Προς τι οι επιθέσεις στη βιομηχανία τροφίμων;… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

419

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Στα 13 χρόνια κρίσης αλλά και παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, ο κλάδος τρόφιμα και ποτά όχι μόνον έδειξε αξιόλογη αντοχή, αλλά απέδειξε ότι είναι βασικός πυλώνας ανάπτυξης της παραγωγικής δραστηριότητας. Και υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βιομηχανία τροφίμων – ποτών έχει πολλαπλασιαστικό παραγωγικό χαρακτήρα. Αποτελεί έτσι την αφετηρία για την παραγωγή αξίας και σε άλλους τομείς όχι μόνον παραγωγικούς αλλά και τριτογενείς όπως για παράδειγμα ο τουρισμός.

Συνεπώς ο κλάδος συνδέεται τόσο με την απαιτούμενη εξωστρέφεια της χώρας όσο και με τη φήμη της. Είναι δηλαδή και παραγωγός αϋλων αξιών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια τον αναπτυγμένο κόσμο γνωρίζουν εντυπωσιακή άνοδο. Μεσογειακή δίαιτα, άσκηση και διατροφή αλλά και περιορισμός της σπατάλης τροφίμων, είναι αξίες στις οποίες ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ)  δίνει μεγάλη προσοχή.

Υπό αυτές τις συνθήκες,  σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιήσει το ΙΟΒΕ και η Τράπεζα Πειραιώς με τη συμβολή της εταιρείας συμβούλων ΕΓ, συνολικά, ο κλάδος της αγροδιατροφής, των ποτών και του καπνού, διατηρεί την πρώτη θέση στην ελληνική μεταποίηση με περίπου 16.300 επιχειρήσεις σε σύνολο 57.000.

Αποτελεί δε και τον μεγαλύτερο εργοδότη την εγχώριας βιομηχανίας με ποσοστό 39%, το οποίο εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι έχει και μεγάλο κοινωνικό ειδικό βάρος.

Την ίδια στιγμή, το 2022, ο εγχώριος αγροτικός κλάδος συνεισέφερε το 4,7% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ), ενώ απασχολεί πάνω από 400 χιλιάδες άτομα, ή ποσοστό που ξεπερνά το 10% τοπ συνόλου του απασχολουμένου δυναμικού. Ο αριθμός αυτός εμφανίζεται σημαντικά μειωμένος σε σχέση με το 2001, όταν ο κλάδος απασχολούσε 656 χιλιάδες άτομα.

Η θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε.

Θα πρέπει έτσι να σημειωθεί, ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (E.E.), η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τη Ρουμανία, όσον αφορά τη συνεισφορά της προστιθέμενης αξίας του αγροτικού κλάδου προς το ΑΕΠ το 2022 (3,5%), την τρίτη θέση, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, το 2019, ως προς την απασχόληση στον αγροτικό τομέα (10%) και την έβδομη θέση ως προς τον πληθυσμό σε αγροτικές περιοχές επί του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της Ε.Ε. (3,6%). Το 2022, η Ελλάδα συνέβαλε στο 3,4% της συνολικής αγροτικής παραγωγής της Ε.Ε., επίδοση που την τοποθετεί στην όγδοη θέση.

Τα ποσοστά αυτά αθροιζόμενα με τα αντίστοιχα της βιομηχανίας τροφίμων δείχνουν ότι συνολικά η ζωτικότητα του κλάδου είναι καθοριστικό στοιχείο της εθνικής οικονομίας. Και αυτό το αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής όταν διαπιστώνει τι συνεισφέρει ο αγροδιατροφικός τομέας στις ελληνικές εξαγωγές. Μετά από πολλά χρόνια, κατά τα οποία το εμπορικό ισοζύγιο των προϊόντων του παρέμεινε ελλειμματικό, το 2022 παρουσίασε θετικό εμπορικό ισοζύγιο, ύψους 207 εκατ. ευρώ, λόγω των βελτιωμένων εξαγωγικών επιδόσεων, σε συνδυασμό με μικρή μείωση των εισαγωγών.

