Από κλάδους που καλύπτουν ζωτικές ανάγκες μπορεί να υπάρξει μια νέα βιομηχανική ανάπτυξη.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο αγροδιατροφικός κλάδος θα είναι πάντα μια ζωτική παραγωγική πηγή, γιατί ο άνθρωπος ποτέ δεν θα σταματήσει να χρειάζεται είδη διατροφής. Κατά συνέπεια, η πρωτογενής παραγωγή και η μεταποίηση της είναι κλάδοι με μέλλον, το οποίο όμως υπόκειται στις ποικίλες αλλαγές που χαρακτηρίζουν την αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία τροφίμων – ποτών. Πρόκειται δε για κλάδους που συνδέονται άμεσα τόσο με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής μας, όσο και με σοβαρά οικολογικά προβλήματα.
Από την άλλη πλευρά, ο αγροδιατροφικός κλάδος, ως εκ της φύσης του, θα έχει και σοβαρό γεωπολιτικό βάρος, άρα θα συνδέεται και με εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις και διαφορές. Είναι κατάδηλο έτσι ότι συγκρούσεις όπως αυτή της Ουκρανίας για παράδειγμα, θα παίζουν ρόλο σε εξελίξεις που αφορούν τις τιμές και τις καταναλωτικές τάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, τον τελευταίο καιρό πολύ λόγος γίνεται για την ύπαρξη μιας διεθνούς επισιτιστικής κρίσης και των πιθανών επιπτώσεων της στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Και το ερώτημα είναι: υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει επισιτιστική κρίση στην Ελλάδα και αν ναι σε ποιο βαθμό; Ένα δεύτερο ερώτημα είναι γιατί ανεβαίνουν οι τιμές των ειδών διατροφής και ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην ανοδική τους πορεία; Υπάρχει τέλος ένα κρίσιμο ερώτημα, που αφορά στη βιωσιμότητα του αγροδιατροφικού τομέα στην Ελλάδα. Είναι εφικτή, σε ποιο βαθμό, πώς και με ποια εργαλεία;
Επισημαίνουμε ευθύς εξ αρχής ότι σύμφωνα με μια μελέτη – έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων ΕΥ για λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, στη χώρα μας, η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού διατηρεί την πρώτη θέση σε αριθμό επιχειρήσεων, ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης (16.263 επιχειρήσεις σε σύνολο 57.014), και αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης, με ποσοστό 39%.
Όλα όσα προηγούνται δεν αναιρούν όμως και το γεγονός ότι στη σημερινή φάση των διεθνών εξελίξεων, γεωπολιτικών και υγειονομικών, ο αγροδιατροφικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τεράστιες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες.
Μέχρι το 2050, ο τομέας θα πρέπει να θρέψει 40% περισσότερους ανθρώπους και να έχει αυξήσει την παραγωγή τροφίμων κατά 70%, ενώ η καλλιεργήσιμη γη θα έχει αυξηθεί κατά μόλις 10%. Μέχρι τότε, το 68% του πληθυσμού θα κατοικεί σε αστικές περιοχές, ενώ εκτιμάται ότι το 12% θα υποσιτίζεται. Το 1970, η καλλιεργήσιμη γη ανά άτομο, παγκοσμίως, υπολογιζόταν στα 3,8 στρέμματα. Το 2000, μειώθηκε στα 2,3, ενώ η πρόβλεψη για το 2050 κυμαίνεται στα 1,5 στρέμματα.
Την ίδια ώρα, η κλιματική κρίση οδηγεί στην επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων που συνδέονται με την Αγροδιατροφή, όπως η σπατάλη τροφίμων, η αλόγιστη χρήση των υδάτινων πόρων, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η υποβάθμιση του εδάφους και η μείωση της βιοποικιλότητας. Σήμερα, η ποιότητα του 75% των χερσαίων εδαφών του πλανήτη έχει υποβαθμιστεί σημαντικά, ενώ, αν συνεχιστεί αυτή η τάση, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί στο 95% έως το 2050.
