Ενός ταπεινού λόγου μια ανταπόκριση με σημασία… Του Κώστα Σερέζη

268

Του Κώστα Σερέζη

Πολλά τα μηνύματα που παίρνω, αν και δεν ήταν αυτός ο στόχος, για τον “ταπεινό μου λόγο”, κυρίως από φίλους στην Ελλάδα. Ουσιαστικά ήταν μια συναισθηματική εκτόνωση χωρίς αυτή να θολώνει το μυαλό. Επιλέγω για την ώρα να προωθήσω μια μόνο απάντηση, του καλού φίλου Λάμπρου Πυργιώτη, γιατί σ’ αυτήν υπάρχει μια μαρτυρία για την κατάσταση που υπήρχε στην Ελλάδα όταν οι Τούρκοι κούρσευαν τη βόρεια Κύπρο. Κυρίως όμως γιατί καταφεύγει στο λόγο του Σεφέρη, όπου μέσα στο μυστήριο και την υποβολή της γραφής του υπάρχει ο πασίγνωστος στίχος “Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί”, αλλά και άλλοι πολυσήμαντοι στίχοι όπως “θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·” και ο αμέσως επόμενος “είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει”. Αυτός ο στίχος φαντάζει απαισιόδοξος. Χωρίς να θέλω να κάνω τον δάσκαλο, για να φυτρώσει ένας σπόρος πρέπει πρώτα να πεθάνει… Ο στίχος είναι αλλιώτικος σε νόημα απ’ ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Ένα ποίημα που γράφτηκε πολύ πριν το 1974, άλλωστε ο ποιητής είχε πεθάνει για να δει την τύχη του τόπου που τόσο αγάπησε και για τον οποίον είχε κάνει τόσες προειδοποιήσεις με τη νηφαλιότητα ενός σοφού και εμπνευσμένου ανθρώπου. ΚΣ

Το μήνυμα του Λάμπρου Πυργιώτη:

Κώστα, το καλοκαίρι του 1974, σε ηλικία 9 ετών, παραθερίζαμε στην Πεζούλα, στη λίμνη Πλαστήρα. Μνήμη που δεν απωθείται. Όλο καμάρι για τον επιστρατευθέντα έφεδρο αξιωματικό πατέρα μου. Σε ηλικία 46 ετών εκείνος, χωρίς κανέναν, μάλλον νεότερο από την περιοχή, να έχει επιστρατευτεί. Με πόση ντροπή εμφανίστηκε ο «ήρωάς» μας μετά από δύο εβδομάδες, έχοντας μεταβεί μέχρι την Καστοριά!
Λάμπρος

Γιώργος Σεφέρης
Μνήμη, Α΄ *

καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι*

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάσηκαι μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».

Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέραπου μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή τού ειπα καλησπέρα·οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό·ξυπνούν, ξυρίζουνται, κι αρχίζουν μεροκάματο το σκοτωμό,όπως κλαδεύεις ή χειρουργείς, μεθοδικά, χωρίς πάθος·ο πόνος νεκρός σαν τον Πάτροκλο και κανείς δεν κάνει λάθος.

Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμοαυτόν που με βλέπει πέρ’ απ’ τη νύχτα μέσ’ απ’ το φως μουπου υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά, οι καρδιές γυμνέςκι η αγάπη που ανήκει και στις Σεμνέςκαθώς και στον άνθρωπο και στην πέτρα και στο νερό και στο χορτάρικαι στο ζώο που κοιτάει κατάματα το θάνατο που έρχεται να το πάρει.

Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτικι έστριψα στο περβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμικαι πάλι ψιθύρισα· «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι.

*Από την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Λόγια πολλά ακούγονται και λέγονται αυτές τις μέρες για τα 50 χρόνια της τουρκικής εισβολής, πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Προσωπικά νιώθω τα ίδια κάθε Ιούλιο και όχι γιατί οι θλιβερές επέτειοι έχουν φέτος στρογγυλό αριθμό. Και στους μονούς τους αριθμούς οι μαύρες επέτειοι είναι το ίδιο οδυνηρές. (Δεν ξεχνιέται ποτέ ότι υπάρχει εδώ ένα δίδυμο).

Η γνώση, όσο δυσάρεστη κι αν είναι, και η αποδοχή της, είναι μάθημα όχι μόνο Ιστορίας αλλά και ζωής, για να είναι εθνικά επωφελές, όσο κι αν έχει διαρκή σημασία η ρήση της αρχαιότητας ότι “οι Έλληνες αεί παίδες εισί”.