Με βάση έτσι τα προαναφερόμενα στοιχεία, είναι κατάδηλο πως στη σημερινή φάση γεωπολιτικής και ευρύτερης διαρθρωτικής παγκόσμιας κρίσης, ο ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας έχει μεν αντοχές, πλην όμως είναι δύσκολο να συνυπολογιστεί η διάρκειά τους.

Στο επίπεδο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ο κλάδος ως προς την ανταγωνιστικότητά του, σχετίζεται άμεσα με το ανθρώπινο δυναμικό, κυρίως δε με τα προσόντα που ενσωματώνει, τις γνώσεις και τον βαθμό εξειδίκευσής του. Στην παρούσα φάση, ο κλάδος των τροφίμων διακρίνεται νια την υψηλή εξειδίκευση της απασχόλησης καθώς περιλαμβάνει μία ευρύτατη γκάμα ειδικοτήτων και αντικειμένων που δεν αφορούν αποκλειστικά στον τομέα της μεταποίησης. Η συνεχής επιμόρφωση και επιστημονική κατάρτιση, η εγρήγορση και η διάχυση γνώσης του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν παράγοντες ώστε να είναι ικανό να ανταποκριθεί άμεσα, έγκαιρα και αποτελεσματικά στις σύγχρονες προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού.

Δεν είναι τυχαίο έτσι το γεγονός ότι η βιομηχανία τροφίμων είναι ο κλάδος με υψηλή επενδυτική δαπάνη σε έρευνα και ανάπτυξη, με αποτέλεσμα στον ζωτικό αυτό τομέα να παρακολουθεί από κοντά και όλες τις σημαντικές διεθνείς εξελίξεις.

Από την άλλη πλευρά, ο κλάδος βγαίνει πιο σοφός και από την υγειονομική κρίση αλλά και την κλιματική αλλαγή οι επιπτώσεις των οποίων μετασχηματίζουν το καταναλωτικό και αγοραστικό περιβάλλον. όπως και τους όρους παραγωγής.

Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, η ελληνική βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών, ως μεγαλύτερος κλάδος στην ελληνική μεταποίηση, παρουσιάζει προσαρμοστικότητα ώστε να ανταποκριθεί με επιτυχία στις αυξημένες και διαφοροποιημένες ανάγκες των καταναλωτών και στα νέα δεδομένα της αγοράς, ξεπερνώντας εμπόδια σε εθνικές και διεθνείς μεταφορές, στην προμήθεια των πρώτων υλών, των υλικών συσκευασίας, αλλά και τις δυσκολίες στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, στις εξαγωγές και τις πωλήσεις, που επηρεάστηκαν αρνητικά από τη διακοπή τροφοδοσίας το 2020 σε σημαντικά κανάλια κατανάλωσης όπως ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφετέριες.

Η βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών καλείται ετσι να αντιμετωπίσει σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο σύγχρονες προκλήσεις, απέναντι σε πρωτόγνωρες καταστάσεις με πολυδιάστατο αντίκτυπο τόσο στην παραγωγή της όσο και στη ζήτηση των προϊόντων της, αλλά και με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η βιομηχανία εστιάζει ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια στην Έρευνα και Καινοτομία για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδοι. Με τον τρόπο αυτό, δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις αφενός να συνεχίσουν να αναπτύσσουν τα προϊόντα τους με πιο βιώσιμες μεθόδους, σύμφωνα με τα ζητούμενα της κυκλικής οικονομίας, και αφετέρου να προσφέρουν στους καταναλωτές καινοτόμες διατροφικές επιλογές με προστιθέμενη αξία και μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του κλάδου, προκειμένου να αναπτύξουν καινοτόμες λύσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων στην προσπάθεια όχι απλά επιβίωσης, αλλά συστηματικής ανάπτυξής τους και προώθησης των ελληνικών προϊόντων σε νέες αγορές.

Πηγή: ot.gr