Τέλος, οι διατροφικές συνήθειες μεταβάλλονται ραγδαία. Οι καταναλωτές είναι, σήμερα, πιο ευαισθητοποιημένοι, τόσο στα θέματα της υγείας, της ευεξίας και της διατροφής τους, όσο και σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα, και αναζητούν «τοπικά, αυθεντικά, ανιχνεύσιμα, διαφανή και ηθικά» τρόφιμα – τα λεγόμενα “LATTE” (Local, Authentic, Traceable, Transparent and Ethical). Η πρόσβασή τους σε ιστότοπους του διαδικτύου, σε εφαρμογές του κινητού τους, καθώς και στα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχουν, τους παρέχουν τη δυνατότητα ταχύτερης και πληρέστερης ενημέρωσης και επηρεάζουν τη στάση τους και την αφοσίωση τους στα προϊόντα που επιλέγουν.
Ειδικότερα, ο Αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα, παράλληλα με τις παγκόσμιες αυτές προκλήσεις, αντιμετωπίζει και μια σειρά από προβλήματα και ιδιαιτερότητες, μεταξύ των οποίων:
– Το επίπεδο γεωργικής εκπαίδευσης των αγροτών στη χώρα, που είναι από τα χαμηλότερα που καταγράφονται στην Ε.Ε. (στη δεύτερη θέση από το τέλος, με τελευταία τη Ρουμανία), που συνδέεται και με τη μεγάλη ηλικία των αγροτών.
– Το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και το χαμηλό επίπεδο συνεργασίας.
– Το χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης τεχνολογικής καινοτομίας.
Οι παράγοντες αυτοί, συνδυαστικά, έχουν ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα του ελληνικού αγροτικού τομέα, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Είναι προφανές έτσι ότι η ρευστή γεωπολιτική κατάσταση, η άνοδος του πληθωρισμού και οι διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας θα προσθέσουν σημαντικά βάρη στους κλάδους που παράγουν αλλά διανέμουν επίσης αγροδιατροφικά είδη. Αυτό σημαίνει ότι είναι ζωτικό πλέον, όπως επισημαίνει και ο κ.Σπύρος Κίντζιος, πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, να υπάρξει επαναπροσδιορισμός της παραγωγής στο σημερινό σκηνικό καταιγίδας. Ο κ. Σπ. Κίντζιος τονίζει ότι «…..η Ελλάδα με τις εξαιρετικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και τη μακροχρόνια αγροτική παράδοση, πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις παραγωγικές της δυνατότητες και περιορισμούς μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δίνοντας έμφαση στον επαναπροσανατολισμό της παραγωγής προς την κατεύθυνση της επισιτιστικής αυτάρκειας. Κρίσιμα για την επίτευξη αυτού του στόχου αποτελούν μια σειρά από βήματα, η-μερική έστω- υιοθέτηση των οποίων θα μπορούσε να παράγει ορατά αποτελέσματα εντός των προσεχών μηνών….».
Κατά κύριο δε λόγο, προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε αν συμβάλλει τα μέγιστα η άρση κάποιων ταμπού που επιβλήθησαν στον κλάδο για πολιτικούς λόγους και η πιο άνετη κυκλοφορία της γνώσης. Και από την άποψη αυτή, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο έχει πολλές νέες ιδέες που κάποτε θα πρέπει να γίνουν πράξη.
Σαφώς δε, σημαντικός είναι και ο ρόλος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), ο οποίος παρακολουθεί από κοντά τις διεθνείς εξελίξεις, συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα αιχμής και στηρίζει ερευνητικές πρωτοβουλίες σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Παράλληλα δε η βιομηχανία τροφίμων ανοίγει και νέους ορίζοντες στη γεωργία που και αυτή αντιμετωπίζει την πρόκληση της προσαρμογής της σε νέες συνθήκες.