Αν υπονοείται, μεταξύ άλλων, και η αφέλεια, η οποία, όντως, είναι δύσκολο να αποβληθεί γιατί έχει ενηλικιωθεί σε αιώνες πολλούς, τουλάχιστον ας επισημαίνεται…

Η μεγαλύτερη τιμή ανήκει σε κείνους, οι οποίοι, παρά την προδοσία, στάθηκαν στην πρώτη γραμμή, αμύνθηκαν για τον τόπο τους κι άφησαν τα κόκκαλά τους κάτω από τις πορτοκαλιές της Λαπήθου, μέσα στη στέγνα της Μεσαορίας, στα βράχια του Πενταδάκτυλου.

Ανάμεσα σ’ αυτούς και “αμούστακα” παλικάρια από κάθε γωνιά της Ελλάδας, αθώα της προδοσίας γιατί βρέθηκαν στο δρόμο των επίορκων (αφελής και εδώ ο χαρακτηρισμός:
να ζητάς ήθος από προδότες) στρατιωτικών… Ένα όνομα μού έρχεται στη μνήμη, που καλύπτει όλους όσους αγωνίστηκαν και ανήκουν σ’ αυτή την ανώνυμη σειρά αυτοθυσίας, όσο κι αν αυτός έχει όνομα: Του ταγματάρχη Τάσου Μάρκου, γνωστό τί έκανε, αγνοούμενου έκτοτε…

Είναι μέρα για να καταθέσουμε όχι μόνο τις δάφνες μας στα θύματα της χειρότερης  τραγωδίας που έχει πλήξει την Κύπρο, αλλά και για να κοιτάξουμε μέσα μας, σε μια στιγμή αυτοκριτικής και περισυλλογής.

Το ξέρω, είναι “ευσεβής πόθος”. Τον επικαλούμαι σε πείσμα των καιρών.

Και η διαπίστωση είναι πως αν κάτι δεν αφήνει τους Ἕλληνες να πάνε μπροστά, είναι η διχόνοια, ο κακός δαίμονας που πολεμάει τη φυλή μας από τα χαράματα της ύπαρξής μας στον πλανήτη.

Αν το καταστραμμένο Προεδρικό έδειχνε την απόπειρα κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, πριν απ’ αυτό, ο ερειπωμένος αστυνομικός σταθμός της Λεμεσού, που τον είδα με απέχθεια, έδειχνε, για όσους δεν είχαν παρωπίδες, ότι ο εχθρός, εν αγνοία του ή όχι, ήταν εντός των τειχών.

Αυθόρμητα θυμάται κανείς μερικές στροφές από τον ” Ύμνον εις την Ελευθερίαν” του Διονύσιου Σολωμού, του οποίου οι δυο πρώτες στροφές αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και τον εθνικό ύμνο της Κύπρου από το 1966 (101 χρόνια μετά). Αυτόν τον ύμνο ειρωνεύτηκε ο έντιμος κύριος δημοσιογράφος του αντικειμενικού BBC (τον έχω ακούσει) όταν άρχισε να περιγράφει την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, Τον ύμνο του Διονύσιου Σολωμού, τον οποίον ο Ελύτης θεωρεί πως αν έγραφε στην αγγλική γλώσσα θα ήταν ένας από τους 10 μεγαλύτερους ποιητές όλων
των εποχών.

Από διχόνοια πέρασε και ο Αγώνας του 1821 με ορατό κίνδυνο να χαθεί.
Κι επειδή τον αντιγράψαμε στην Κύπρο σε θυσίες και αγωνιστικό φρόνημα το 1955-1959, τον αντιγράψαμε και στο καταραμένο στοιχείο της διχόνοιας.
Λέει ο Σολωμός στις στροφές 147 και 150:

Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
Τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
Δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά.

Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῆ·
Πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
Πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθῆ.

Ακόμη και σήμερα οι γνώμες που ακούγονται, μεγαλόστομες, σαν να είμαστε μόνοι στον πλανήτη, σαν να μην επηρεαζόμαστε από συγκρουόμενες δυνάμεις και συμφέροντα, σαν να μην υπάρχουν εξαρτήσεις από ποικίλους παράγοντες, γινόμαστε όλοι στρατηγοί και αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων. Όπως στα καφενεία, όπου κατά κανόνα ακούγετει η φράση “αν ήμουν εγώ στη θέση του να δείτε τί θα έκανα”.

Σας χαιρετώ με πικρία και ελπίδα,
Κώστας Σερέζης