πόρων για υποδομές αμφιβόλου αποδοτικότητας, συσσωρευμένα κρυφά χρέη, κ.λπ.
Ως αποτέλεσμα, δεν έχει απαντηθεί ακόμη το ερώτημα αν η Κίνα θα μπορέσει να ξεπεράσει τη λεγόμενη “παγίδα του μεσαίου εισοδήματος” και να ξεφύγει από το στάτους της “αναπτυσσόμενης” οικονομίας. Είναι δε γνωστή η ρήση ότι, με τη συρρίκνωση και γήρανση του πληθυσμού της, η Κίνα κινδυνεύει να γεράσει πριν προλάβει να πλουτίσει.
Μπορεί η Κίνα να συμβάλει στην αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων;
Αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του Πεκίνου μέχρι το 2049, την 100ή επέτειο της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η χώρα να έχει αναδειχθεί ως το πιο προηγμένο έθνος στην υφήλιο και ηγέτιδα δύναμη της παγκόσμιας κοινότητας. Προκειμένου να επιτύχει αυτόν τον φιλόδοξο στόχο, η Κίνα καλείται να ξεπεράσει τη λεγόμενη “παγίδα του Kindleberger” και να αποδείξει πως έχει την ικανότητα να εξασφαλίζει διεθνή δημόσια αγαθά, όπως σταθερότητα, ασφάλεια, ειρήνη, ευημερία, καθαρό περιβάλλον, κ.λπ.;
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι ένα προφανές πεδίο δραστηριοποίησης του Πεκίνου. Σημειώνεται ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλιακής ενέργειας στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα είναι και ο μεγαλύτερος καταναλωτής άνθρακα παγκοσμίως. Γι’αυτόν τον λόγο η Κίνα έχει μεγάλες ευθύνες για την κλιματική αλλαγή και θα μπορούσε να βοηθήσει μόνο αν αναθεωρήσει ριζικά το χρονοδιάγραμμά της για την εξάλειψη των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, προκειμένου να επιταχύνει τη μετάβασή της σε κλιματική ουδετερότητα.
Ως προς την ασφάλεια και την σταθερότητα, έχει συζητηθεί εκτενώς ο διαμεσολαβητικός ρόλος του Πεκίνου για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Ταυτόχρονα, όμως, η συμβολή της Κίνας έχει υπερεκτιμηθεί, καθώς οι δύο αιώνιοι αντίπαλοι στον αραβομουσουλμανικό κόσμο επιζητούσαν αυτήν την διευθέτηση ούτως ή άλλως. Αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι το Πεκίνο θα δυσκολευτεί να σημειώσει την ίδια επιτυχία σε άλλες διαμεσολαβητικές προσπάθειες που έχει ανακοινώσει, όπως π.χ. μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας ή μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινιακής Αρχής.
Οι δε άλλες πρωτοβουλίες που διατυμπανίζει η Κίνα για την ασφάλεια (GSI), την ανάπτυξη (GDI) και τον πολιτισμό (GCI) σε παγκόσμια κλίμακα είναι κυρίως διακηρυκτικού χαρακτήρα και χωρίς σαφές περιεχόμενο προς το παρόν.
Είναι η Κίνα υπερδύναμη;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ατζέντα του Πεκίνου προσιδιάζει στις φιλοδοξίες μιας υπερδύναμης. Και η Κίνα πράγματι είναι υπερδύναμη με όρους οικονομικούς και πολιτικούς. Ενδεικτικά και μόνο, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως και ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ κατέχει δεσπόζουσα θέση ως πηγή σπάνιων γαιών. Ως τεχνολογική και διαστημική δύναμη, σε πολλούς τομείς η Κίνα πλησιάζει πλέον τις ΗΠΑ, αν και προς το παρόν παραμένει εξαρτημένη από ορισμένες δυτικές τεχνολογίες αιχμής, π.χ. στους ημιαγωγούς τελευταίας γενιάς.
Εκτός του οικονομικού και τεχνολογικού βάρους της, η Κίνα είναι σημαίνον και ιδιαίτερα δραστήριο μέλος του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, πρωτοστατεί στη δημιουργία νέων διεθνών θεσμών, όπως είναι οι ομάδες BRICS και G-20, ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης Υποδομών, κ.ά. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί η απήχηση της Κίνας σε πολλές χώρες του παγκόσμιου Νότου.
Σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική ισχύ της, η Κίνα υπολείπεται ακόμη των ΗΠΑ, αν και έχει πλέον πολεμικό ναυτικό μεγαλύτερο από το αμερικανικό. Συγχρόνως, η κινεζική ηγεσία δίνει μεγάλη σημασία στην αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας. Από την άλλη μεριά, όμως, μεγάλο ερωτηματικό αποτελεί το αξιόμαχο των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων – η Κίνα παραμένει αδοκίμαστη σε τακτικό πόλεμο μετά τη σύρραξή της με τον Βιετνάμ το 1979.
Κατά πόσο μπορεί η Ελλάδα να βασιστεί στην Κίνα;
Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας επιβάλλει τη διατήρηση καλών διπλωματικών σχέσεων με πλήθος δυνάμεων έξω από το δυτικό στρατόπεδο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Η Αθήνα σαφώς λαμβάνει υπόψη της το θεσμικό βάρος της Κίνας ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας στα Ηνωμένα Έθνη. Ταυτόχρονα, όμως, ενδείκνυνται ρεαλιστικές παραδοχές κι όχι υπέρμετρες προσδοκίες, οι δε εύπεπτες πρωτοβουλίες με θέμα τους ένδοξους αρχαίους πολιτισμούς της Ελλάδας και της Κίνας δεν προσφέρουν στέρεη βάση για την επίλυση σύγχρονων πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων.
Λ.χ. υπάρχει η εκκρεμότητα με τα δύο ανταγωνιστικά μνημόνια (τουρκολιβυκό και ελληνοαιγυπτιακό) που έχουν κατατεθεί στον ΟΗΕ. Ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο το Πεκίνο να στηρίξει την ελληνική επιχειρηματολογία που βασίζεται εξ ολοκλήρου στη σύμβαση UNCLOS για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας – την ίδια σύμβαση, την οποία η Κίνα αγνοεί επιδεικτικά στη δική της διαμάχη με τις Φιλιππίνες στη Νοτιοσινική Θάλασσα. Μένει δε να αποδειχθεί ποια στάση θα κρατήσει το Πεκίνο στο Κυπριακό, πέραν της επίκλησης πλήθους ανεφάρμοστων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Στο θέμα των ελληνοκινεζικών οικονομικών σχέσεων, ξεχωρίζει βεβαίως η επένδυση της COSCO, χάρη στην οποία το λιμάνι του Πειραιά έχει σημειώσει θεαματική άνοδο στη διεθνή κατάταξη. Ωστόσο, δεν είναι σαφές πώς ακριβώς κατανέμονται τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη από την παρουσία της COSCO και θα ήταν πολύ χρήσιμη μια λεπτομερής αξιολόγηση του συνολικού αναπτυξιακού αντίκτυπου αυτής της επένδυσης στην ελληνική οικονομία. Επισημαίνεται, επίσης, το συνεχώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας με την Κίνα, αν και μεγάλο μέρος των κινεζικών εισαγωγών σχετίζεται με εξοπλισμό απαραίτητο για την πράσινη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.
Συμπερασματικά, ενώ η Κίνα δείχνει να χάνει μέρος του δυναμισμού της, παραμένει βασικός πυλώνας της παγκόσμιας οικονομίας και αναμφίβολα έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πόλους στο υπό διαμόρφωση διεθνές στερέωμα του 21ου αιώνα. Η Δύση αναγκάζεται να συνηθίσει την ιδέα ενός “μεταδυτικού” κόσμου, στον οποίον νέες ανερχόμενες δυνάμεις, με προεξάρχουσα την Κίνα, θα διαδραματίζουν βαρύνοντα ρόλο στο μέλλον.
Η αντιμετώπιση της Κίνας απαιτεί πολύ καλά επεξεργασμένες θέσεις, απαλλαγμένες από βεβαιότητες του παρελθόντος και βασισμένες σε νηφάλια ανάγνωση τόσο των προθέσεών της, όσο και των δυνατοτήτων της. Η υποεκτίμηση της Κίνας και του παγκόσμιου βάρους της θα ήταν εξίσου αντιπαραγωγική με την υπερεκτίμησή της και την αποδοχή της ρητορικής της τοις μετρητοίς.
*Πλάμεν Τόντσεφ, Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)